Πριν λίγες ημέρες, η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, με τροπολογία στο νομοσχέδιο για την ιδιωτική εκπαίδευση προχώρησε στην αντικατάσταση των διευθυντών εκπαίδευσης (ΔΙΔΕ-ΔΙΠΕ) με προσωρινούς, καθώς και στην ανασύσταση των πενταμελών Υπηρεσιακών Συμβουλίων (ΥΣ). Με την αιφνιδιαστική αυτή ενέργεια θέλησε να αποκτήσει, ένα έτος μετά την κυβερνητική αλλαγή και λίγο πριν την έναρξη του σχολικού έτους, τον έλεγχο της οργάνων διοίκησης της εκπαίδευσης. Πιθανώς, γιατί έγινε κατανοητό ότι τα διοικητικά προβλήματα είναι πιεστικά (νομιμότητα αποφάσεων διοίκησης, δυσκολίες νέας σχολικής χρονιάς) αλλά και γιατί εκτιμήθηκε ότι οι υπηρεσιακές εκλογές για την ανάδειξη αιρετών εκπροσώπων των εκπαιδευτικών στα Υπηρεσιακά Συμβούλια (Νοέμβριος 2020) πρέπει να διενεργηθούν από διευθυντές εκπαίδευσης επιλεγμένους από την ίδια.
Οπως αναμενόταν, η ενέργεια καταγγέλθηκε από την αντιπολιτευόμενη συνδικαλιστική γραφειοκρατία ως νομικό «πραξικόπημα». Είναι όμως γνωστό ότι οι ΔΙΠΕ-ΔΙΔΕ θητεύουν από το 2018 παράνομα και καταχρηστικά στις θέσεις τους, η επιλογή κάποιων έχει κριθεί δικαστικά παράνομη, πολλές θέσεις χηρεύουν (συνταξιοδοτήσεις), ενώ δεν αποτελούν υπόδειγμα αντικειμενικών επιλογών, όντας κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που επιλέχθηκαν με βασικό κριτήριο την αντίθεσή τους στην «επάρατη» Αξιολόγηση. Η τροπολογία προκάλεσε, παράλληλα, την κινητοποίηση των συνδικαλιστών της ΔΑΚΕ, οι οποίοι ενεργοποιώντας όσα μέσα πρόσβασης διαθέτει καθένας σε κόμμα, πολιτική ηγεσία και υψηλόβαθμα στελέχη της παράταξής τους, κινήθηκαν ώστε να «επιλεγούν» στις κενές θέσεις διοίκησης.
Οι καταστάσεις αυτές βέβαια, μόνο πρωτόγνωρες δεν είναι στην εκπαίδευση. Από τότε που η μονιμότητα των στελεχών αντικαταστάθηκε από τη θητεία και διχοτομήθηκε η εποπτεία της εκπαίδευσης σε διοίκηση σχολείων/εκπαιδευτικών και καθοδήγηση εκπαιδευτικού έργου/εκπαιδευτικών (1982), η διοίκηση λειτουργεί ως το μακρύ χέρι του κόμματος εξουσίας, αφού μετά από κάθε κυβερνητική αλλαγή, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου προχωρά –πάντα μ’ άλλο νόμο– στη «νομότυπη» αντικατάσταση του συνόλου των στελεχών της.
Η συνθήκη αυτή είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθεί βαθμιαία ένα είδος άτυπης αλλά διαρκούς και ανοιχτής συμμαχίας των συνδικαλιστών (ιδιαίτερα των αιρετών στα Υπηρεσιακά Συμβούλια) με τους ΔΙΠΕ-ΔΙΔΕ. Οι δυο αυτές ομάδες ασκούν «από κοινού» τη διοίκηση της εκπαίδευσης και με τη συνδρομή του συγκεντρωτικού και γραφειοκρατικού τρόπου λειτουργίας του υπουργείου Παιδείας, περιορίζουν το έργο της στη δημοσιοϋπαλληλική διαχείριση του προσωπικού και των σχολείων, αγνοώντας τον κύριο ρόλο και των δύο: την παροχή εκπαίδευσης.
Η άτυπη αυτή συμμαχία λειτουργεί και ως λόμπι που επηρεάζει καθοριστικά τους εκάστοτε υπουργούς Παιδείας, με στόχο την αναβολή οποιασδήποτε ουσιαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και ιδιαίτερα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, των εκπαιδευτικών και των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων. Εξάλλου, μια πρόχειρη έρευνα πεδίου θα αποκάλυπτε ότι τα πρόσωπα που στελεχώνουν και τα δύο δίκτυα σχεδόν ταυτίζονται, ενώ αλλάζουν «πουκάμισο», όταν το κόμμα τους κερδίσει τις εκλογές.
Ετσι, αν η κυρία Κεραμέως είχε πράξει το Σεπτέμβριο του 2019 ό,τι και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, προσθέτοντας στον νόμο και την επάνοδο των Σχολικών Συμβούλων (ΣΣ), σύμφωνα με το πρόγραμμα της ΝΔ, ουδείς θα είχε ενοχληθεί. Αλλά ακόμα και τώρα, παρά το ντόρο που δημιουργήθηκε, είναι παραπάνω από βέβαιο, ότι μετά από λίγο καιρό, ο κουρνιαχτός θα κατακαθίσει. Και τότε στα Υπηρεσιακά Συμβούλια θα συνεχίσει να συμβαίνει ό,τι συμβαίνει δεκαετίες, ενώ το τέμπο λειτουργίας τους θα δίνουν οι γνωστές «ανταλλαγές» ΔΙΠΕ/ΔΙΔΕ – αιρετών, αφού «έχει ο καιρός γυρίσματα» και στο μέλλον μπορεί να αλλάξουν ρόλους. Εξάλλου, ποιος νοιάζεται για το τι συμβαίνει στο σχολείο, ποια είναι η ποιότητα της διδασκαλίας, των προγραμμάτων και ποια τα εκπαιδευτικά μας αποτελέσματα;
Το πραγματικό πρόβλημα, όμως, δεν είναι η «αστοχία» της κυρίας Κεραμέως, αλλά η κακόγουστη παράσταση, που παίζεται δεκαετίες τώρα και έχει οδηγήσει το σύστημα εποπτείας των σχολείων μας στο να λειτουργεί ως ένας αυτόνομος μηχανισμός για τον εαυτό του, με τον πλέον γραφειοκρατικό τρόπο για να νομιμοποιεί την ύπαρξή του, ενώ δημιουργεί την ψευδαίσθηση στα κόμματα εξουσίας ότι μέσω αυτού «ελέγχουν» την εκπαίδευση. Στην πράξη ό,τι χρήσιμο κάνει σήμερα, θα μπορούσε να γίνει γρηγορότερα από ένα εξειδικευμένο λογισμικό, αφού δεν λαμβάνει διαφοροποιημένες αποφάσεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν τα σχολεία, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες ανάγκες τους.
Επιπλέον, το συγκεκριμένο σύστημα και ιδιαίτερα ο τρόπος στελέχωσής του, σε συνδυασμό με την έλλειψη οποιασδήποτε μορφής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών για το πραγματικό τους έργο, διαστρεβλώνει στις συνειδήσεις τους, κάθε έννοια επαγγελματικής ανάπτυξης, αφού το μήνυμα που τους περνά είναι ότι για να αναδειχθούν σε στελέχη, δεν έχουν παρά να συλλέξουν τυπικά προσόντα. Στη συνέχεια πρέπει «να τα βρουν» με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Αυτή εξάλλου τους βαθμολογεί σε κάθε κρίση επιλογής τους, οπότε οφείλουν να αποδεχθούν και την κυρίαρχη κουλτούρα που αυτή προωθεί στην Εκπαίδευση: την άρνηση οποιασδήποτε ουσιαστικής μεταρρύθμισης που αφορά το πραγματικό έργο του σχολείου.
Είναι ανατρέψιμη αυτή η κατάσταση; Το βέβαιο είναι πως για την ανατροπή της, δεν αρκεί ένας «νέος νόμος», όπως αυτόν που θα φέρει η κυρία Κεραμέως τους επόμενους μήνες και θα οδηγήσει σε νέες επιλογές στελεχών, πιθανώς και στην επάνοδο των Σχολικών Συμβούλων, πάντα όμως ως στελέχη που δεν λαμβάνουν αποφάσεις. Όπως είναι εξίσου βέβαιο, ότι το σημερινό σύστημα διοίκησης της εκπαίδευσης και ο τρόπος επιλογής των στελεχών του έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους και πλέον εμποδίζουν την ανάπτυξή της αντί να συμβάλλουν σε αυτή. Δεν είναι, όμως, καθόλου βέβαιο ότι υπάρχουν δυνάμεις που μπορούν να συγκροτήσουν ένα άλλο, δημιουργικό και δημοκρατικό σύστημα διοίκησης, αλλά οφείλουμε να τις ανακαλύψουμε. Αν επιθυμούμε το σχολείο μας να ξυπνήσει από τον λήθαργο που του έχουν επιβάλει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News