Στα μέσα Ιουλίου η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ολοκλήρωσε τις επιλογές των νέων Διευθυντών Διευθύνσεων Εκπαίδευσης με καθυστέρηση τριών ετών, ενώ το σύνολο των κρίσεων στελεχών εκπαίδευσης έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί το φθινόπωρο του 2019, όταν έληξε η θητεία όλων.
Παράλληλα, η Νίκη Κεραμέως προχώρησε σε τέταρτη παράταση θητείας των Συντονιστών Εκπαίδευσης και Διευθυντών σχολείων. Μια εβδομάδα αργότερα, όμως, ανατρέποντας τη δική της νομοθετική πρόβλεψη με νέα τροπολογία, πρόταξε τις επιλογές Διευθυντών Σχολείων αυτών των Εκπαιδευτικών Συμβούλων. Δηλαδή, των στελεχών που θα αξιολογήσουν τους εκπαιδευτικούς για το έργο τους στην τάξη.
Επιπλέον, επιβλήθηκε η εμβαλωματική «λύση» του ορισμού προσωρινών διευθυντών στα σχολεία, όπου οι θέσεις χηρεύουν λόγω συνταξιοδοτήσεων. Οι σχετικές περιπτώσεις δεν είναι λίγες, όπως κι αυτές της τοποθέτησης διευθυντών χωρίς την επιθυμία τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη λειτουργία των σχολείων.
Τα προηγούμενα, καθώς και η πιθανή προκήρυξη εκλογών την άνοιξη του 2023, που θα αναστείλουν αυτοδίκαια τη διαδικασία επιλογών στο Δημόσιο, εντείνουν την αίσθηση της «μη κανονικότητας» που κυριαρχεί στα σχολεία λόγω πανδημίας. Παράλληλα, παραπέμπουν καλένδες τη μονίμως εκκρεμούσα ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, βασική προεκλογική δέσμευση της ΝΔ, παρά περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις.
Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν είναι καινοφανές. Επαναλαμβάνεται σταθερά μετά το 1980, όταν καταργήθηκε η σύνταξη αξιολογικών Εκθέσεων και, εν συνεχεία, με αφορμή την κατάργηση των Επιθεωρητών, η υπηρεσιακή εξέλιξη των εκπαιδευτικών σε μόνιμους βαθμούς (π.χ. Διευθυντής Α-Β, Επιθεωρητής Α -Β) αντικαταστάθηκε με την οικονομική «προαγωγή» σε ΜΚ (αρχαιότητα) και την «επί θητεία» τοποθέτησή σε θέσεις στελεχών.
Με δυο λόγια, σήμερα είσαι Σχολικός Σύμβουλος, αύριο και χωρίς να κριθείς για το έργο σου, εκπαιδευτικός συμπλήρωσης ωραρίου, επειδή απλώς «δεν αρέσεις». Παρομοίως, εργάζεσαι 40 χρόνια ως εκπαιδευτικός, χωρίς να σε «ενοχλήσει» κανείς ή να ακούσεις θεσμικά έναν «καλό λόγο» για όσα κάνεις στην «τάξη» σου…
Εκτοτε, η αδυναμία υλοποίησης αξιολογικών διαδικασιών του εκπαιδευτικού έργου συμπορεύεται με την επί θητεία επιλογή στελεχών εκπαίδευσης. Αμφότερες αρνητικές συνθήκες για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Αφού οι ευκαιρίες σταθερής επαγγελματικής και υπηρεσιακής ανέλιξης των εκπαιδευτικών συμβάλλουν αποφασιστικά στη συνεχή αυτοβελτίωσή τους και αποτελούν όρο αποφασιστικής σημασίας για την παροχή ποιοτικής Εκπαίδευσης εκ μέρους τους.
Λόγοι «επανάληψης του ίδιου» σεναρίου για δεκαετίες
Η «μακρά περίοδος» επανάληψης του ίδιου σεναρίου εδώ και τέσσερις δεκαετίες δεν είναι δυνατό να αποδοθεί στην εκάστοτε συγκυρία (π.χ. πανδημία). Αντιθέτως, υπαγορεύεται από δομικά χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών πολιτικών στη χώρα μας.
Το πρώτο αφορά αυτό καθαυτό το σύστημα επιλογής στελεχών «επί θητεία» και την εμμονή ή ορθότερα σιωπηρή συμμαχία πολιτικών-εκπαιδευτικών στη διαιώνισή του. Η συγκεκριμένη διαδικασία δεν είναι απλώς εξαιρετικά χρονοβόρα (ουδέποτε ολοκληρώθηκε στα προβλεπόμενα όρια) αλλά πρακτικά άχρηστη και πολιτικά επικίνδυνη.
Αν εξαιρέσει κανείς την ολική «αντικατάσταση» των ΔΙΔΕ – ΔΙΠΕ με εκπαιδευτικούς φίλα προσκείμενους στο εκάστοτε κυβερνών κόμμα (περισσότερο από 90%), στις υπόλοιπες δύο ομάδες στελεχών επανεκλέγεται το 80% των υποψηφίων, ενώ οι υπόλοιποι συνήθως έχουν συνταξιοδοτηθεί. Εξάλλου, το «ειδικό ενδιαφέρον» για τα στελέχη διοίκησης εκδηλώθηκε και πρόσφατα. Οταν η παρούσα πολιτική ηγεσία, αντιλαμβανόμενη ότι αδυνατεί να προχωρήσει σε «κανονικές» κρίσεις, αντικατέστησε τους ΔΙΠΕ-ΔΙΔΕ «εν μια νυκτί» με συνδικαλιστικά στελέχη της, χρησιμοποιώντας ένα είδος διοικητικής «κοπτάτσιας», χωρίς «έγνοια» για τα τυπικά προσόντα τους. Ενέργεια που, παραδόξως, δεν δέχθηκε αυστηρή κριτική από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Ο λόγος; Θεωρείται «αποδεκτή πρακτική» από όλους…
Με δυο λόγια, είναι εμφανές ότι η «επί θητεία» επιλογή στελεχών εκπαίδευσης λειτουργεί ως νομότυπο «εργαλείο» «ανταμοιβής» των «δικών μας» παιδιών με την τοποθέτησή τους ως ΔΙΠΕ- ΔΙΔ και, ταυτόχρονα, ως «προνόμιο» του κόμματος εξουσίας να «ξαναμοιράζει» σε ικανό αριθμό εκπαιδευτικών τα επιδόματα θέσης. Γιατί, πολιτικό διακύβευμα ελέγχου των στελεχών διοίκησης, κάτι που θα δικαιολογούσε το «άγχος» των πολιτικών ηγεσιών, δεν υφίσταται. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι τόσο συγκεντρωτικό, που το 95% των αποφάσεων λαμβάνονται από το υπουργείο Παιδείας…
Το δεύτερο σχετίζεται με την παρατήρηση του Αλέξη Δημαρά ότι οι εκπαιδευτικές πολιτικές στην Ελλάδα είναι καθαρά υπουργικές, ούτε καν κομματικές. Ετσι, και η κυρία Κεραμέως αγνόησε το σύνολο της νομοθεσίας για την αξιολόγηση και την επιλογή στελεχών της περιόδου 2010-2014 και προχώρησε, με σημαντικότατη καθυστέρηση, στην ψήφιση νέων νόμων. Μάλιστα, υιοθέτησε το γνωστής καταγωγής ιδεολόγημα περί της «μη τιμωρητικής» αξιολόγησης των εκπαιδευτικών της έδρας, ενώ ως προς τις επιλογές στελεχών ο νέος νόμος αποδείχθηκε ιδιαίτερα «βυζαντινός», ήγουν δύσχρηστος. Οπότε καθυστέρησε τα Συμβούλιο Επιλογής και θα τους προκαλέσει μεγαλύτερα προβλήματα στη συνέχεια.
Το τρίτο χαρακτηριστικό αφορά την κυρίαρχη αντίληψη των πολιτικών ηγεσιών όλων των κομμάτων, ένα είδος σιωπηλής και συνένοχης «συναίνεσης», για την πρωτοκαθεδρία της διοίκησης έναντι της καθοδήγησης, εποπτείας και αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των σχολείων. Δηλαδή, της γραφειοκρατίας (διοίκηση) έναντι της ουσίας (εκπαιδευτικό έργο).
Η αντίληψη αυτή εκδηλώθηκε ήδη στις αρχές του ’80, όταν διχοτομήθηκε ο θεσμός του Επιθεωρητή σε ΔΙΠΕ- ΔΙΔΕ και Σχολικούς Συμβούλους. Εντάθηκε σταδιακά και έφτασε στο αποκορύφωμά της επί υπουργίας κ. Γαβρόγλου. Τότε, οι Σχολικοί Σύμβουλοι διώχθηκαν στην κυριολεξία από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, κατηγορούμενοι ως «θιασώτες της αξιολόγησης», ενώ η επιλογή διευθυντών εξαρτήθηκε από την ψήφο των εκπαιδευτικών του Συλλόγου Διδασκόντων. Ωσάν η διοίκηση, καθοδήγηση, εποπτεία και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου να αποτελεί θέμα Γενικής Συνέλευσης. Περιέργως πώς, όμως, ολοκληρώθηκε επί της υπουργίας της κ. Κεραμέως. Οταν, συμβολικά και ουσιαστικά, οι πάλαι ποτέ τοποθετημένοι στην κορυφή της εκπαιδευτικής ιεραρχίας Σχολικοί Σύμβουλοι (1982), ως Σύμβουλοι Εκπαίδευσης πλέον, τέθηκαν ανεπιστρεπτί υπηρεσιακά, μισθολογικά και αξιακά υπό τους ΔΙΔΕ- ΔΙΠΕ. Παρά τις περί του αντιθέτου δεσμεύσεις της ΝΔ και τη ρητορική περί πρωτοκαθεδρίας της ποιότητας στην Εκπαίδευση.
Η ανάγκη αλλαγής υπέρ της ποιότητας στην Εκπαίδευση
Ο τρόπος επιλογής στελεχών εκπαίδευσης, η επαγγελματική και υπηρεσιακή ανέλιξη των εκπαιδευτικών και η σχέση αυτών με την αξιολόγησή τους δεν θα είχαν κανένα ενδιαφέρον για τον μέσο πολίτη, αν δεν συνδέονταν ευθύγραμμα με την ποιότητα της παρεχόμενης Εκπαίδευσης (αναφέρθηκε) αλλά και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Γιατί οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να σχεδιάζονται από πολιτικούς αλλά υλοποιούνται από εκπαιδευτικούς και σε βάθος χρόνου. Οταν οι σχεδιαστές τους δεν είναι πλέον παρόντες…
Σήμερα διεθνείς οργανισμοί και η ΕΕ υποστηρίζουν ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις του μέλλοντος, οφείλουν να εργαστούν σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη αφορά την αποκέντρωση της λήψης αποφάσεων και αρμοδιοτήτων από το κέντρο προς την περιφέρεια. Αλλιώς, την αύξηση της αυτονομίας των σχολικών μονάδων τους, ώστε αυτές μέσα από την ανάπτυξη καλών πρακτικών να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες του μαθητικού δυναμικού τους. Η δεύτερη αφορά τη στήριξη των εκπαιδευτικών, ώστε αυτοί, διαμέσου της επαγγελματικής ανάπτυξης, της συνεπαγόμενης διαρκούς αυτοβελτίωσής τους και ικανοποίησης που θα λαμβάνουν από την άσκηση του επαγγέλματός τους να συμβάλλουν στην αναβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και στην υλοποίηση των συνεχών μεταρρυθμίσεων-προσαρμογών του Σχολείου ώστε να ανταποκριθεί στο απαιτητικό μέλλον.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν μπορεί να συμβεί στη χώρα μας, όσο:
– η επαγγελματική και υπηρεσιακή εξέλιξη των εκπαιδευτικών είναι ανύπαρκτη, όπως συμβαίνει σήμερα
– δεν δημιουργούμε ένα σώμα σταθερού στελεχικού δυναμικού επαγγελματιών, με υψηλές ικανότητες χειρισμού κρίσεων και επίλυσης προβλημάτων, που θα συνεπικουρεί τους εκπαιδευτικούς και θα αξιολογείται για το έργο του. Στελεχικό δυναμικό που θα είναι σε θέση, σωρεύοντας επαγγελματική εμπειρία, να εποπτεύει, να καθοδηγεί και να αξιολογεί το εκπαιδευτικό έργο. Η ανάγκη ύπαρξής του αποδείχθηκε περίτρανα κατά την πανδημία, όταν οι εκπαιδευτικοί έμειναν μόνοι.
Για να το περιγράψουμε απλά: μια πλήρως αδιαφοροποίητη επαγγελματική ζωή ενός/μιας εκπαιδευτικού κατά τη διάρκεια 40 χρόνων εργασίας, χωρίς διαρκή εκπαίδευση, κίνητρα, ηθικές και υλικές απολαβές, όχι μόνο δεν προοιωνίζεται τίποτα θετικό για το εκπαιδευτικό μέλλον της χώρας, αλλά είναι σίγουρο ότι υπονομεύει και τις όποιες θετικές μεταρρυθμίσεις θα ήθελε να σχεδιάσει οποιαδήποτε πολιτική ηγεσία (π.χ. ελληνική PISA).
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News