Eργατικά ατυχήματα σαν αυτό του γάλλου που έπαθε ανακοπή κατά τη διάρκεια του σεξ ενώ βρισκόταν σε επαγγελματικό ταξίδι, μπορούν πλέον να αποφευχθούν. Οταν δουλεύεις από το σπίτι, ο εργοδότης γλυτώνει και τα λειτουργικά έξοδα και την αποζημίωση στην οικογένειά σου (σαν αυτή που εκδικάστηκε προ ημερών από γαλλικό δικαστήριο, για τον προαναφερθέντα εργαζόμενο). Διότι όταν εργάζεσαι οίκοθεν, βρίσκεσαι συχνά σε ξαπλωτή θέση για τους πιο απίθανους λόγους (που εφευρίσκεις ακριβώς για να μη δουλέψεις), αλλά όχι, προς Θεού, όχι για σεξ.
Στην Ελλάδα οι τηλεργαζόμενοι (η λέξη παραπέμπει αυτόματα στο «τηλεκατευθυνόμενοι» ή «διακτινιζόμενοι») από το σπίτι αυξάνονται. Δημοσιογράφοι, συγγραφείς, μεταφραστές, γραφίστες, προγραμματιστές, σύμβουλοι επιχειρήσεων, στατιστικολόγοι λογιστές κ.α. επιλέγουν ή αναγκάζονται να δουλέψουν από τη (συχνά θανατερή) ησυχία του οίκου τους. Κάποιες εταιρείες ήδη εφαρμόζουν την υποχρεωτική μία μέρα δουλειάς από το σπίτι. Oι millennials μπορεί και να την προτιμούν.
Νομίζω ότι άπαντες οι remote workers θα συμφωνήσουν μαζί μου ότι το πιο δυσώδες ζήτημα είναι αυτό της γκαρνταρόμπας. Διότι όταν περάσεις –γιατί αναπόφευκτα θα περάσεις– από την φάση παντόφλα- τρύπια φόρμα ή ρόμπα και κλάμερ σε (υπόπτου καθαριότητας) μαλλιά, νιώθεις ότι το όποιο επαγγελματικό σου κύρος κατακρημνίζεται μαζί με την αισθητική (και σε ακραίες περιπτώσεις) την υγιεινή σου. Προσωπικώς λατρεύω τα λουκ που λάνσαρε πέρυσι για τους τηλεργαζόμενους, η σκιτσογράφος Ντάνα Μάιερ του «Νew Yorker» π.χ. το λουκ «Χέντι Λαμάρ» («Αν δεν πρόκειται να βγάλεις τη ρόμπα, τουλάχιστον φόρα μια ωραία ρόμπα»).
Η απουσία εργασιακού dress code συνάδει με την μεγάλη πληγή της δουλειάς στο σπίτι: την παντελή έλλειψη αυτοπειθαρχίας. Εχεις λίγο πολύ την ψυχολογία: «Πρέπει να διαβάσω για τις Πανελλήνιες, αλλά είναι ακόμα Δεκέμβριος». Εξ ου και τα συχνά διαλείμματα στο ψυγείο, η κατάδυση στο YouTube, στην ειδησεογραφία της ημέρας ή στο πορνό, το κυριολεκτικό και υπαρξιακό σούρσιμο, άλλωστε, δεν βαριέσαι, όλες οι μέρες είναι ίδιες, δεν υπάρχει κάτι να διαφοροποιεί την Παρασκευή από το πρωί της Δευτέρας.
Λίαν ενδεικτική η άφιξη του «Focusmate», του σάιτ που αναλαμβάνει την εποπτεία της παραγωγικότητάς σου. Στην πραγματικότητα «δεσμεύεσαι» απέναντι σε έναν σάρκινο (όχι εικονικό) συνάδελφο, ότι θα στρωθείς να δουλέψεις. Θέλεις πχ να τελειώσεις το κεφάλαιο του βιβλίου σου και εκείνος θέλει να δουλέψει τον ισολογισμό της εταιρείας του. Συμφωνείτε τι θέλετε να πετύχετε και εν συνεχεία ο ένας επιβλέπει, μέσω webcam, τον άλλο. Αποφάσισες να κάνεις εκτενές διάλειμμα χουχουλιάσματος στον καναπέ; Ο «focusmate» θα σε δει και αν μη τι άλλο θα ντραπείς να γίνεις «ρόμπα» σε έναν άγνωστο.
Oσον αφορά τις κοινωνικές σου δεξιότητες, ατροφούν. Μέρα με τη μέρα μεταμορφώνεσαι σε μια μονήρη ύπαρξη που επικοινωνεί με emojis (πχ αυτό με τον αντίχειρα πάνω), μηνύματα στην νευρωτική επαγγελματική ομαδούλα στο What’s Up, emails και –σπάνια– με μονολεκτικά και βεβιασμένα τηλεφωνήματα. Παριστάνεις τον απελευθερωμένο από την τοξικότητα και τους περισπασμούς του γραφείου, αλλά το ξέρεις μέσα σου καλά: θα έδινες τα πάντα για μία από εκείνες τις λυτρωτικές σάχλες που έκαναν σμπαράλια τον ειρμό της δουλειάς (συνήθως από έναν συγκεκριμένο συνάδελφο που επωμίζεται το έργο της συλλογικής αποφόρτισης).
To ξέρεις ότι σιγά σιγά μεταλλάσσεσαι σε ένα περίεργο οικόσιτο τέρας. Ακόμα και όταν βγαίνεις επιτέλους από το σπίτι για να πας πχ σε ένα καφέ ή στις εξωσχολικές δραστηριότητες των παιδιών (αν έχεις), την ώρα που οι άλλοι χαλαρώνουν ή ανταλλάσσουν γονεϊκές ασημαντότητες (για το πρόγραμμα του σχολείου, την κούραση της ημέρας κτλ), εσύ είσαι ξανά χωμένος, σαν γύπας, μέσα στο laptop.
Από την απομόνωση σε σώζουν τα επαγγελματικά ραντεβού, οι τηλεδιασκέψεις και κάποιες τρισδιάστατες βόλτες στο γραφείο, όπου προσπαθείς –επί ματαίω– να κάνεις catching up με τους «ιθαγενείς», που συνήθως σε αντιμετωπίζουν σαν τουρίστα. Όταν δε οι δύο πραγματικότητες διασταυρώνονται, η κατάσταση γίνεται γκραν γκινιόλ. Θυμίζω την περίπτωση του αμερικανικού πολιτικού αναλυτή Ρόμπερτ Κέλι το 2017, ορόσημο πλέον στην Ιστορία του Working from Ηome. Την ώρα που έδινε live συνέντευξη στο BBC World μπούκαραν στο δωμάτιο ο εννιάμηνος γιός του Τζέιμς με τη στράτα του, η αφηνιασμένη τετράχρονη αδελφή του Μάριον και, αλλόφρων, η μητέρα τους.
Ο μύθος ότι μπορείς επιτέλους να δουλεύεις στο σπίτι με τις πιτζάμες, ενώ χαίρεσαι τα παιδάκια σου καταρρέει γρήγορα. Γιατί τα κάνεις όλα μισά, ενώ τα τέκνα σου σε βλέπουν, εκτός από μόνιμα «καλωδιωμένο» και μόνιμα στην πρίζα (τουλάχιστον στο γραφείο μπορούσες να κρύψεις αυτό το «γοητευτικό» πρόσωπο που στέναζε η ούρλιαζε για deadlines).
Κανείς βέβαια (ούτε καν ο σκύλος σου) δεν πείθεται ποτέ ότι όντως δουλεύεις και δεν χαζεύεις στο Facebook. Αυτή την παρανόηση τη βιώνεις με όποιον και να συγκατοικείς. Μια φίλη μου που πνέει μένεα που ουδείς σέβεται την κλειστή πόρτα και τον φρενήρη ήχο του πληκτρολογίου μέσα στο σπίτι. «Μπαίνει ο φίλος μου μέσα και ρωτάει: “Πού είναι το βούτυρο;” Μα αν ήμουν στο γραφείο, θα με έπαιρνες τηλέφωνο να με ρωτήσεις “πού είναι το βούτυρο;”». Αυτή είναι η μεγάλη δυσκολία της τηλεργασίας. Ούτε οι άλλοι σε αφήνουν, ούτε εσύ ο ίδιος μπαίνεις εύκολα σε working mode.
Σύμφωνοι, η δουλειά στο σπίτι έχει πολλά θετικά. Εχεις επαγγελματική αυτονομία, μπορείς να δουλεύεις και παράλληλα να μαγειρεύεις φασολάκια, να κάθεσαι όταν οι δυνάμεις σου δεν στο επιτρέπουν (τέρμα εκείνο το φρικαλέο τρέκλισμα στο γραφείο, όταν είχες πυρετό, αδιανόητη ημικρανία, δυσμηνόρροια κοκ). Είσαι, υπό μία έννοια, κύριος του εαυτού σου και του χρόνου σου.
Μόνο η δουλειά στο σπίτι μακροπρόθεσμα αλλοιώνει τη χημεία του εγκεφάλου σου. Ο συγκερασμός ιδιωτικού και επαγγελματικού χρόνου σε αφήνει διαρκώς στρεσαρισμένο, με ένα μόνιμο αίσθημα ανησυχίας, σαν να έχεις βγει για ψώνια και να μην είσαι σίγουρος ότι έσβησες τον φούρνο. Και όταν χαλαρώνεις και όταν δουλεύεις είσαι αδιαλείπτως σε μια κατάσταση αφασικής εγρήγορσης. Βασικά φτάνεις σε ένα σημείο που δεν ξέρεις αν δουλεύεις εκεί που ζεις ή αν ζεις εκεί που δουλεύεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News