Δευτέρα πρωί, 2 Δεκεμβρίου. Εχεις πληρώσει από την Παρασκευή και το Σάββατο λογαριασμούς, έχεις δώσει ένα σκασμό προμήθειες στις τράπεζες, πλήρωσες και 3,90 (όσο ένα σουβλάκι με διπλή πίτα) για να μεταφέρεις λίγα χρήματα από έναν λογαριασμό σου σε λογαριασμό άλλης τράπεζας και —δόξα τον Μεγαλοδύναμο, υγεία να έχουμε— βρίσκεσαι κολλημένος στη Χαμοστέρνας για να πας στη δουλειά σου. Και ακούς πρώτη είδηση στο ραδιόφωνο τον Μητσοτάκη να λέει ότι δεν θα φορολογηθούν με έκτακτη παρέμβαση οι τράπεζες! Τι κάνεις άραγε; Φουλάρεις στο ραδιόφωνο το Final Countdown να θυμηθείς το 1987 και τον Γκάλη, βγαίνεις από το αυτοκίνητο να πανηγυρίσεις ή χτυπάς το κεφάλι σου στο βολάν;
Κι αν ο πολίτης του παραπάνω παραδείγματος είναι προϊόν μυθοπλασίας (αλλά θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από εμάς), η είδηση της Δευτέρας ήταν πραγματική και μεταδόθηκε από όλα τα ΜΜΕ. Οντως ο Πρωθυπουργός, σε συνέδριο παρουσία τραπεζιτών στο Λονδίνο είπε ότι «περιμένουμε πολλά πράγματα από τις τράπεζες, αλλά ένας έκτακτος φόρος δεν είναι στα σχέδιά μας». Αυτό ήταν το στίγμα που μετέδωσε η κυβέρνηση από την πρώτη ημέρα της επίσκεψης του Πρωθυπουργού στη Βρετανία (και προφανώς δεν έφταιγαν τα ΜΜΕ που μας ενημέρωσαν).
Το πρόβλημα εδώ είναι ότι τις προηγούμενες μέρες η κυβέρνηση είχε αφήσει να αιωρούνται σενάρια περί έκτακτης φορολόγησης των κερδών των τραπεζών. Την Τρίτη, μετά τη δήλωση Μητσοτάκη από το Λονδίνο, ο Νίκος Ανδρουλάκης αξιοποίησε το επικοινωνιακό «δώρο» της κυβέρνησης και πρότεινε με τροπολογία στη Βουλή τη φορολόγηση των υπερκερδών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για να λάβει μια μετρημένη —αλλά και κάπως αμήχανη— απάντηση από τον υπουργό Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη (αναλυτικά εδώ όσα έγιναν στη Βουλή).
Κάπως έτσι, ο πολίτης μένει με την εντύπωση ότι η κυβέρνηση υποχώρησε έναντι των τραπεζιτών. Και είναι πολύ λογικό να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα καθώς αυτό που μένει (μέσα στον ορυμαγδό των πληροφοριών της καθημερινότητας) είναι πως ο αρχηγός της αντιπολίτευσης λέει «φορολογήστε κι άλλο τις τράπεζες» και η κυβέρνηση απαντά «όχι, δεν τις φορολογούμε».
Μετά από αυτό κοντράστ είναι προφανώς δύσκολο να εξηγήσεις τι συμφέρει τελικά τους πολίτες αποφεύγοντας τις υποψίες ότι προσπαθείς να δικαιολογήσεις τα αδικαιολόγητα. Διότι όταν οι τράπεζες, όπως σημειώνει η οικονομική ιστοσελίδα newmoney.gr θα έχουν φέτος κέρδη περί το 1 δισ. ευρώ η καθεμία, το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν επιβάλλει επιπλέον φόρο 5% (που θα αποφέρει περί τα 200 εκατ. ευρώ) ακούγεται απολύτως αδικαιολόγητο. Ιδίως δε όταν οι πολίτες πέρα από την ακρίβεια οργίζονται και για τις υπέρογκες προμήθειες του web banking.
Κι όμως, είναι απολύτως δικαιολογημένο το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν φορολογεί τις τράπεζες. Πριν σπάσετε το κινητό σας ή την οθόνη του υπολογιστή, εξηγούμαι: Αλλο η φορολόγηση, άλλο η πίεση να μειώσουν τις άγριες χρεώσεις (που, ναι, έχει γίνει και στο παρελθόν με λάθος τρόπο και κυρίως χωρίς αποτέλεσμα). Ωστόσο, όσο κι αν ακούγεται κόντρα στην κοινή λογική, η έκτακτη φορολόγηση των τραπεζών θα οδηγούσε σήμερα σε μεγαλύτερη ζημιά —αντί για το όφελος των 200 εκατ. ευρώ από το 5%— για τον μέσο πολίτη. Για όλους εμάς δηλαδή που είμαστε στα κάγκελα για το 3,90, το 0,60 και πάει λέγοντας.
Υπάρχουν λόγοι:
♦ Η έκτακτη φορολόγηση των κερδών των ενεργειακών εταιρειών που συνέβη πέρυσι καλυπτόταν σε επίπεδο ΕΕ από το πλαίσιο των ενεργειών που είχε ανακοινώσει η Κομισιόν για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Το πλαίσιο αυτό, το οποίο επέτρεπε την έκτακτη φορολόγηση επιχειρήσεων για αναδιανεμητικούς σκοπούς (στήριξη νοικοκυριών), πλέον δεν ισχύει.
♦ Αρκούν τα παραπάνω ως δικαιολογία; Η Ελλάδα δεν εφαρμόζει τη φορολογική της πολιτική σε εθνικό επίπεδο; Σωστά, τυπικά δεν αρκούν ως δικαιολογία και όντως θα μπορούσε η Ελλάδα να σηκώσει το δικό της μπαϊράκι για τις τράπεζες ό,τι κι αν λένε οι Βρυξέλλες. Το ερώτημα είναι αν κάτι τέτοιο θα ήταν σοβαρό και υπεύθυνο από την πλευρά του Πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών, κι αν, σε περίπτωση που το αποφάσιζαν, θα είχαν όφελος ή ζημιά οι πολίτες:
—Η απάντηση είναι ότι στην παρούσα συγκυρία, με τις αγορές να ανησυχούν για τη Γερμανία και τη Γαλλία, και τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης να δίνουν μετά από χρόνια «ψήφο εμπιστοσύνης» και στις ελληνικές τράπεζες (ύστερα από την αναβάθμιση του συνόλου της οικονομίας), το timimg δεν είναι ευνοϊκό.
Ακούγεται πιθανότατα πολύ θεωρητικό όλο αυτό. Γι αυτό ας το σπάσουμε σε εκατομμύρια και δισεκατομμύρια:
• Αν για να κερδίσουν οι φορολογούμενοι 200 εκατ. ευρώ, βρεθούν μετά από λίγο να χάνουν πολύ περισσότερα από την άνοδο του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους λόγω της αύξησης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων που πιθανότατα θα προκαλέσει μια τέτοια κίνηση, η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να πατήσει φρένο στην έκτακτη φορολόγηση των τραπεζών, ακόμη κι αν το σκέφτηκε κάποια στιγμή.
Γιατί αν δεν το κάνει, θα είναι σαν να βάζει τους πολίτες να πληρώσουν πολύ περισσότερα από την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους ώστε να γίνει προσωρινά αρεστή «πουλώντας» επικοινωνιακά τα 200 εκατ. ευρώ που πήρε από τις τράπεζες.
Προφανώς ο Μητσοτάκης είπε σε διεθνές ακροατήριο ότι δεν θα μπει έκτακτος φόρος στις τράπεζες για να μη σταλεί ένα λάθος σήμα στις αγορές που θα μπορούσε να χαλάσει την καλή εικόνα των ελληνικών ομολόγων (που την πληρώσαμε άλλωστε με αιματηρές θυσίες για πάνω από μια δεκαετία).
Ειδικά σε ό,τι αφορά τις τράπεζες έχουμε μάθει πια ότι ο λαϊκισμός κοστίζει ακριβά. Ο ΣΥΡΙΖΑ που ανέβηκε στην εξουσία υποσχόμενος σεισάχθεια έκλεισε τις τράπεζες και φόρτωσε τον λογαριασμό στο κράτος (δηλαδή στους φορολογούμενους) με νέο δανεισμό ώστε να κρατηθούν όρθιες οι τράπεζες και να προστατευθούν οι καταθέσεις. Ενώ το 1,5 δισ. ευρώ των μέτρων του «μέιλ Χαρδούβελη» που ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε να καταψηφίσουν οι πολίτες το 2015 δεκαπλασιάστηκε μέσα σε έξι μήνες: έγινε τα 15 δισ. ευρώ των μέτρων του τρίτου μνημονίου που διέλυσαν με φόρους και εισφορές τη μεσαία τάξη.
Βεβαίως, η κυβέρνηση δεν έχει πια την ευκολία να απαντά στην αντιπολίτευση «δεν δικαιούστε εσείς να μιλάτε για τις τράπεζες» γιατί πλέον αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το ΠΑΣΟΚ που κράτησε υπεύθυνη στάση την περασμένη δεκαετία και το πλήρωσε ακριβά.
Μετά το λάθος μήνυμα, ωστόσο, Μαξίμου και υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει τώρα να πιέσουν τους τραπεζίτες —όχι με θεατρινισμούς αλλά με τρόπο που θα φέρει αποτέλεσμα— ώστε να ανακοινωθούν μειώσεις στις εξοργιστικές χρεώσεις οι οποίες θα υπερβαίνουν, σε ό,τι αφορά το όφελος για τους πελάτες τους, τα 200 εκατ. ευρώ που «γλίτωσαν» από την (αναγκαστική λόγω συγκυρίας) μη επιβολή έκτακτης φορολόγησης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News