Η εικόνα σίγουρα ήταν έγχρωμη αλλά στη μνήμη μου έρχεται -και θα έρχεται- ασπρόμαυρη ως ρετρό κινηματογράφου. Ο Πρωθυπουργός με το κομπολόι του στα χέρια, να το παίζει βαριεστημένα στα έδρανα της Βουλής.
Μπαταρισμένος όλος μονόπλευρα, με ύφος «όχου!», μειδιούσε μισό -λες και το ολόκληρο θα του ήταν κούραση- ώσπου κάποια στιγμή σηκώθηκε και τραγικά φιλάρεσκα είπε, απευθυνόμενος στον εκλεγμένο αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης: «κ. Μητσοτάκη, να σας το πω λαϊκά για να το καταλάβετε: “Δεν το’χετε” ».
Και πλήρης ηδονής, σε σημείο ρεύσης, εν μέσω παλαμακίων ξανακάθισε και συνέχισε με το μπεγλέρι του. Είναι η στιγμή που η έπαρση, η υπεροψία, η φιλαρέσκεια, ο εγωκεντρισμός χτυπάει ταβάνι. Είναι σχεδόν μοιραία η επόμενη σκηνή. Ενός Πρωθυπουργού, που ενώ τα αποκαΐδια της φωτιάς γέμιζαν τα μπαλκόνια μας και μετρούσαμε μέρα-μέρα νεκρούς, εκείνος υπερασπίστηκε το δικαίωμά του για διακοπές με τον ίδιο τρόπο που λένε στις δημόσιες υπηρεσίες: «Τέτοια ώρα; Κλείσαμε. Από Δευτέρα».
Είναι, με δυο κουβέντες ο Πρωθυπουργός, που τέλεσε ένα από τα πιο φρικτά αμαρτήματα που μπορεί να φορτωθεί άνθρωπος. Το να θεωρεί τον ψηφοφόρο δεδομένο. Για να το πούμε λαϊκά, όπως το έφτυσε και ο συνεργάτης του κ. Δραγασάκης: «Κάναμε λάθη αλλά θα μας ξαναψηφίσουν». Δεν έχει «ελπίζουμε ότι θα…», δεν έχει «ίσως μας….», δεν έχει «διαισθάνομαι ότι…», δεν έχει «πιθανολογώ ότι ….»…Οχι. Έχει βεβαιότητα μαγκο-δυνάστη.
Η σκηνή έρχεται στη σκέψη μου ασπρόμαυρη σαν από ρετρό κινηματογράφο. Εκείνα τα αντράκια που έκαναν ό,τι γούσταραν, που έδιναν και κανένα χαστούκι, που έπαιζαν με το θύμα στα άκρα του, έπαιζαν-έπαιζαν μέχρι να αφυδατώσουν κάθε ίχνος αξιοπρέπειας του, να ακυρώσουν κάθε αντανακλαστικό φυγής.
Και το θύμα; Θυματοποιημένο, φοβισμένο.
Ελάχιστοι μήνες μας χωρίζουν από φράσεις όπως «αυτοί δεν πρόκειται να φύγουν με το τίποτα!», «Είναι ικανοί να κάνουν τα πάντα». Και μετά; Μετά το θύμα περνάει καιρό, με το να μην πιστεύει αυτό που του συμβαίνει. Ενα «δεν είναι δυνατόν!» διαρκείας, που σακατεύει ακόμα πιο πολύ την ελπίδα του για κάτι καλύτερο που του αξίζει. Όλα ένα «δεν είναι δυνατόν!» και ένα λοξιγκικό «πώς μπορεί τόσο ψέμα; Πόσα ψέματα! Τι ψεύτης!». Και μια σιωπή ανατριχιαστική, άγρια. Ομως, μια σιωπή, μέρα τη μέρα γκαστρωμένη. Και μετά; Λέγε, μωρέ!
Και μετά; Μετά, όπως ακριβώς ενεργεί μια γυναίκα που κακοποιείται, οργανώνει τη φυγή της. Χωρίς να λέει τίποτα σε κανέναν γιατί φοβάται. Φοβάται ότι δεν θα τα καταφέρει. Μεγιστοποιεί τις δυνατότητες-ικανότητες του δυνάστη και εκμηδενίζει αυτές, του εαυτού της. Αλλά… Ενα «αλλά» σαν βοή. Ενα «αλλά, δεν πάει άλλο!». Είναι θέμα στοιχειώδους αυτοεκτίμησης. Και μετά; Μετά συμβαίνει αυτό που περιέγραψε ο ασπρόμαυρος γόης μας, ζαβλακωμένος ακόμα από ένα «χαστούκι» που δεν περίμενε… Πώς το είπε στη συνέντευξή του; «Σαν βουβό κύμα».
Κι αρχίζει τις απειλές, με σκοπό να σε πείσει ότι μακριά του θα σε φάει το μαύρο σκοτάδι. Φτάνει και πού δεν φτάνει;! «Τον πατέρα του, του Κ.Μ τον έλεγαν εφιάλτη!». Δοκιμάζει μούτες, δοκιμάζει ρόλους. Μέχρι αθώα παρθένα. Αλλοτε λύκος και άλλοτε μασκαρεύεται αρνάκι. Αλλά….Τι τα θες; Το θύμα πια αντιλαμβάνεται τα πάντα.
Η σκηνή έρχεται ασπρόμαυρη. «Μα πότε έγιναν όλα αυτά;» αναρωτιέται το ρετρό αντράκι και -για να ήμαστε ειλικρινείς- και μεις μαζί του. Μπορεί η απάντηση να είναι: «Ενώ παίζατε το κομπολόι σας, Πρωθυπουργέ. Υπεροπτικός, εγωκεντρικός, σίγουρος. Φρικτά σίγουρος».
Η ήττα είναι θέμα στοιχειώδους αυτοεκτίμησης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News