Καθώς το ΝΑΤΟ γιορτάζει την 75η επέτειο της ίδρυσής του, η ιδέα ότι εκμεταλλεύεται τις Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθεί να είναι ένα επίκαιρο θέμα. Ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επανειλημμένα κατηγορήσει τους διατλαντικούς συμμάχους της Αμερικής ότι ξοδεύουν πολύ λίγα για την άμυνα, αξίζει να θυμηθούμε ότι οι πρόεδροι που φτάνουν μέχρι τον Ντουάιτ Ντ. Αϊζενχάουερ (περιλαμβανομένων των Τζον Φ. Κένεντι, Ρίτσαρντ Νίξον και Μπαράκ Ομπάμα) πίεσαν επίσης τους Ευρωπαίους να αναλάβουν μεγαλύτερο μερίδιο ευθυνών. Αφού ο Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα, ο υπουργός Αμυνας του Λίντον Τζόνσον, υπαινίχθηκε ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να μειώσουν τις δυνάμεις τους στην Ευρώπη εάν οι Γερμανοί δεν άρχιζαν να προσφέρουν, οι δύο χώρες συνήψαν μια «συμφωνία αντιστάθμισης» σύμφωνα με την οποία η Γερμανία θα αποζημίωνε τις ΗΠΑ αγοράζοντας αμερικανικά αγαθά.
Ωστόσο, έως τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, κανένας πρόεδρος ή υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ δεν είχε διακινδυνεύσει ποτέ άμεσα την ασφάλεια των συμμάχων του ΝΑΤΟ, προτρέποντας εχθρικές χώρες να επιτεθούν σε «παραβατικά» κράτη-μέλη. Σε ορισμένους Αμερικανούς οι ανησυχίες του Τραμπ περί δίκαιης κατανομής των βαρών μπορεί να φαίνονται έγκυρες. Γιατί να πληρώνουν οι ΗΠΑ διπλάσια από τον μέσο σύμμαχο του ΝΑΤΟ ενώ γεωγραφικά απέχουν από όλες τις κύριες ζώνες συγκρούσεων;
Μέρος της απάντησης είναι ότι οι τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες της Αμερικής δεν είναι απλώς συνάρτηση των δεσμεύσεών της στο ΝΑΤΟ. Αντιθέτως απορρέει από έναν στρατηγικό στόχο: να διατηρήσει απαράμιλλη στρατιωτική και τεχνολογική υπεροχή ενόψει της κλιμάκωσης των αντιπαλοτήτων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Οπως η Ελλάδα (η οποία αναλογικά δαπανά περισσότερα από την Αμερική) οι ΗΠΑ ξεπερνούν τον στόχο του 2%, επειδή είναι προς το συμφέρον τους. Το κόστος διατήρησης 200 αμερικανικών βάσεων ενεργού υπηρεσίας (90% του συνόλου) σε όλο τον κόσμο, αντιπροσωπεύει μόνο το 4% των συνολικών στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ. Το ΝΑΤΟ είναι ένα κοινό αγαθό που προκύπτει από την επιδίωξη ενός ίδιου εθνικού αγαθού: της στρατιωτικής υπεροχής των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τον Τραμπ οι ΗΠΑ είναι «ένα έθνος οφειλέτης, ξοδεύουμε τόσα πολλά για τον στρατό, αλλά ο στρατός δεν είναι για εμάς… και πολλές από αυτές τις χώρες είναι εξαιρετικά πλούσιες χώρες». Ενώ η πλειονότητα των Αμερικανών υποστηρίζει το ΝΑΤΟ, η άποψη του Τραμπ έχει απήχηση μεταξύ όσων βλέπουν τις παγκόσμιες ευθύνες των ΗΠΑ στο πλαίσιο της φθίνουσας οικονομικής τους πορείας.
Ωστόσο αυτές οι ανησυχίες σχετικά με τις υπερβολικές δαπάνες μεγαλοποιούν το πρόβλημα, κυρίως επειδή αγνοούν τη διεθνή θέση του δολαρίου και το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ κατέχεται εσωτερικά. Οσοι υποστηρίζουν ότι οι στρατιωτικές δαπάνες είναι ο κύριος μοχλός του χρέους των ΗΠΑ έχουν ελάχιστα έως καθόλου στοιχεία και αποτυγχάνουν σταθερά να σταθμίσουν το κόστος σε σχέση με τα οφέλη που αποφέρουν αυτές οι δαπάνες. Οι ασύμμετρες σχέσεις ασφάλειας επιτρέπουν στις ΗΠΑ να ασκούν επιρροή και να διατηρούν την προτιμώμενη μορφή της παγκόσμιας τάξης μέσω στρατηγικών πλεονεκτημάτων, ανταλλαγής πληροφοριών και διπλωματικής μόχλευσης και να ενθαρρύνουν την προσαρμογή σε ένα ευρύ δίκτυο εξαρτημένων συμμάχων.
Το ΝΑΤΟ είναι η αιχμή στην ομπρέλα ασφαλείας της Αμερικής – το εργαλείο που της επιτρέπει να ανταποκρίνεται γρήγορα σε απειλές και προκλήσεις οπουδήποτε στον κόσμο. Η παρουσία των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων χρησιμεύει ως αποτρεπτικός παράγοντας έναντι πιθανών αντιπάλων, μειώνοντας την πιθανότητα συγκρούσεων και στρατιωτικών προκλήσεων κατά των συμφερόντων των ΗΠΑ. Αυτό το παγκόσμιο δίκτυο διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των συμμάχων και παρέχει στις ΗΠΑ κρίσιμες πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους ασφαλείας, ενισχύοντας την ικανότητά τους να προβλέπουν απειλές και να αντιμετωπίζουν στρατηγικούς ανταγωνιστές όπως η Κίνα και η Ρωσία. Οι ΗΠΑ μπορούν και χρησιμοποιούν αυτά τα εργαλεία για να επηρεάζουν τις εξελίξεις σε κρίσιμες περιοχές, να προασπίζονται τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα και να καταπολεμούν την τρομοκρατία.
Οι συμμαχίες είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της παγκόσμιας στρατηγικής της Αμερικής, που την κάνει να ξεχωρίζει από άλλες μεγάλες δυνάμεις. Παρέχοντας άμυνα και ασφάλεια, οι ΗΠΑ μπορούν επίσης να ενισχύουν την οικονομική συνεργασία και να προωθούν τις δικές τους αξίες. Σε μια εποχή που ο ψηφιακός πόλεμος δεν περιορίζεται από σύνορα, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, οι κοινές ασκήσεις και οι συλλογικοί μηχανισμοί άμυνας στον κυβερνοχώρο ενισχύουν την ικανότητα της Αμερικής να αντιμετωπίζει νέες οικονομικές απειλές και απειλές ασφάλειας.
Επιπλέον η θέση τους στο κέντρο των περιφερειακών και παγκόσμιων δικτύων ασφάλειας προσφέρει στις ΗΠΑ μια απαράμιλλη ικανότητα να διευκολύνουν ή να παρεμποδίζουν τη διεθνή συνεργασία όπως κρίνουν σκόπιμο. Σχεδόν καμία σημαντική απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί και καμία αποστολή να πραγματοποιηθεί εάν δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Καμία άλλη χώρα δεν μπορεί να συνάψει το είδος της συνεργασίας που μπορούν οι ΗΠΑ. Η στρατηγική στροφή του ΝΑΤΟ για την αντιμετώπιση της ανόδου της Κίνας μέσω της συνεργασίας με εταίρους στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού αναδεικνύει τόσο την προσαρμοστικότητα της συμμαχίας όσο και τη μοναδική συντονιστική ισχύ της Αμερικής.
Επίσης αυτά τα οφέλη δεν περιορίζονται σε θέματα αντιπαλότητας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Για παράδειγμα, η Νότια Διοίκηση των ΗΠΑ (SOUTHCOM) συντονίζει τη συνεργασία κατά της διακίνησης ναρκωτικών μεταξύ του ΝΑΤΟ (συγκεκριμένα της Ολλανδίας) και χωρών εκτός ΝΑΤΟ όπως η Κολομβία και ο Παναμάς. Αυτό όχι μόνο ενισχύει την ασφάλεια αλλά και περιορίζει τις παράνομες οικονομικές ροές που θα μπορούσαν να χρηματοδοτούν τρομοκρατικές οργανώσεις και άλλα κακόβουλα στοιχεία.
Παρομοίως οι συμμαχικές προσπάθειες υπό την ηγεσία των ΗΠΑ συμβάλλουν στην προστασία των παγκόσμιων εμπορικών οδών – ιδιαίτερα των ζωτικής σημασίας θαλάσσιων οδών – εξασφαλίζοντας την ελευθερία του εμπορίου και του ενεργειακού εφοδιασμού. Η ασφάλεια των παγκόσμιων κοινών αγαθών παρέχει στις ΗΠΑ οικονομική μόχλευση έναντι των συμμάχων και των εταίρων, επιτρέποντάς τους να διαμορφώνουν οικονομικές πολιτικές, εμπορικές συμφωνίες και επενδυτικές αποφάσεις σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα.
Σε γενικές γραμμές η διαμόρφωση κανόνων και η ευθυγράμμιση συμφερόντων στα διεθνή δίκτυα μειώνουν το κόστος προστασίας, μετριάζουν την ανάγκη για στρατιωτικό εξαναγκασμό εντός του δικτύου και αυξάνουν την αποτελεσματικότητά του στο εξωτερικό. Από την άποψη της ασφάλειας, εάν οι ΗΠΑ καταστούν λιγότερο πρόθυμες να χρηματοδοτούν μια ισχυρή στρατιωτική συμμαχία μέσω του ΝΑΤΟ και λιγότερο πρόθυμες να συνεργάζονται και να προστατεύουν τους συμμάχους τους, θα αρχίσουν να μοιάζουν περισσότερο με την Κίνα και τη Ρωσία. Θα ήταν ακόμα ισχυρές αλλά λιγότερο ενάρετες και με λιγότερη επιρροή.
Οι Ευρωπαίοι ήδη προετοιμάζονται για το χειρότερο και προωθούν το σχέδιό τους για «στρατηγική αυτονομία». Επικαλούμενος τον κίνδυνο της υποτέλειας στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν τάσσεται υπέρ της μείωσης της εξάρτησης της Ευρώπης από άλλες χώρες, ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ. Υιοθετώντας μια πιο δυναμική στάση ενάντια στη ρωσική επιθετικότητα, υποστηρίζοντας τη μελλοντική ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και αξιοποιώντας τη διεύρυνση της ΕΕ ως γεωπολιτικό εργαλείο, η Γαλλία ευθυγραμμίστηκε πιο στενά με την Πολωνία, τα κράτη της Βαλτικής και την Τσεχία.
Οι Αμερικανοί πρέπει να καταλάβουν ότι το ΝΑΤΟ δεν είναι απλώς ένας μηχανισμός προστασίας συμμάχων. Αποτελεί ουσιαστικό μέρος μιας ολικής στρατηγικής που προωθεί τα δικά τους συμφέροντα και διατηρεί τον παγκόσμιο ηγετικό ρόλο της χώρας τους. Οι ΗΠΑ δεν θα κέρδιζαν τίποτα, αποχωρώντας από τη διατλαντική συμμαχία. Αντιθέτως η αποχώρησή τους θα μείωνε την επιρροή τους χωρίς να περιορίζει σημαντικά τις στρατιωτικές τους δαπάνες.
Η Carla Norrlöf, καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, είναι ανώτερη συνεργάτιδα του Atlantic Council. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News