Με αφορμή το ξέσπασμα της πανδημίας του νέου κορονοϊού, έρχεται ξανά στο προσκήνιο μια πιθανή ανακατάταξη δυνάμεων στον παγκόσμιο χάρτη, με πολλές αναλύσεις να μιλούν για το πέρασμα από την αμερικανική στην κινεζική εποχή κυριαρχίας. Δεν βλέπω τον λόγο γιατί αυτή να μην είναι άλλη μια βεβιασμένη προσπάθεια να φανταστούμε τη μετά τον κορονοϊό εποχή, αυτή τη φορά σε επίπεδο γεωπολιτικής, προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε την πανδημία ως έναν επιταχυντή τάσεων που έχουμε ήδη δει να καταγράφονται.
Πράγματι, η κυρίαρχη τάση το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα είναι ο όλο και εντεινόμενος οικονομικός ανταγωνισμός των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, σε συνδυασμό με τη διάθεση των ΗΠΑ να απεμπλακούν από ένα διεθνή ρόλο ο οποίος εκτιμούσαν πως τους κοστίζει όλο και περισσότερο, στερώντας πόρους από την αμερικανική οικονομία και κοινωνία. Το αφήγημα αυτό είχε κεντρικό ρόλο στην εκλογή του Τραμπ και αποτελεί και μια σταθερά της προεδρίας του, αν και εκδηλώνεται ενίοτε με απρόβλεπτο τρόπο. Η απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Βόρεια Συρία όπως και η διακοπή της χρηματοδότησης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας θα μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτή τη «διπλωματία του απρόβλεπτου», την οποία η διεθνής κοινότητα ενίοτε μοιάζει να αδυνατεί να παρακολουθήσει.
Η εθελούσια αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τα πεδία διεθνών εντάσεων, σε συνδυασμό με την έντονη κριτική που ασκείται στον πρόεδρο Τραμπ στο εσωτερικό της χώρας του, δημιουργούν σε κάποιους μια αίσθηση κενού στις διεθνείς σχέσεις. Ενα τέτοιο κενό θα μπορούσε, ισχυρίζονται, να καλυφθεί είτε πολυκεντρικά, μέσω περιφερειακών δυνάμεων είτε κεντρικά μέσω της υποκατάστασης των Ηνωμένων Πολιτειών από μια άλλη χώρα στο ρόλο της υπερδύναμης. Σε αυτό ακριβώς το δεύτερο σενάριο στηρίζονται όσοι βλέπουν την κυριαρχία της αναδυόμενης Κίνας στη μετά τον κορονοϊό εποχή.
Ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε τα πράγματα με μεγαλύτερη ψυχραιμία. Σε ένα πρώτο επίπεδο, μια παγκόσμια κρίση όπως αυτή του κορονοϊού πράγματι απαιτεί διεθνή υπευθυνότητα, συντονισμό και ηγεσία. Απέναντι όμως σε αυτούς που εκτιμούν ότι η πανδημία θα λειτουργήσει ως επιταχυντής ανακατάξεων, θα ήθελα να αντιτείνω την πιθανότητα να αναδείξει την ανεπάρκεια ήδη υπαρχουσών ιδεών με μεγαλύτερη καθαρότητα, οδηγώντας στην ανάσχεση τάσεων των οποίων διαφορετικά οι συνέπειες θα γίνονταν αντιληπτές όταν θα ήταν ήδη αργά. Για να γίνω πιο σαφής: γίνεται αντιληπτό τις τελευταίες ημέρες πως η τάση των Ηνωμένων Πολιτειών να απεμπλέκονται από το διεθνές παιχνίδι εξοικονομώντας πόρους, αφενός μεν οδηγεί σε ένα ασυντόνιστο διεθνές σύστημα, αφετέρου αποτελεί το προνομιακό πεδίο για την ανάδυση της Κίνας: από τις στενές –μέχρι παρεξηγήσεως– σχέσεις με τον ΠΟΥ ως την άσκηση διπλωματίας και επιρροής μέσω της παροχής υγειονομικού υλικού φαίνεται πως οι Κινέζοι ανυπομονούν να βγουν στο προσκήνιο. Ετσι όμως γίνεται ευκρινέστερο για την αμερικανική κοινή γνώμη ότι όσο μεγαλύτερη είναι η αμερικανική εσωστρέφεια, τόσο εντονότερη είναι η κινεζική επέκταση και κυριαρχία. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, γρήγορα ίσως οι Αμερικανοί συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να επιστρέψουν στον παραδοσιακό τους ρόλο.
Η ενδεχόμενη επιστροφή των ΗΠΑ στην άσκηση ηγεσίας βρίσκει ένα ισχυρό επιχείρημα στην αδυναμία της Κίνας να αποτελέσει μια υπερδύναμη υπό την αξιακή έννοια. Η παγκόσμια Ιστορία βρίθει παραδειγμάτων διεθνούς επικράτησης κρατών και σχηματισμών με ταυτόχρονη επικράτηση των αξιακών τους προτύπων. Φαίνεται πως ισχύς και αξίες συμβαδίζουν σε βάθος χρόνου και αυτό αποτελεί ένα από τα βασικά μειονεκτήματα του κινεζικού κράτους. Το πολιτικό σύστημα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στηριγμένο στην κυριαρχία του κόμματος αλλά και το οικονομικό της μοντέλο, βασισμένο στον κρατικό καπιταλισμό, ακόμα και αν δύνανται να εξαχθούν σε μεμονωμένες περιπτώσεις, δύσκολα μπορούν να αποτελέσουν αξιακό πρότυπο που θα οδηγήσει στην παγκόσμια κυριαρχία. Εδώ ακριβώς είναι που ο πολιτικός και οικονομικός φιλελευθερισμός των ΗΠΑ κατισχύει, αν δεν αλλάξει κάτι από κινεζικής πλευράς στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Στο τέλος της ημέρας, ίσως (και) αυτή η διεθνής διαπάλη να κριθεί αφενός μεν στο επίπεδο των γρήγορων αντανακλαστικών τού ενός απέναντι στην απότομη άνοδο του άλλου, αφετέρου στο επίπεδο της συγκριτικής δύναμης των αξιακών προτύπων των δύο «αντιπάλων».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News