Πριν από 30 χρόνια ξεκινούσε η μεγάλη πορεία της σύγκλισής μας με την Ευρώπη, που κορυφώθηκε με την ένταξή μας στο κοινό νόμισμα και σηματοδότησε τη μακρύτερη περίοδο ανάπτυξης της ελληνικής Ιστορίας. Η συνέχεια είναι, βέβαια, γνωστή και καθόλου ευχάριστη.
Επειτα από σκληρές θυσίες του ελληνικού λαού, στο τέλος της περασμένης δεκαετίας οι εταίροι μας μάς έδωσαν μια μεγάλη πίστωση χρόνου έως το 2032, προκειμένου να μειώσουμε τον δανεισμό μας σε βιώσιμα επίπεδα και να γίνουμε μια κανονική οικονομία, που θα μπορεί να εξυπηρετεί χωρίς πρόβλημα τις υποχρεώσεις και τις ανάγκες της.
Παρ’ όλο που η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, κάποιες ασθένειες του 20ού αιώνα, όπως το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, η δυσκολία παραγωγής υψηλής αξίας, ένα κράτος-μπάχαλο, η εσωστρέφεια και η έλλειψη ενός πραγματικά κοινωνικού κράτους, συνεχίζουν να μας ακολουθούν.
Η οικονομία μας έχασε σχεδόν όλες τις μεγάλες ευκαιρίες μετασχηματισμού της προηγούμενης δεκαετίας, ενώ δυσκολεύεται να αξιοποιήσει περαιτέρω τις ευκαιρίες και τις πιθανές συνέργειες που φέρνουν τα δυνατά μας «χαρτιά», όπως η ναυτιλία, ο τουρισμός και άλλες σταθερές της οικονομίας.
Η σπάνια συγκυρία
Ομως, ας είμαστε θετικοί. Η σταθεροποίηση της χώρας πρέπει να γίνει το εφαλτήριο για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας, την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και την αύξηση των μισθών, που πλήττονται επικίνδυνα από την ακρίβεια.
Η συγκυρία, άλλωστε, είναι σπάνια: «Βρέχει» λεφτά προερχόμενα από το (κατ’ αναλογίαν τέσσερις φορές μεγαλύτερο από το Σχέδιο Μάρσαλ) Ταμείο Ανάκαμψης που διασφαλίζουν κερδοφόρο έργο για πολλούς κλάδους, ο τουρισμός φαίνεται ότι συνεχίζει την πορεία του ακάθεκτος, ενώ το επόμενο ΕΣΠΑ περιμένει να γεφυρώσει την περίοδο αυτή με τη δεκαετία του 2030. Αυτές οι προοπτικές αναγνωρίζονται ακόμη και από τους πλέον δύσπιστους και έχουν προεξοφληθεί από την αγορά.
Το τέλος του πάρτι
Ωστόσο, όλες οι καλές εποχές κάποτε τελειώνουν. Και η λήξη του πάρτι είναι προ πολλού προδιαγεγραμμένη: Το 2032 λήγει η περίοδος χάριτος των μνημονιακών δανείων και ξεκινά η εξυπηρέτησή τους, ενώ έως τότε θα πρέπει το χρέος να έχει μειωθεί στο 100% του ΑΕΠ. Και παρόλο που μιλάμε για χαμηλότοκο δανεισμό, ο οποίος ανήκει σε κράτη και όχι στις αγορές (άρα, θεωρητικά ορισμένα πράγματα ίσως να είναι και διαπραγματεύσιμα, εάν υπάρχουν εκατέρωθεν συνεργάσιμες κυβερνήσεις), κάποια νέα δεδομένα θα δημιουργήσουν, πιθανότατα, τις δικές τους δυναμικές.
Η δημογραφική πρόκληση
Η μέση μείωση του πληθυσμού μεταξύ των ετών 2018-2022 προσεγγίζει τις 50.000 ετησίως. Εάν αυτός ο ρυθμός διατηρηθεί σταθερός έως την επόμενη δεκαετία, η έναρξη πληρωμής του χρέους ενδεχομένως να μας βρει κάτω από το κατώφλι των 10 εκατ. κατοίκων. Αυτό σημαίνει μικρότερη αγορά, περιορισμένα φορολογικά έσοδα, με λιγότερους πελάτες, εργαζομένους και πιθανότατα νέους – με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Παράλληλα, οι δημογραφικές τάσεις θα προκαλέσουν περαιτέρω συμπίεση στο Ασφαλιστικό, ενώ η αύξηση του μεριδίου των ηλικιωμένων επί του συνόλου θα δημιουργήσει νέες ανάγκες, καθώς και σημαντικές προκλήσεις, ειδικά στην ύπαιθρο, πολλά μέρη της οποίας ουσιαστικά εγκαταλείπονται. Εάν δεν υπάρξουν ριζοσπαστικές λύσεις, το Δημογραφικό θα διαμορφώσει μια ολότελα διαφορετική κατάσταση, την οποία φαίνεται ότι ουδείς λαμβάνει ακόμη σοβαρά υπόψη. Τα νερά είναι αχαρτογράφητα.
Η σύγκλιση με την Ευρώπη
Σε αυτό το νέο περιβάλλον, είναι ώρα να ξαναθυμηθούμε εκείνο το ξεχασμένο πρόταγμα της δεκαετίας του 1990: τη σύγκλιση με την Ευρώπη, που πρέπει να ξαναγίνει ο εθνικός μας στόχος σε όλα τα επίπεδα – στην οικονομία, στις επιχειρήσεις, στην κοινωνία και στο κράτος.
Οσοι έχουν παραστάσεις από τις περασμένες δεκαετίες, μπορούν να καταλάβουν ότι είναι εφικτό να ξαναζήσουμε ένα νέο «1994», ακόμη και υπό τις νέες συνθήκες ενός κόσμου που αλλάζει ραγδαία και επιφυλάσσει εκπλήξεις για όλους. Γιατί ξέρουμε εκ του αποτελέσματος τι πήγε και τι δεν πήγε καλά.
Το πάθημά μας πρέπει να γίνει μάθημα. Οσο η Ελλάδα έτρωγε τις σάρκες της κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι άλλοτε ουραγοί της Ευρώπης, δηλαδή οι πρώην ανατολικές χώρες, έκαναν θεαματικά άλματα. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα η χώρα μας βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις στην ευρωζώνη σχεδόν σε όλους τους δείκτες.
Πρέπει να θέσουμε τον πήχυ ψηλά, ορίζοντας φιλόδοξους στόχους, με σκοπό να κερδίσουμε θέσεις κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο στα κρίσιμα πεδία της οικονομικής και κοινωνικής ζωής και με προορισμό τον (ανεκπλήρωτο) εκσυγχρονισμό της Ελλάδας έως τις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Εάν επαναληφθούν τα «στραβοπατήματα» του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 2000, όταν η χώρα μας συσσώρευσε δημόσια και ιδιωτικά χρέη ύψους μισού τρισ. ευρώ μέσα σε μόλις πέντε χρόνια, η τύχη μας θα είναι προδιαγεγραμμένη.
Και μόνο η σκέψη ότι οι τριαντάρηδες, που σήκωσαν τον σταυρό της κρίσης, θα βρεθούν στα πενήντα τους θεατές στο ίδιο έργο είναι αδιανόητη. Θα ανέτρεπε ακόμη και το γνωστό απόφθεγμα του Καρλ Μαρξ, η Ιστορία θα επαναλαμβανόταν ως τραγωδία και για δεύτερη φορά.
Ο Αχιλλέας Χεκίμογλου είναι συγγραφέας και ερευνητής. Διετέλεσε δημοσιογράφος της εφημερίδας «Το Βήμα» και σήμερα εργάζεται στον χώρο της εταιρικής επικοινωνίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News