«Μαμά, πότε θα φορέσω εκείνο το ωραίο φούτερ που πήραμε;».
Η ερώτηση του μικρού γιου μου με έπιασε απροετοίμαστη. Τι να του απαντήσω, με τη θερμοκρασία να μην κατεβαίνει κάτω από τους 25 βαθμούς ούτε το βράδυ και με τις ντουλάπες να έχουν ακόμη τις καλοκαιρινές μας ενδυμασίες; Μέσα Οκτωβρίου και εμείς φοράμε πέδιλα και τιράντες. Και μπορεί η μεγάλη ζέστη να έχει φύγει ευτυχώς, αλλά κάποιες ώρες της ημέρας νιώθεις την κάψα πάνω σου, να σου υπενθυμίζει ότι το φθινόπωρο δεν θα είναι ποτέ πια έτσι όπως το ήξερες και ότι μπορείς κι εσύ ο κρυουλιάρης ακόμα, να κανονίσεις κανένα ακόμα μπάνιο στη θάλασσα. Πόσο το θέλεις, όμως;
Δίνεις το βασίλειο σου για λίγο αυθεντικό φθινοπωρινό σκηνικό. Κι ας ξέρεις ότι η αρμένικη βίζιτα που κάνει το θερμότερο κλίμα το φθινόπωρο, ανακουφίζει την τσέπη σου. Τα καλοριφέρ αργούν να ανάψουν, τα κλιματιστικά, αφού δούλεψαν υπερωρίες με τους καύσωνες, μένουν για αρκετό καιρό κλειστά. Μια ζακέτα μέσα στο σπίτι αρκεί για να σε φέρει στα ίσα σου κι ένα λεπτό μπουφάν θα σε βγάλει μέχρι τις γιορτές. Μετά, για λίγο ίσως, μπορείς να φορέσεις κι εκείνο το παλτό που έδωσες ένα σκασμό λεφτά για να το πάρεις και το βλέπεις να σαπίζει τον περισσότερο χρόνο στην ντουλάπα σου.
Ζούμε τη μέρα της καλοκαιρινής μαρμότας. Σε άλλες περιοχές του πλανήτη δεν έχουν τόση ζέστη, αλλά εδώ, στις μεσογειακές γωνιές του, η επιμήκυνση του καλοκαιριού μέσα στο φθινόπωρο δημιουργεί μια άλλη ατμόσφαιρα και σίγουρα, μια άλλη συμπεριφορά και ψυχολογία. Πώς να κάτσεις να δουλέψεις όταν έξω όλα σου φωνάζουν: έχουμε ακόμα καλοκαίρι. Και η αλήθεια είναι ότι η επίδραση της ζέστης πάνω σου για τόσο πολύ καιρό, είναι κουραστικό πράγμα, ειδικά όταν δεν μπορείς να τη συνδυάσεις με ανάπαυλα.
Σκέφτομαι πόσοι άνθρωποι πρόκειται να πεθάνουν τα επόμενα χρόνια εξαιτίας της ζέστης και της σωματικής επιβάρυνσης που επιφέρει. Μια αιτία θανάτου που θα βρει χώρο να τρυπώσει ανάμεσα στις άλλες, τα καρδιακά και τους καρκίνους, και που θα μιλάνε γι’ αυτήν στα ιατρικά συνέδρια σαν να είναι ένας νέος ιός. Οι φτωχότεροι και οι πιο αδύναμοι είναι τα πρώτα θύματα, ασφαλώς, και το βλέπεις από τώρα. Γιατί, πλέον, ο καύσωνας απαιτεί κλιματισμό. Και όποιος δεν μπορεί να τον πληρώσει, ριψοκινδυνεύει τη σωματική του ακεραιότητα.
Ο σύγχρονος άνθρωπος γίνεται πειραματόζωο μέσα στη συνθήκη της κλιματικής αλλαγής. Πηγαίνει αγκομαχώντας και προσπαθεί να συνηθίσει τα καινούργια δεδομένα, όπου οι εποχές μπαίνουν η μία μέσα στην άλλη και μπερδεύονται. «Βρέχει το φθινόπωρο;» Και πάλι ο μικρός μου γιος το έθεσε απλά, με την παιδική αθωότητα που βάζει τα πράγματα στην τροχιά της. Επρεπε να κάνει μια αντιστοίχιση σ’ ένα σχολικό βιβλίο και είχαν βάλει τη λέξη «φθινόπωρο» δίπλα σε σταγόνες βροχής. Για τις παλαιότερες γενιές ναι, η βροχή είναι ταυτόσημη με το φθινόπωρο, για τις νεότερες γενιές όμως, δεν είναι τόσο δεδομένη. Και τα σχολικά βιβλία, γραμμένα από μεγάλους, πέφτουν σε αυτό το κενό αναντιστοιχίας, μεταξύ της μνήμης και του τώρα.
Γενικά, δεν είναι εύκολο να ξεπεράσεις ό, τι έχεις συνηθίσει. Την αναντιστοιχία τη βλέπεις γύρω σου. Οι βιτρίνες των μαγαζιών έχουν ρούχα της νέας σεζόν που αν επιχειρήσεις να τα φορέσεις, θα βγάλεις την μπέμπελη. Τα άρθρα που σου υποδεικνύουν πώς να ντυθείς για τις πρώτες βροχές και ψύχρες ξεκίνησαν να εμφανίζονται από τις αρχές Σεπτεμβρίου. Στα κοινωνικά δίκτυα, οι ειδικοί της μόδας και της ομορφιάς αναλύουν τις τάσεις του χειμώνα. Κι εσύ σκρολάρεις στην οθόνη σου με την σαγιονάρα και το σορτσάκι μέσα Οκτώβρη και σκέφτεσαι: «ποιου χειμώνα; Πού ζούνε αυτοί οι άνθρωποι;».
Ζούνε μέσα στη μνήμη τους, στη συνήθειά τους. Σ’ αυτό που ήξεραν και σ’ αυτό που θα θέλαμε όλοι να έχουμε, εποχές στη φυσιολογική εκδοχή τους. Βαθιά μέσα μας ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε χωρίς να ζήσουμε ξανά πρωτοβρόχια και δροσιά τους τρεις μήνες του φθινοπώρου και χειμωνιάτικο κρύο τα Χριστούγεννα. Και θα κρεμόμαστε για πάντα από τα χείλη του μετεωρολόγου, για το πότε θα δροσίσει ο καιρός και θα ξεπλυθεί ο τόπος γύρω μας. Θα ξεπλυθεί ή θα πλημμυρίσει. Γιατί πλέον, κάθε έκφανση των εποχών, μας έρχεται στη διαπασών.
Τέλος Οκτώβρη πέφτει η θερμοκρασία, λένε οι προγνώσεις. Και είσαι τόσο διψασμένος για λίγη δροσιά, που μετράς αντίστροφα τις μέρες. Παλιά έλεγες «δώστε μου λίγο καλοκαίρι ακόμα», τώρα λες «φτάνει, δεν θέλω άλλο καλοκαίρι». Θέλω το φούτερ και τη ζακέτα μου, επιτέλους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News