Οταν γέννησα το πρώτο μου παιδί, είχαμε ήδη αποφασίσει τι όνομα θα του δώσουμε. Τη σχετική δήλωση έκανε ο πατέρας του στο γραφείο του ληξιαρχείου μέσα στο μαιευτήριο. Το μωρό απέκτησε από τις πρώτες ώρες της ζωής του όνομα και δύο επίθετα. «Εβαλα πρώτο το δικό σου», μου είπε, «πιο βολικό αφού τώρα ζούμε στην Ελλάδα».
Είχαμε συμφωνήσει εύκολα: τα μικρά ονόματα θα ήταν «διεθνή» και τα παιδιά θα έπαιρναν αμφότερα τα επίθετα. Αφενός τίμιο, αφετέρου ποιος ξέρει πού θα επέλεγαν να ζήσουν; Η σειρά δεν απασχόλησε κανέναν μας. Λογικό δεν είναι; Σχεδόν…
Τα επίθετα που δίνουμε στα παιδιά μας είναι μια εντυπωσιακά ανθεκτική πατριαρχική παράδοση, η οποία αντιστέκεται, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, σε έναν κόσμο που αλλάζει καθημερινά. Υπάρχουν, όμως, και κάποιες αλλαγές που έχουν αρχίσει να την κλονίζουν.
Για τις γυναίκες αποτελεί πλέον σχεδόν κοινή πρακτική να κρατούν το δικό τους επίθετο μετά τον γάμο τους, κάτι που θα ήταν ανήκουστο πριν από λίγες δεκαετίες. Ο νομοθέτης τούς έδωσε όμως το δικαίωμα και εκείνες το παίρνουν όλο και πιο συχνά. Είναι και πρακτικό το ζήτημα: αν αλλάξεις επίθετο ξαφνικά ένα πρωί, είναι σαν να ξεκινάς την καριέρα σου από την αρχή.
Δεν είναι μόνο πρακτικό, όμως. Οι γυναίκες μεγαλώναμε με το επίθετο του πατέρα μας και στη συνέχεια παίρναμε το επίθετο του συζύγου μας. Ημασταν πάντα «του τάδε», αυτό υποδηλώνουν τα επίθετα στα ελληνικά (και σε άλλες γλώσσες), που είναι στη γενική. Μετά, δεν θέλαμε πια να είμαστε κανενός.
Το πατριαρχικό στερεότυπο για τα επίθετα που δίνουμε στα παιδιά μας δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Στις ΗΠΑ, μια έρευνα του 2002 είχε δείξει ότι το 97% των ετεροφυλόφιλων ζευγαριών έδινε στα παιδιά του το επίθετο του άνδρα. Το 2017, μια παρόμοια έρευνα έδειξε ότι το ποσοστό παρέμενε στο 96%. Στο μεταξύ, το ποσοστό των γυναικών που κρατούσαν το δικό τους επίθετο μετά τον γάμο ανέβηκε από το 3% που ήταν το 1975 σε πάνω από 25% μέχρι το 2005 και σήμερα είναι ακόμη ψηλότερα.
Ερευνες που έχουν γίνει για το θέμα καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αυτό συμβαίνει από «αδράνεια». Τα ετερόφυλα ζευγάρια φαίνεται ότι σπανιότατα συζητούν για το επίθετο που θα πάρουν τα παιδιά τους. Και βέβαια, είναι και η «παράδοση». Μόνο που οι παραδόσεις υπάρχουν (και) για να σπάνε. Και δεν είναι ίδιες παντού.
Στις περισσότερες ισπανόφωνες χώρες τα παιδιά παίρνουν τα επίθετα και των δύο γονέων. Οταν με τη σειρά τους κάνουν παιδιά, δίνουν στα παιδιά τους ο καθένας το πρώτο από τα επίθετά του. Η Σάλμα Χάγεκ, για παράδειγμα, ονομάζεται Σάλμα Χάγεκ Χιμένες. Οι γονείς της ονομάζονται Σάμι Χάγεκ Ντομίνγκες και Ντιάνα Χιμένες Μεντίνα.
Οι Ισλανδοί, πάλι, δεν έχουν καθόλου οικογενειακά επίθετα. Τα επώνυμα που χρησιμοποιούν αναφέρονται στο μικρό όνομα κάποιου από τους γονείς τους. Ο Γιονς Χέλγκιουσον, ας πούμε, είναι ο γιος της Χέλγκα. Και επειδή είναι πολύ μοντέρνοι άνθρωποι, δεν τσακώνονται αν θα είναι του μπαμπά ή της μαμάς το όνομα. Ο,τι τους αρέσει πιο πολύ. Αν ο κύριος Γιονς κάνει κόρη, εκείνη ίσως ονομάζεται Γιονσντότιρ, κόρη του Γιονς. Σε κάποιες περιπτώσεις κρατούν και τα δύο ονόματα. Ο πρώην δήμαρχος του Ρέικιαβικ ονομάζεται Ντέιγκουρ Μπεργκπόρουσον Εγκερσον (ο γιος της Μπεγκπόρα και του Εγκερτ).
Η συγκεκριμένη συνήθεια προέκυψε από το γεγονός ότι η Ισλανδία είναι ένα πάρα πολύ κλειστό μέρος και κινδύνευαν να έχουν όλοι δυο-τρία επίθετα. Ετσι ξεχωρίζουν μεταξύ τους.
Στην Κίνα, το ποσοστό των παιδιών που παίρνουν το επίθετο της μητέρας ανεβαίνει θεαματικά. Το 2018, το 9% των παιδιών που γεννήθηκαν στη Σαγκάη πήραν το μητρικό επίθετο. Μετά το τέλος της πολιτικής του ενός παιδιού, που ίσχυε για χρόνια στη χώρα, πολλά ζευγάρια στα αστικά κέντρα δίνουν το επίθετο του ενός στο πρώτο παιδί και του άλλου στο δεύτερο.
Στη Δύση, η συνήθεια να περνάει στις οικογένειες το επίθετο του άνδρα δεν είναι τόσο παλιά όσο θα νομίζαμε. Μέχρι το 17ο αιώνα πολλοί άνθρωποι τα επίθετά τους από τις δουλειές που έκαναν ή από τα μέρη όπου ζούσαν. Συχνά, δε, τα άλλαζαν και ο κύριος Γιορκ (αυτός που είναι από την πόλη της Υόρκης) μπορεί να μετονομαζόταν σε Χάντερ (κυνηγός).
Τα υπόλοιπα παιδιά στη Βρετανία έπαιρναν συνήθως το οικογενειακό επίθετο της μητέρας. Αυτό άλλαξε τον 18ο αιώνα, όταν το οικογενειακό δίκαιο άρχισε να θεωρεί τη γυναίκα νομική ιδιοκτησία του συζύγου της. Οι ίδιοι νόμοι απαγόρευαν στις γυναίκες να έχουν στην ιδιοκτησία τους γη. Οι γυναίκες, συνεπώς, δέχονταν το επίθετο του συζύγου τους ως σύμβολο της κυριαρχίας του επάνω τους. Στις ΗΠΑ η συνήθεια καθιερώθηκε ως μέρος «της παράδοσης του αγγλόφωνου κόσμου», όπως θέσπισε ένα δικαστήριο στη Νέα Υόρκη το 1881, απαιτώντας από τις γυναίκες «να εγκαταλείπουν το επίθετό τους μετά τον γάμο».
Φυσικά, σήμερα τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει, νομικά τουλάχιστον. Σχεδόν τίποτε. Κάποιες συντηρητικές Πολιτείες στις ΗΠΑ, όπως η Λουιζιάνα, διατηρούν νομοθεσίες που επιβάλλουν το πατρικό επίθετο σε περίπτωση που ο πατέρας είναι γνωστός, εκτός αν αμφότεροι οι γονείς αποφασίσουν κάτι διαφορετικό.
Το σκεπτικό του νομοθέτη είναι παρόμοιο με την ψευδοεπιστημονική δοξασία πως όταν γεννιέται το παιδί μοιάζει του πατέρα, ώστε αυτός να νιώσει ότι είναι πράγματι δικό του. Με την ίδια λογική, το επίθετο του πατέρα θεωρείται ότι τρόπον τινά τον υποχρεώνει να είναι πιο συνεπής στις πατρικές υποχρεώσεις του, που δεν είναι καθόλου αυτονόητες. Με λίγα λόγια, εναποθέτει τις πατρικές υποχρεώσεις στην ιδιοκτησιακή σχέση, αντί να τις θεσμοθετήσει πιο αυστηρά.
Ολα αυτά αλλάζουν ταχύτατα με τη διάδοση των γάμων και των τεκνοθεσιών από ζευγάρια του ιδίου φύλου. Ερευνα του 2016 στις ΗΠΑ ανακάλυψε ότι το 52% τέτοιων ζευγαριών δίνει στα παιδιά του και τα δύο επίθετα με παύλα στη μέση, ώστε το πρώτο επίθετο να μην μπερδεύεται με μεσαίο όνομα και να καταλήγει να αναγράφεται ως αρχικό.
Στην Ευρώπη δεν τα πάμε καλά με τις παύλες, αλλά το ποσοστό των δύο επιθέτων επικρατεί επίσης συντριπτικά. Τα ομόφυλα ζευγάρια κουβεντιάζουν πολύ περισσότερο για αυτό το ζήτημα, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, καθώς θέλουν τα ονόματα των παιδιών τους να εκπροσωπούν ισότιμα και τις δύο πλευρές της οικογένειας.
Τα ζευγάρια μεικτής φυλετικής ή εθνικής σύνθεσης (οι μεικτοί γάμοι είναι περίπου το 12% στην Ευρωπαϊκή Ενωση) αλλάζουν επίσης τις συνήθειες της ονοματοδοσίας. Οπως και η απόφαση όλο και περισσότερων ανθρώπων να κάνουν παιδιά χωρίς να παντρευτούν. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το πατρικό επίθετο δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα περάσει στο παιδί. Κάποιες Πολιτείες στις ΗΠΑ δίνουν αυτόματα το επίθετο της μητέρας στα εκτός γάμου παιδιά, ακόμη και αν ο πατέρας υφίσταται. Σχετική έρευνα, πάντως, έδειξε ότι περίπου το 19% των ανύπαντρων γυναικών επέλεξαν να μη δώσουν στο παιδί τους το επίθετο του πατέρα, ακόμη και αν βρίσκονταν σε σχέση με αυτόν.
Στην Ελλάδα, πλέον το επίθετο (ή τα επίθετα) του παιδιού πρέπει να δηλωθούν πριν από τον γάμο του ζευγαριού. Εάν αυτό δεν συμβεί, παίρνουν το επίθετο του πατέρα. Εάν η μητέρα είναι ανύπαντρη, παίρνουν το δικό της επίθετο. Ο πατέρας έχει στη διάθεσή του μερικούς μήνες ώστε να προσβάλει την απόφαση και να δώσει στο παιδί (και) το δικό του επίθετο.
Σε κάποιες περιπτώσεις, άνδρες και γυναίκες εξίσου επιλέγουν να απαλλαγούν από το οικογενειακό τους επίθετο όταν αυτό συνδέεται με κάποιο τραύμα ή είναι επιφορτισμένο με κάποια εγκληματική καταδίκη ή σκάνδαλο, ή αν είναι «ξενικό», όπως ορίζει ο νομοθέτης. Αλλά και όχι μόνο.
Το 2017, μια γυναίκα, μόλις ενηλικιώθηκε έκανε αίτηση σε μεγάλο ελληνικό δήμο όπου ήταν εγγεγραμμένη και ζήτησε την αλλαγή του πατρικού επωνύμου της, με την προσθήκη δίπλα σε αυτό του επωνύμου της μητέρας της. Για την αλλαγή αυτή επικαλέστηκε αφενός «την απουσία οποιασδήποτε προσωπικής και συναισθηματικής επαφής με τον πατέρα της από την ηλικία ήδη των τεσσάρων ετών», αφετέρου το γεγονός ότι ήθελε να εκφράσει «αισθήματα ευγνωμοσύνης προς τη μητέρα της, που την ανέθρεψε». Ο πατέρας είχε εγκαταλείψει την οικογένεια και είχε παραμείνει άφαντος. Ο δήμος απέρριψε το αίτημα και η γυναίκα πήγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου το αίτημά της έγινε δεκτό, με το σκεπτικό ότι τα παιδιά μπορούν να διεκδικήσουν το επώνυμο του γονιού που τα ανέθρεψε.
Τα επίθετα στις ημέρες μας δεν σημαίνουν απολύτως τίποτε. Δεν δηλώνουν τον τόπο καταγωγής ή το επάγγελμά μας, αλλά δείχνουν μόνο τη σύνδεση με το οικογενειακό παρελθόν μας. Του ενός το οικογενειακό παρελθόν, διότι ο άλλος –η άλλη, ως επί το πλείστον– έως τώρα άφηνε πίσω τη σύνδεση με το δικό του.
Με τον ίδιο τρόπο που επιλέγουμε, όμως –απαλλαγμένοι σε μεγάλο βαθμό από τον εξαναγκασμό της «παράδοσης»– το μικρό όνομα των παιδιών μας, η επιλογή αυτή φαίνεται ότι περνάει πια και στα επίθετα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News