Το τέρας έβγαλε μια άναρθρη δυνατή κραυγή κάπου εκεί στα ξημερώματα. Η κοπέλα πετάχτηκε έντρομη μέσα στον ύπνο της. Δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που την είχε ξυπνήσει και άκουσε πάλι το υψίφωνο μουγκρητό. Πιο δυνατό αυτή τη φορά, ακριβώς έξω από το παράθυρό τους. Παρέλυσε από τον φόβο της. Πίσω από τις παλαιικές γρίλιες του παραθύρου αχνοφαινόταν το πρώτο γλαυκό χρώμα της αυγής. Και το τέρας βρισκόταν ακριβώς απέξω.
Σκούντηξε δυνατά με τον αγκώνα της τον σύντροφό της που κοιμόταν δίπλα. Πετάχτηκε αυτός, άναψε το πορτατίφ και τη βρήκε κάθιδρη, σχεδόν τρεμάμενη, να μισοκάθεται στο κρεβάτι. «Κάτι υπάρχει εκεί έξω» του ψιθύρισε. «Ουρλιάζει». Το σπίτι που είχαν νοικιάσει βρισκόταν σε χωριό, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα. Η Airbnb τους είπε ότι ήταν ανακαινισμένο αγροτόσπιτο, μέσα σε μια καταπράσινη αυλή και πενήντα μέτρα απόσταση από τη γραφική πλατεία με τον πλάτανο και τα δύο παραδοσιακά καφενεία. Καλή ιδέα.
Ηταν πράγματι για τα δυο 22χρονα παιδιά που είχαν μεγαλώσει μέσα στο χάλι των Αμπελοκήπων. Παμπάλαιες πολυκατοικίες, βρώμικα ρείθρα πεζοδρομίων, αυτοκίνητα στοιβαγμένα σαν σαρδέλες σε κονσέρβα και κάτι καχεκτικά αστικά δεντράκια έτοιμα να πεθάνουν, ήταν ο κόσμος τους. Το σπιτάκι μέσα στην αυλή, μ’ ένα χωριουδάκι γύρω του, ήταν πραγματική αποκάλυψη για τα παιδιά. Φτηνό, σουλουπωμένο, φιλικό, δίχως καν να ακούγονται αυτοκίνητα όταν κάθονταν στην αυλή του, πραγματικός παράδεισος. Και η παραλία, ούτε δέκα λεπτά με τη μηχανή.
Μα να που πάντα υπάρχει μια παγίδα. Οπου όλα μοιάζουν τέλεια, βλέπεις το τυράκι αλλά δεν βλέπεις τη φάκα. Το σπίτι είχε κάποιο τέρας, κάποιο θεριό, κάποιο πλάσμα που μέσα στην νύχτα χαλούσε τον κόσμο. Η τρίτη στη σειρά κραυγή του που καμπάνισε στο δωμάτιο, από τα ανοικτά τζάμια του παραθύρου, τρόμαξε και το αγόρι. Διάολε, ό,τι κι αν ήταν αυτό που έκραζε, ήταν ακριβώς απέξω. «Ρε συ, κάπου την έχω ξανακούσει εγώ αυτή την κραυγή» είπε ψιθυριστά ο νεαρός. Κάπου στο Ιnternet ή στο σινεμά, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πού».
Εκανε να πάει ως το παράθυρο να το ανοίξει, αλλά η κοπέλα τον άρπαξε έντρομη από το χέρι. «Μηηηη… μη σε παρακαλώ. Μην πλησιάζεις, θα μας επιτεθεί». Την είχε πιάσει υστερία. Εκατσε κι αυτός στο κρεβάτι, την πήρε αγκαλιά και περίμεναν εκεί ξύπνιοι και ξέπνοοι. Το μόνο που συζήτησαν με χαμηλή φωνή ήταν να ξημερώσει για τα καλά, να ξενοικιάσουν και να φύγουν μακριά. Τρεις ώρες αργότερα, στις οκτώ το πρωί πια, με το φως της μέρας να μπαίνει από παντού στο σπίτι, τόλμησε ο νεαρός να ανοίξει την εξώπορτα και να κοιτάξει έξω. Δεν είδε κανένα τέρας.
Πήγε μέχρι το σπίτι της ιδιοκτήτριας που ήταν ακριβώς απέναντι και της χτύπησε το κουδούνι, ενώ ήδη η κοπέλα του έριχνε τα ρούχα τους στα σακ-βουαγιάζ για να λακίσουν. «Μα τι πάθατε και θέλετε να φύγετε ξαφνικά;» ρώτησε η ιδιοκτήτρια, που τον πήρε στο κατόπι ως το σπίτι για να μάθει τι έπαθαν. «Συνέβη κάτι; Δεν σας άρεσε το σπίτι;». Θα της έμενε ξαφνικά ξενοίκιαστο, άσε που είχε πάρει και προκαταβολή τριών ημερών. «Συγγνώμη», επενέβη εκνευρισμένη και με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της η κοπέλα, «δεν το ακούσατε εσείς αυτό το ζώο που ούρλιαζε έξω από το παράθυρό μας; Μας έφυγε η ψυχή νυχτιάτικα».
Η γυναίκα την κοίταξε ερωτηματικά. «Ζώο που ούρλιαζε; Τι ζώο; Πού; Εδώ;» Η κοπέλα έκλεισε το φερμουάρ με νευρικές κινήσεις και ξέσπασε. «Εδώ βέβαια, ακριβώς έξω από το παράθυρό μας. Κάποιο τέρας ήταν, που έκραζε δυνατά, ανατριχιαστικά. Ολο το χωριό πρέπει να το άκουσε. Γιατί δεν έκραξε μια φορά, αλλά πεντέξι. Είναι δυνατόν να μην το ακούσατε εσείς από απέναντι;». Η χωριάτισσα τους κοίταξε εξεταστικά. «Με συγχωρείτε, μήπως εννοείτε τον κόκορα;».
Ο νεαρός έφερε την παλάμη του στο μέτωπο. «Να, ρε συ, τι μου θύμιζε. Τώρα το κατάλαβα. Ηταν το κικιρίκου του κόκορα». Η σύντροφός του τον κοίταξε καχύποπτα. «Ο κόκορας; Ετσι είναι το κικιρίκου του κόκορα; Και τόσο δυνατό; Με δουλεύετε;». Η σπιτονοικοκυρά τους κοίταξε με ένα μείγμα συγκατάβασης και αηδίας μαζί. «Ετσι κράζει ο κόκορας, κορίτσι μου. Δυνατά, καλωσορίζει την καινούργια μέρα. Δεν έχετε ξανακούσει κόκορα; Είναι δυνατόν;». Οχι, δεν είχαν ξανακούσει κόκορα να καλωσορίζει χαρούμενος την καινούργια μέρα. Στους χτικιασμένος Αμπελόκηπους όπου μεγάλωσαν, δεν υπάρχουν κοτέτσια. Ούτε κοκόρια.
ΥΓ. Η ιστορία είναι 100% πραγματική. Μου τη διηγήθηκε γελώντας ένας ντόπιος, στο χωριό όπου παραθερίζω.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News