Οποιος κυκλοφόρησε στην Αθήνα το Σαββατοκύριακο του Δεκαπενταύγουστου, πρέπει να το διαπίστωσε: η πρωτεύουσα ήταν πιο άδεια από ποτέ.
Επίσης, οι πληροφορίες και τα στοιχεία από τα ταξιδιωτικά πρακτορεία έδειχναν ότι για τις αμέσως επόμενες ημέρες, η πληρότητα των πλοίων προς τα νησιά του Αιγαίου άγγιζε το 100% (ας δεχθούμε ότι είναι το 100% της μειωμένης πληρότητας, το ζήτημα είναι ότι όποιος ήθελε να ταξιδέψει, δεν έβρισκε ούτε σκαμπό).
Ολα αυτά δείχνουν ότι, παρά τις εκκλήσεις, τις προειδοποιήσεις και τα μέτρα, ελάχιστοι πτοήθηκαν. Η μαζική έξοδος προς τα νησιά συνεχίζεται. Η διάθεση να χάσει κάποιος το ελληνικό καλοκαίρι είναι μηδενική — και αυτό είναι εύλογο και κατανοητό μέχρις ενός σημείου.
Το θέμα είναι ότι αυτό το ελληνικό καλοκαίρι μπορεί να είναι και το πιο επικίνδυνο. Σύντομα αρχίζει το θρίλερ της επιστροφής των παραθεριστών στα αστικά κέντρα και το κυνήγι των κρουσμάτων, οι ιχνηλατήσεις κ.λπ.
Και υπό αυτές τις συνθήκες, ένα ερώτημα, μια βασανιστική εκκρεμότητα αναδύεται.
Τι είναι ακριβώς το ελληνικό καλοκαίρι; Οι θάλασσες, τα ηλιοβασιλέματα, οι παραλίες, η ελληνική κουζίνα;
Τα ρουμς τού λετ; Τα κλαμπ της αγελαίας συνάθροισης στην Πάρο, τη Μύκονο και τη Σαντορίνη;
Ο τουρισμός υψηλών προδιαγραφών; Ο τουρισμός τού ό,τι να ‘ναι;
Τα ερωτήματα μπορεί να ακούγονται τετριμμένα. Μπορεί το ελληνικό καλοκαίρι να είναι κάτι από όλα αυτά ή και όλα αυτά μαζί. Το θέμα είναι μήπως σύντομα το ελληνικό καλοκαίρι καταλήξει να είναι τίποτα.
Και μπορεί γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, να οφείλει να αναρωτηθεί κάποιος και κάτι άλλο. Υπό τις παρούσες συνθήκες μπορούσε να έχει γίνει κάτι διαφορετικό ως προς τη διαχείριση της πανδημίας;
Πιθανώς μία απάντηση να έλυνε και το πρόβλημα, το οποίο θα αντιμετωπίσουμε έτσι κι αλλιώς τα επόμενα χρόνια.
Εμείς, ως χώρα, οφείλουμε να προσδιορίσουμε τι είναι το ελληνικό καλοκαίρι, με την έννοια του τουριστικού προϊόντος. Αν λάβουμε την πανδημία ως παράμετρο με καταλυτική επίδραση, μπορούμε να διαπιστώσουμε, για παράδειγμα, ότι το ελληνικό καλοκαίρι δεν (θα έπρεπε να) είναι τα κτηνώδη κλαμπ των νησιών. Αν η λειτουργία τους φέτος είτε είχε επιτραπεί με αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις είτε και είχε απαγορευτεί (όπως τελικά στην ουσία έγινε με τα αυστηρά ωράρια), τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι καλύτερα. Οφείλουμε δε υπό αυτές τις συνθήκες να έχουμε κατά νου και ότι οι συγκεκριμένοι χώροι είναι και εκείνοι στους οποίους σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται η μαύρη οικονομία της χώρας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ρίσκο της «θυσίας».
Φυσικά και το θέμα είναι σύνθετο. Υπάρχουν εργαζόμενοι, υπάρχει μία αλυσίδα αλληλοτροφοδοτούμενων υπηρεσιών, υπάρχουν συνθήκες, συνήθειες και αντιλήψεις παγιωμένες.
Ο,τι και να συμβαίνει και αφού το πείραμα του τουρισμού εν μέσω πανδημίας έχει επί της ουσίας αποτύχει, το συμπέρασμα είναι ένα: έτσι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε.
Το πώς θα γίνει η αλλαγή, οφείλουν κάποιοι να το σκεφτούν, να το σχεδιάσουν και να το θέσουν σε εφαρμογή άμεσα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News