Το 1988 έγινε μια διάσημη συνεδρίαση του πανίσχυρου τότε Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ. Το είχε συγκαλέσει ο Ανδρέας Παπανδρέου, σε κακή κατάσταση ων, αφού μόλις είχε επιστρέψει από το χειρουργικό τραπέζι του Γιακούμπ, για να συζητήσουν τι συνέβαινε και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πήγαινε κατά διαόλου. Το Κίνημα ήταν ήδη επτά χρόνια στην εξουσία και ήταν ολοφάνερο ότι η ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ερχόταν με φόρα. Μαζεύτηκαν σκυθρωποί και ο Ανδρέας τους ρώτησε τι πίστευαν ότι συμβαίνει και τι θα έπρεπε να γίνει για να αναστραφεί το κακό κλίμα.
Είπε τότε ο Κουτσόγιωργας τα λαϊκο-μάγκικά του, έκανε ο Γεννηματάς τη βαρύγδουπη κοινωνική του ανάλυση, βρόντηξε ο Πάγκαλος το τραπέζι με τη χερούκλα του βρίζοντας, είπε ο Λαλιώτης τα μακρόσυρτα και πολύπλοκα ταξικο-επικοινωνιακά του, είπε ο Ακης τις συνήθως ακαταλαβίστικες μπούρδες του, ανέλυσε ο Σημίτης κάτι πίνακες, έβγαλε ο Πεπονής το λογύδριό του σε άπταιστη καθαρεύουσα, και μετά ήρθε η στιγμή να μιλήσει η Μελίνα. Είπε μόνο μια φράση, χωρίς φιοριτούρες και περικοκλάδες: «Δεν αρέσουμε πια, πρόεδρε».
Η φράση αυτή, δίχως βαθυστόχαστες ερμηνευτικές παραμέτρους και εμβριθείς θεωρητικές αναφορές, αποκρυστάλλωνε με απλότητα και καθαρότητα το δημόσιο αίσθημα. Το εκλογικό σώμα δεν ήθελε πια το ΠΑΣΟΚ, τον Ανδρέα και τους περί αυτόν. Δεν ήταν σαφές ακόμα αν ήθελε Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στη θέση του, αλλά Ανδρέα δεν ήθελε πια. Τον θέλησε ξανά το 1993, αλλά το 1988-9 δεν τον γούσταρε διόλου.
Αυτό το «δεν αρέσουμε» του 1988 δεν ήρθε από τη μια μέρα στην άλλη. Είχε προηγηθεί η επί επτά χρόνια συσσώρευση κούρασης, λαθών, παραλείψεων, αρνητικών συμπεριφορών, σκανδάλων και υπεροψίας, που κάποια στιγμή αθροιζόμενα υπερκάλυψαν τα θετικά και έβγαλαν αρνητικό το τελικό ισοζύγιο. Και όταν αυτό το ισοζύγιο «τουμπάρει», τότε είναι που ο κοσμάκης λέει στην ομάδα που κυβερνά «άντε στο καλό».
Γιατί τα γράφω αυτά, θα αναρωτηθείτε. Διότι η κατ’ εξοχήν δουλειά του ηγέτη είναι να μυριστεί, πριν απ’ όλους τους γύρω του, πότε πλησιάζει αυτό το οριακό σημείο που περιγράφεται ως «δεν αρέσουμε πια». Και είναι η δουλειά του να το προλάβει πριν το συνειδητοποιήσει το εκλογικό σώμα και το εκστομίσει οριστικά και αμετάκλητα. Πώς θα το προλάβει; Δεν υπάρχει πάγια συνταγή.
Ο κάθε αρχηγός, ο κάθε ηγέτης, φτιάχνει το δικό του μαντζούνι. Ανάλογα με το στυλ του, την ιστορία του, τα προβλήματα που τον κατατρύχουν, το δυναμικό που έχει γύρω του, τους αντιπάλους του, τις διεθνείς συνθήκες, τον λαό που διαφεντεύει. Το μαντζούνι αυτό αποπειράται να αναστηλώσει τον ηγετικό του μύθο που κλυδωνίζεται και να εφεύρει ένα καινούργιο συλλογικό όραμα στη θέση αυτού που παρήκμασε. Αλλοι το καταφέρνουν (σπάνια), άλλοι συνειδητοποιούν ότι ματαιοπονούν. Πλην, εκεί είναι το παιχνίδι, στο rebranding.
Για να πάμε στα σημερινά, ο Μητσοτάκης άρχισε ξαφνικά να διακρίνει στο βάθος του ορίζοντα να έρχεται σιγά-σιγά αυτό το «δεν αρέσουμε πια». Προλαβαίνει να το φρενάρει. Αλλά είναι μόνο δική του δουλειά. Το δικό του καθαρό μυαλό θα βρει τη συνταγή. Αν εκχωρήσει αυτή την αναγκαία πολιτική αλχημεία σε συμβούλους και επαγγελματίες της επικοινωνίας, οι πιθανότητες του σμικρύνονται. Αποφασιστικότητα έχει, μένει να δούμε πόσο δουλεύει ακόμα το ένστικτό του.
ΥΓ.: Για την Ιστορία, σε εκείνη τη συνεδρίαση του Εκτελεστικού του ΠΑΣΟΚ, το μόνο μαντζούνι που βρήκαν ήταν να φέρει ο Ακης (ως υπουργός Εσωτερικών) την απλή αναλογική για να εμποδίσουν τον γερο-Μητσοτάκη να σχηματίσει κυβέρνηση. Ανόητο και καταστροφικό. Ισοπέδωσε την οικονομία και έφερε τρεις απανωτές εκλογές μέχρι να ξεπεραστεί το πολιτικό αδιέξοδο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News