Ενδιαφέρον το άρθρο του Γιώργου Παπανδρέου στο «Βήμα της Κυριακής». Απέδωσε σωστά τον Κώστα Σημίτη και την πολιτική του, όπως την έζησε ως υπουργός Εξωτερικών του. Το άρθρο του ήταν μια έντιμη αντιμετώπιση απέναντι σε έναν άνθρωπο που ο Παπανδρέου μετά το 2004-2025 δεν χώνευε, αυτό το ξέρουν όλοι. Τον διέγραψε άλλωστε από το ΠΑΣΟΚ.
Από την άλλη, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, στην κρίσιμη Κοινοβουλευτική Ομάδα και στο συνέδριο του 1996 (που έβγαλαν πρωθυπουργό και πρόεδρο του Κινήματος), ο Παπανδρέου τον στήριξε τον Σημίτη, ενάντια σε όλους τους δήθεν ακραιφνείς Ανδρεοπαπανδρεϊκούς που ήταν με τον Τσοχατζόπουλο.
Αλλά αυτό με το δαχτυλίδι, τι το ήθελε; Είναι δυνατόν να γράφει ότι «ούτε ζήτησα ούτε έλαβα δαχτυλίδι αρχηγίας από τον Κώστα Σημίτη»; Θα μας τρελάνει τελείως; Θα μας βγάλει όλους αμνήμονες; Τι έκαναν 40 κάμερες και 100 δημοσιογράφοι έξω από την Αναγνωστοπούλου στις 6 Ιανουαρίου το 2004; Μέσα στα χιόνια μάλιστα, διότι τις προηγούμενες ημέρες είχε χιονίσει στην Αθήνα;
Για ποιον λόγο ο Σημίτης κάλεσε μόνο τον Παπανδρέου στο σπίτι του να του ανακοινώσει την απόφαση αποχώρησής του και όχι κανέναν άλλον; Υπήρχαν κι άλλοι εκείνη την περίοδο που φιλοδοξούσαν να γίνουν πρόεδροι, με πρώτο τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Ξέχασε ότι την επόμενη κιόλας ημέρα πήγε στο Καλέντζι Αχαΐας και κάτω από άγαλμα του παππού του, Γεωργίου, άρχισε την προεκλογική εκστρατεία του για τις εκλογές του Μαρτίου;
Ο Παπανδρέου στο άρθρο του υποστηρίζει ότι ούτε πήρε ούτε έλαβε δακτυλίδι διαδοχής από τον Σημίτη, απλώς στην Αναγνωστοπούλου έθεσε έναν όρο στον Πρωθυπουργό που είχε αποφασίσει να μη δώσει τη μάχη των εκλογών. Να αλλάξει το καταστατικό και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να εκλεγεί από τον λαό. Πράγματι έγινε αυτό στις 6 Φεβρουαρίου του 2004, σε έκτακτο συνέδριο μιας μέρας του ΠΑΣΟΚ, στο οποίο ο Παπανδρέου εμφανίστηκε ήδη ως αρχηγός. Δύο μέρες μετά, στις 8 Φεβρουαρίου, έγιναν και οι εκλογές στις οποίες ως μοναδικός υποψήφιος πήρε 1.000.000 ψήφους, με τις οποίες επικυρώθηκε η συναλλαγή που είχε γίνει έναν μήνα νωρίτερα στο σπίτι του Σημίτη.
Από τις 6 Ιανουαρίου του 2004, ο Κώστας Σημίτης (αν και τυπικά Πρωθυπουργός ακόμα) είχε χαθεί εντελώς από το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Ο Παπανδρέου ήταν ήδη de facto διορισμένος πρόεδρος και έτσι πορευόταν. Περιόδευε στη χώρα, έδινε συνεντεύξεις, έκανε συγκεντρώσεις, είχε πάρει το γραφείο του προέδρου στη Χαριλάου Τρικούπη, φίλοι και αντίπαλοι τον θεωρούσαν αρχηγό του Κινήματος. Είχε φτιαχτεί μάλιστα τεχνητό κλίμα επανάκαμψης του ΠΑΣΟΚ, απέναντι σε έναν Καραμανλή που οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι ερχόταν με φόρα.
Το έκτακτο συνέδριο και η εσωκομματική εκλογή μέσα σε δύο μέρες (6 και 8 Φεβρουαρίου 2004) ήταν μια τυπική και εξόχως επικοινωνιακή διαδικασία προώθησης του νέου αρχηγού. Οποιο άλλο στέλεχος τολμούσε να αντιταχθεί σε κείνο το ρεύμα, θα γινόταν βορά του Πασοκικού πλήθους που είχε πιστέψει ότι με τον γιο του ιδρυτή θα συνεχιζόταν η εξουσία. Αυτά προς αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, την οποία ο Γιώργος προσπαθεί να ξαναγράψει προς όφελος της υστεροφημίας του, ανεπιτυχέστατα μάλιστα.
Επί της ουσίας τώρα και πέραν των ιδιοτελών ιστορικών αναμορφώσεων που επιχειρούνται στις μέρες μας. Εκείνη την περίοδο που το ΠΑΣΟΚ συμπλήρωνε ήδη 11 χρόνια συνεχόμενης εξουσίας (1993-2004), τρία ήταν τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα του Κινήματος. Ο Σημίτης, ο Παπανδρέου και ο Βενιζέλος.
Ο Σημίτης ήξερε ότι χάνει από τον Κώστα Καραμανλή και (κακώς) αποφάσισε να μη δώσει αυτός την μάχη των εκλογών. Το θεσμικά σωστό θα ήταν να ηγηθεί αυτός του κόμματος του και μετά την (πιθανότατη) ήττα να κινήσει τις διαδικασίες διαδοχής σύμφωνα με το καταστατικό και δίχως προνομιακές υποστηρίξεις κάποιου από τους επίδοξους διαδόχους του. Προτίμησε να δώσει δαχτυλίδι σε κείνον που πίστευε ότι είχε μεγαλύτερες πιθανότητες από αυτόν να δώσει επιτυχή εκλογική μάχη. Με ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια. Και ο Σημίτης αποστρατεύτηκε δίχως εκλογική ήττα στο βιογραφικό του και στο ΠΑΣΟΚ έπνευσε άνεμος αισιοδοξίας, έστω και τεχνητός.
Ο Γιώργος Παπανδρέου έβλεπε το ΠΑΣΟΚ ως οικογενειακή περιουσία του. Θεωρούσε τον Σημίτη προσωρινό (και με την άδεια του ιδιοκτήτη) ενοικιαστή, μέχρι να έρθει η δική του ώρα. Κατά τούτο, η παραλαβή της διαδοχής με τον τρόπο που έγινε, ήταν για αυτόν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Η (εκ των υστέρων) αμερικανόφερτη εκλογή κομματικού αρχηγού από το σύνολο του εκλογικού σώματος (που μεταλαμπαδεύτηκε σε όλα τα κόμματα κι έφτασε ως τις μέρες μας να εκλέγει Κασσελάκηδες), απλώς επιβεβαίωσε την ιδιοκτησιακή σχέση του με το Κίνημα που έφτιαξε ο πατέρας του. Κατά τούτα, στο μυαλό του, δεν υπήρχε καν άλλος διεκδικητής μιας θέσης που ιστορικά τού ανήκε.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος ήθελε από τότε να πάει για αρχηγός. Υποχώρησε όμως μπροστά στη χιονοστιβάδα του Παπανδρεϊσμού νούμερο δύο και δεν τόλμησε ούτε να καταδικάσει την επίδοση του δαχτυλιδιού ούτε βέβαια να βάλει υποψηφιότητα απέναντι στον Παπανδρέου. Ο Βενιζέλος εκτιμούσε τον Σημίτη και αποτιμούσε θετικότατα την πρωθυπουργία του, του χρέωσε όμως τη μεροληπτική διαδικασία διαδοχής που ουσιαστικά έχρισε μοναδικό διάδοχο τον γιο του ιδρυτή. Εν τη μεγαλοπρεπεία του χαρακτήρα του, ο Βενιζέλος θεωρούσε τον Παπανδρέου ανεπαρκή, για να μη γράψω κάτι πολύ χειρότερο. Εκ του αποτελέσματος, μάλλον είχε δίκιο. Κάθισε τότε (το 2004) στη γωνιά του και ύστερα από δύο εκλογικές ήττες του νέου αρχηγού, πήγε νύχτα στο Ζάππειο το 2007 για να πάρει τη ρεβάνς…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News