Ηταν μεσάνυχτα μιας πολύ ζεστής ημέρας, είχα μόλις φύγει από την εφημερίδα όπου εργαζόμουν και οδηγούσα προς τη Βόρεια Αττική. Σταμάτησα δεξιά στην Εθνική Οδό για να παρακολουθήσω το «θέαμα» που έως πριν από λίγο έβλεπα μόνο από τις συνδέσεις των τηλεοπτικών καναλιών. Οι φλόγες ξεπρόβαλαν από την κορυφογραμμή σε πλάτος αρκετών χιλιομέτρων και δημιουργούσαν ένα «κινηματογραφικό» σκηνικό που θα το έλεγες και εντυπωσιακό, αν δεν ήταν αληθινό και τραγικό. Ηταν η μέρα (και η νύχτα) του 2007 «που κάηκε η Πάρνηθα». Ετσι έμεινε στη μνήμη για κάποια χρόνια. Ωσπου η Πάρνηθα ξανακάηκε.
«Η φωτιά ξεκίνησε από ένα σπίτι στα Δερβενοχώρια, όπου μια γιαγιά είχε βάλει φωτιά για να ψήσει μια πίτα», ήταν η φήμη που είχε τότε αρχικά κυκλοφορήσει. Αργότερα ένα πόρισμα απέδωσε την πυρκαγιά, την έναρξή της δηλαδή, σε έκρηξη σε πυλώνα μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος. Ποιος ξέρει; Και τον Αύγουστο του 2021, όταν κάηκε επίσης η Πάρνηθα (εις διπλούν μάλιστα) και η φωτιά έφτασε ως τα όρια της Κηφισιάς, φήμες κυκλοφόρησαν για εμπρησμό από πράκτορες ή «μπαχαλάκηδες», κάποιοι μίλησαν πάλι για έναν πυλώνα, άλλοι για έναν παππού που έβαλε να κάψει χόρτα και του ξέφυγε (πάντα υπάρχει ένας παππούς ή μια γιαγιά στα σενάρια…). Και τώρα, 2023 έχουμε, ακούγεται ότι η πυρκαγιά ξεκίνησε από Ρομά που έκαιγαν σκραπ, ας περιμένουμε όμως, γιατί στη γωνία περιμένουν και οι άλλες εκδοχές.
Ε, και; Οταν πια δεν έχει απομείνει κάτι να καεί από την Πάρνηθα, έχει σημασία να γυρίζουμε πίσω και να σκεφτόμαστε «ποιος την έκαψε»; Γιατί; Για να μην το ξανακάνει; Οι εμπρηστές θα βάζουν φωτιές, οι μετασχηματιστές στους πυλώνες θα «σκάνε» στους 50 βαθμούς Κελσίου, οι 50 βαθμοί Κελσίου θα είναι ρουτίνα, οι παππούδες θα καίνε χόρτα, οι γιαγιάδες θα συνεχίσουν να φτιάχνουν πίτες σε ξυλόφουρνους, οι Ρομά θα καίνε σκραπ.
Και η Πάρνηθα θα καίγεται.
Δεν μιλάμε για μια αχανή έκταση 500 χλμ. από το κέντρο της χώρας, όπου η πρόσβαση είναι δύσκολη και η μορφολογία του εδάφους τέτοια που κάνει πολύ δύσκολη έως αδύνατη την πρόληψη και την κατάσβεση. Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα νησί όπου τα επίγεια μέσα δεν επαρκούν και οι ενισχύσεις αργούν να φτάσουν. Μιλάμε για το βουνό της Αθήνας, μισή ώρα απόσταση από το κέντρο της πόλης, με οικισμούς (οργανωμένους και μη), με επιχειρήσεις, με καζίνο στην κορυφή, με πολύ κόσμο να την επισκέπτεται με κάθε μέσο… Και με πολλούς συμπολίτες μας εθελοντές να συμβάλλουν στη φύλαξή της. Ανθρωποι σαν εσάς και σαν εμένα δηλαδή, που ξενυχτάνε και ξημερώνονται, περνάνε ώρες από τις ζωές τους (συχνά, δε, τις βάζουν σε κίνδυνο) και παραφυλάνε για το κακό.
Μιλάμε, μάλλον μιλούσαμε, για το τελευταίο (μαζί με ένα μικρό τμήμα της Πεντέλης) πράσινο βουνό της Αθήνας.
Δεκαετίες τώρα (πέντε αν θυμηθούμε και τις τις πυρκαγιές της δεκαετίας του ’70) βλέπουμε την Πάρνηθα να καίγεται. Βλέπουμε εκατοντάδες πυροσβέστες και εθελοντές να μάχονται με τις φλόγες, βλέπουμε δεκάδες αεροπλάνα να ξεκινούν από το ξημέρωμα και έως τη δύση να ρίχνουν νερό, βλέπουμε ένα πυκνό σύννεφο να καλύπτει την Αττική και να φτάνει ως τα Κύθηρα – τώρα, λέει, «μας είδαν» και στη Μάλτα και τη Σικελία.
Και ας το «βλέπαμε» και αυτό να έρχεται, όπως «βλέπαμε» και τη μεγάλη φωτιά του 2021. Το περιμέναμε, γνωρίζαμε ότι οι καιρικές συνθήκες θα είναι τέτοιες που ένα σκραπ, ένα τσαφ, μια πίτα, μισός πυλώνας, μόνο ένα από αυτά φτάνει και περισσεύει για να ξεκινήσει το κακό.
Το μόνο που δεν έχουμε δει όλα αυτά τα χρόνια που η Πάρνηθα καίγεται, είναι ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για να μην ξανακαεί. Ενα πλάνο για να καεί, έστω, «λίγο» έστω, την επόμενη φορά. Που είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει επόμενη φορά. Για να κάψει ό,τι θα έχει απομείνει, ίσως το επόμενο καλοκαίρι, ίσως αυτό το καλοκαίρι, ποιος ξέρει… Και εμείς θα το βλέπουμε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News