Από τον περασμένο Σεπτέμβριο, στη ΔΕΘ, η κυβέρνηση είχε καταστρώσει τον σχεδιασμό των επόμενων κινήσεων της, με βασικό άξονα την οικονομική πολιτική και με ορίζοντα τουλάχιστον 18 μηνών, έως το εκλογικό 2023: θα εκπλήρωνε βασικές προεκλογικές δεσμεύσεις της, όπως η νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ το 2022 και η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για το Δημόσιο και τις συντάξεις από το 2023. Θα προχωρούσε σε αύξηση του κατώτατου μισθού δύο φορές μέσα στο 2022 και θα ανακοίνωνε αυξήσεις στις συντάξεις από το 2023 που είναι παγωμένες για μια δεκαετία. Προηγουμένως, από τον Αύγουστο του 2022, θα είχε επιτύχει την έξοδο της χώρας από την ενισχυμένη εποπτεία και – αν όχι στο τέλος του 2022, γύρω στις αρχές του 2023 – την αναβάθμιση της οικονομίας σε επενδυτική βαθμίδα. Μετά, ο δρόμος θα ήταν ανοιχτός για να στηθούν οι κάλπες με αφήγημα ότι εκπλήρωσε τις υποσχέσεις της και έθεσε τέρμα στη μνημονιακή εποπτεία.
Το σχέδιο «δούλευε», κανένα σύννεφο στον ορίζοντα ως τις αρχές του χρόνου. Ακόμη και το πρώτο κύμα ακρίβειας της πανδημίας θεωρούνταν πρόσκαιρο, ζήτημα λίγων μηνών, μέχρι να αποκατασταθεί η ισορροπία στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα που είχε διαταραχθεί από τα lockdown. Μετά ήρθε ο πόλεμος του Πούτιν και άλλαξε τα πάντα! Οχι μόνο για τη χώρα μας, αλλά για όλη την Ευρώπη και τον κόσμο.
Οι τιμές των τροφίμων και των καυσίμων εκτινάχθηκαν στα ύψη, ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε σε επίπεδα ρεκόρ, η ακρίβεια έδειξε τα “δόντια” της στους χαμηλόμισθους και σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Μέσα σε έναν μήνα από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία όλες οι προβλέψεις ανατράπηκαν για τον ρυθμό ανάπτυξης, τον προϋπολογισμό και τον πληθωρισμό. Οι πρώτες κρατικές επιδοτήσεις που ανακοινώθηκαν από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μοιάζουν, πλέον, ως σταγόνα στον ωκεανό των ανατιμήσεων που έχει προκαλέσει η εκτίναξη των διεθνών τιμών του φυσικού αερίου, των τροφίμων και των πρώτων υλών. Πολύ περισσότερο καθώς προβλέπεται ότι οι τιμές θα παραμείνουν υψηλές για μεγαλύτερο διάστημα απ’ ότι είχε εκτιμηθεί αρχικά. Αυτό θα εξαρτηθεί απο τη διάρκεια και την ένταση του πολέμου στην Ουκρανία.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση, σε αντίθεση με ό,τι έπραξε στην πανδημία, άργησε να αντιδράσει. Ακόμη και σήμερα, είναι αβέβαιο αν τον Μάιο θα λάβει αποφάσεις για μια ενιαία απάντηση στο σοκ του πολέμου που βιώνουν όλα τα κράτη μέλη, πολύ περισσότερο, όμως, οι οικονομίες του Νότου που διαθέτουν ελάχιστα δημοσιονομικά περιθώρια και υψηλά χρέη για να αντιμετωπίσουν τις βαριές συνέπειες στους πολίτες και τις επιχειρήσεις τους απο τη ρωσική εισβολή.
Η κυβέρνηση κρατά στάση αναμονής περιμένοντας το Συμβούλιο Κορυφής του Μαΐου για να λάβει, αναλόγως, τις δικές της αποφάσεις. Το μεγάλο δίλημμα, που αντιμετώπισε εξ’ αρχής και που εντείνεται τώρα είναι: Να εξαντλήσει από τώρα, τα στενά δημοσιονομικά περιθώρια της χώρας προχωρώντας σε ένα γενναίο πρόγραμμα επιδοτήσεων, θέτοντας σε κίνδυνο, όμως, την σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή που επιβάλλεται να κάνει φέτος η ελληνική οικονομία, αλλά και την υλοποίηση των τελευταίων υπεσχημένων για τη μείωση των φόρων το 2023 ή να περιμένει την ευρωπαϊκή αντίδραση.
Αν η ελληνική κυβέρνηση δράσει άμεσα, κανείς δεν εγγυάται ότι τα μέτρα ανακούφισης θα αποδειχθούν επαρκή, ότι τους επόμενους μήνες δεν θα απαιτηθούν νέα πακέτα στήριξης υψηλού δημοσιονομικού κόστους με σημαντικές επιπτώσεις στο έλλειμμα. Το σύνθετο ερώτημα που, κατ’ επανάληψη το τελευταίο διάστημα, έχει τεθεί στο τραπέζι των κυβερνητικών συσκέψεων υπό τον Πρωθυπουργό, είναι: Ποια θα ήταν η αντίδραση των αγορών απέναντι στη δημοσιονομική εκτροπή μιας οικονομίας, όπως η ελληνική, που δεν διαθέτει επενδυτική βαθμίδα και επιβάλλεται να επιτύχει δημοσιονομικό πλεόνασμα το 2023; Και αυτό, σε μια περίοδο που αυξάνονται τα επιτόκια στις διεθνείς αγορές, ασκώντας ισχυρότερες πιέσεις στις ευάλωτες οικονομίες. Μπροστά σ’ αυτούς τους υψηλούς κινδύνους ποια θα ήταν η τύχη των υποσχέσεων που έχουν δοθεί για το 2023, μεταξύ των οποίων η μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης στο δημόσιο και στις συντάξεις, η αύξηση των συντάξεων και η μονιμοποίηση των μειώσεων που έχουν γίνει στις ασφαλιστικές εισφορές και της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης στα εισοδήματα του ιδιωτικού τομέα;. Μήπως κινδυνεύσει η χώρα μας με νέες περιπέτειες, όταν κάποια στιγμή τελειώσει ο πόλεμος και βρεθεί ξανά με δημοσιονομικό έλλειμμα ρεκόρ;
Το δίλημμα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη ενισχύεται από το υψηλό πολιτικό κόστος που προκαλεί η ακρίβεια στην παρατεταμένη προεκλογική περίοδο που διανύει η χώρα, έχοντας μπροστά της εκλογές με απλή αναλογική και το ενδεχόμενο πολιτικής αστάθειας για μεγάλο διάστημα μετά από αυτές. Επιπλέον, η μεγάλη ακρίβεια που επιβαρύνει τους πολίτες, όχι μόνο δίνει τροφή στις φωνές του λαϊκισμού, τις οποίες πλήρωσε ακριβά η χώρα την περασμένη δεκαετία, αλλά επιδεινώνει την κατάσταση της οικονομίας, κάνοντας ακόμη πιο δύσκολη μια αντίδραση αργότερα.
Οι νέες προβλέψεις (της Τράπεζας της Ελλάδος, του ΔΝΤ και της Eurostat) για το μικρότερο δημοσιονομικό έλλειμμα του 2021, δεν δίνουν απάντηση σ’ αυτόν τον δύσκολο πολιτικό και οικονομικό γρίφο. Δίνουν, όμως, μια ανάσα. Το χαμηλότερο έλλειμμα του 2021 προσφέρει επιπλέον δημοσιονομικά περιθώρια 3 δισ. ευρώ φέτος που διευκολύνουν τη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος σε επίπεδα κάτω από το 2% του ΑΕΠ και τη συνέχιση των επιδοτήσεων μέχρι να αποφασίσει η Ευρώπη. Αποτελεί και μια δημοσιονομική εφεδρεία για να καλυφθούν οι υψηλές κρατικές επιδοτήσεις που θα απαιτηθούν αν η κυβέρνηση αποφασίσει να κινηθεί αυτόνομα, επιβάλλοντας πλαφόν στην χονδρική τιμή της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος και άλλα μέτρα συγκράτησης του ενεργειακού κόστους.
Εν αναμονή, λοιπόν των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ τον Μάιο. Η αλήθεια είναι ότι ο χρόνος είναι πολύς για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που πληρώνουν τους φουσκωμένους λογαριασμούς και το πολιτικό ρίσκο μεγάλο για την κυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση το Μάιο θα κριθούν πολλά. Για τα νοικοκυριά, την οικονομία και το πολιτικό σκηνικό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News