Πήγαν στο σπίτι στο χωριό πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα, για να το ετοιμάσουν. Μεγάλη Τετάρτη ήταν να «ανέβουν» παιδιά και εγγόνια. Όσο και αν ο χειμώνας που πέρασε ήταν ήπιος, το σπίτι είναι παλιό, πλίνθινο στο μεγαλύτερο μέρος του, έπρεπε να αεριστεί, να ανοίξουν τα παντζούρια για να μπει μέσα ο ήλιος, να διώξει την υγρασία και τη μυρωδιά της κλεισούρας. Και να το καθαρίσουν, βεβαίως. Να ξεσκονίσουν έπιπλα και συσκευές, να σκουπίσουν, να σφουγγαρίσουν μέσα και έξω.
Και ύστερα ήταν ο κήπος, ο μεγάλος κήπος με τις αχλαδιές, τις μουριές, τις μουσμουλιές… «Τα χόρτα έχουν φτάσει έως τη μέση μου», τους είχε πει ο ξάδελφος που ξεχειμωνιάζει στο χωριό, ο ίδιος τους πρότεινε έναν «Αλβανό» που με 40 ευρώ θα έκανε τη δουλειά, συμφώνησαν, αλλά μόλις έφτασαν, διαπίστωσαν ότι και η δουλειά είχε φτάσει έως τη μέση: δεν τα είχε κόψει έως κάτω κάτω, έτσι δεν θα μπορούσαν να παίξουν με ασφάλεια τα εγγόνια, άσε που δεν ήταν εικόνα αυτή για τον κήπο τους. Πήραν, λοιπόν, το κοπτικό από τον ξάδελφο και μέσα σε ένα απόγευμα «έφεραν» τον κήπο όπως τον ήθελαν, ούτε ένα κλαράκι δεν εξείχε από τα δέντρα, ούτε ένα χόρτο δεν προέβαλε από το χώμα, που πήρε αέρα, ποτίστηκε, ξανάνιωσε και αυτό, έτοιμο να δεχθεί τις ντρίπλες και τις πεταλιές των πιτσιρικιών…
Αυτή είναι μια πραγματική ιστορία και δεν θα είχε καμία ιδιαίτερη αξία αν οι πρωταγωνιστές της δεν ήταν κοντά 90 ετών. Ίσως ούτε αυτό έχει σημασία, ξέρουμε τι κατά κανόνα κάνουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες όταν ετοιμάζονται να υποδεχθούν στο χωριό τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών τους και όταν τους βαστάνε ακόμη τα πόδια τους (τουλάχιστον όπως οι ίδιοι νομίζουν). Αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί, που διανύουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους, κρατούν ένα σπίτι ζωντανό, καθαρό, όρθιο. Το σπίτι τους, που μάλλον σύντομα θα αφήσουν σε αυτά τα παιδιά και αυτά τα εγγόνια. Και μετά;
Αν κάνεις μια βόλτα στο χωριό, μια βόλτα σε οποιοδήποτε χωριό της Ελλάδας, θα δεις πολλά σπίτια κλειστά. Κάποια ανοίγουν μια-δυο φορές τον χρόνο, όπως το Πάσχα που μόλις πέρασε, κάποια δεν ανοίγουν ποτέ. Θα δεις σπίτια αφημένα στον χρόνο, εγκαταλειμμένα, πολλά ετοιμόρροπα ή και γκρεμίδια, με αυλές κατεστραμμένες και κήπους-ζούγκλες. Και σε εκείνα που είναι ανοιχτά, σπάνια θα δεις να διαμένουν περισσότερα από ένα-δύο άτομα, παππούδες και γιαγιάδες συνήθως, που, με όσες δυνάμεις (σωματικές και οικονομικές) τους έχουν απομείνει, προσπαθούν να τα φέρουν βόλτα, να κρατήσουν τα σπίτια και τα κτήματα σε σχετικά καλή κατάσταση, για τους ίδιους και τους απογόνους τους.
Πόσοι από αυτούς τους απογόνους, όμως, θα συνεχίσουν να συντηρούν και να φροντίζουν τα σπίτια, τη μικρή περιουσία τους στο χωριό, όταν οι σημερινοί παππούδες «φύγουν»; Πόσα από τα παιδιά, που σήμερα δύσκολα τα βγάζουν πέρα με τα έξοδα της πόλης, θα θέλουν, και αν θέλουν θα μπορούν να συντηρήσουν το σπίτι στο χωριό, για να πηγαίνουν μία εβδομάδα το Πάσχα και, άντε, έναν μήνα το καλοκαίρι; Την απάντηση τη δίνει εκείνη η βόλτα στα κλειστά ερείπια, που λέγαμε παραπάνω…
Είναι και το άλλο. Οι τελευταίοι εν ζωή παππούδες και γιαγιάδες, γνωρίζουν. Ξέρουν πού να σκάψουν, πώς να φυτέψουν, πότε να κλαδέψουν, πόσο να ποτίσουν. Το έκαναν από μικροί, τους βλέπουμε να το κάνουν έως τα βαθιά γεράματα, τους θαυμάζουμε, αλλά εμείς, οι σημερινοί μεσήλικες, δύσκολα θα αφήσουμε το κινητό από χέρι για να πιάσουμε το κλαδευτήρι. Δεν μάθαμε να αγαπάμε τη γη, τη γη μας, δεν ξέρουμε πώς να τη φροντίσουμε, παιδιά της πόλης είμαστε και τα παιδιά μας δεν θα έχουν καν τις εικόνες που εμείς έχουμε από τους δικούς μας γονείς και τους γονείς των γονιών μας.
Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα εκατομμύρια στρέμματα αγροτικής γης που μένουν ανεκμετάλλευτα. Ακόμη και σε περιοχές που θεωρούνται πλούσιες σε παραγωγική δραστηριότητα, όπως η Κρήτη, ολόκληρες εκτάσεις ρημάζουν αναξιοποίητες. Με το κράτος να μην έχει ασχοληθεί ποτέ σοβαρά με την περιφέρεια, με τα σχολεία και τα πανεπιστήμια να μας προετοιμάζουν για δουλειές «γραφείου» (και delivery), με την άγνοια, τον φόβο ή και την οκνηρία, που οι της πόλης έχουμε αναπτύξει απέναντι στη φύση και τα φαινόμενά της, η μοίρα των χωριών μας, όπως και η εικόνα τους, δύσκολα θα αλλάξει προς το καλύτερο. Θα πρέπει να συμβεί κάτι πολύ καλό ή κάτι πολύ κακό, για να μας διώξει από τα τριάρια μας και να μας στείλει πίσω, στο σπίτι στο χωριό, να το ανοίξουμε, να το καθαρίσουμε, να το φέρουμε στην κατάσταση που θα μπορεί να φιλοξενήσει τα δικά μας παιδιά και εγγόνια.
Έφυγαν και οι Αλβανοί, αυτοί που με τις ανάγκες και τις ικανότητές τους κράτησαν τις τελευταίες δεκαετίες ζωντανό ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής περιφέρειας. Άλλοι πρόκοψαν και από εργάτες έγιναν εργοδότες, κάποιοι δεν άντεξαν την οικονομική κρίση και κίνησαν για αλλού, πολλοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους με αρκετές οικονομίες και τη διάθεση να συμβάλουν στη δική της ανάπτυξη.
Ήταν μια κάποια λύση οι αλβανοί εργάτες, που δεν την περιμέναμε, που στην αρχή τη φοβηθήκαμε και την πολεμήσαμε, αλλά, έστω και δεκαετίες μετά, αναγνωρίσαμε. Βλέποντας σήμερα, από τη μία, χωριά και χωράφια να αφήνονται στη φθορά του χρόνου και, από την άλλη, δεκάδες χιλιάδες μετανάστες να στοιβάζονται στα στρατόπεδα της ντροπής, δεν γίνεται να μη σκεφτείς ότι, υπό όρους και με σωστό σχεδιασμό, οι άνθρωποι αυτοί θα μπορούσαν από «πρόβλημα» να γίνουν «λύση».
Ναι, το θέμα είναι δύσκολο ακόμη και για συζήτηση. Αλλά κάποια στιγμή πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Εκτός αν εμείς, οι (αν)άξιοι κληρονόμοι της γης που αφήσαμε, προτιμούμε να τα δούμε όλα γκρεμίδια, από το να τα ζουν, να τα εκμεταλλεύονται και να τα αξιοποιούν αλλοδαποί, αλλόχρωμοι και (όχι πάντα) αλλόθρησκοι, προς όφελος δικό τους, δικό μας, των χωριών μας και της χώρας…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News