Με μπόλικες δόσεις ήλιου που «ανατέλλει πάνω από την Ελλάδα», ένα παράξενο μείγμα συνθημάτων του 2015 και του 2019 και με κόκκινες, ορθάνοιχτες Ομπρέλες, όπως αυτές που κοσμούσαν, σαν καλλιτεχνικό installation, την αίθουσα διεθνών σχέσεων στο βάθος του Ταε Κβο Ντο, ο ΣΥΡΙΖΑ αυτές τις μέρες προσπαθεί, γι’ άλλη μια φορά, να επανεφεύρει τον εαυτό του. Από την πρώτη μέρα του συνεδρίου του, στην ομιλία του Αλέξη Τσίπρα, φάνηκε πως οι αλλαγές στον «όλο ΣΥΡΙΖΑ» στοχεύουν σε συγκεκριμένο κοινό. Γι’ αυτό, από τα πολλά μηνύματα από το εξωτερικό, ήταν αυτό του πορτογάλου σοσιαλδημοκράτη Αντόνιο Κόστα και της ισπανής (εκ Podemos προερχόμενης) αντιπροέδρου της κυβέρνησης συνεργασίας, Γιολάντα Ντίαθ που παίχτηκαν πρώτα-πρώτα. Γι’ αυτό στην πρώτη σειρά της αίθουσας καθόταν ο Ζόραν Ζάεφ: η Συμφωνία των Πρεσπών έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στην «λίστα περηφάνιας» για την οποία έκανε λόγο ο Τσίπρας.
Η «λίστα περηφάνιας» ήρθε αμέσως μετά την αυτοκριτική -που υπήρξε, ίσως για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρη, αν και μικρή σε έκταση σε σχέση με τα ηρωικά της ομιλίας. Και οι αντιδράσεις στην αίθουσα, οι όρθιοι σύνεδροι που χειροκροτούσαν με ένταση, έκαναν παραπάνω από σαφές, ακόμα και σε όσους παρατηρητές δεν ήθελαν να το παραδεχτούν, πως δεν είχαν έρθει απλώς ως κλακαδόροι, για να χειροκροτήσουν από συνήθεια έναν αρχηγό που ξέρει να υπόσχεται ακόμα κι όταν δεν μπορεί να υλοποιήσει. Είχαν ανάγκη από αφήγημα -τι κάναμε, τι δεν κάναμε, πού έγινε λάθος, γιατί «μας χτυπούν άδικα», γιατί «ξανά εμείς». Απ’ ό,τι φαίνεται, στον ΣΥΡΙΖΑ υπήρξαν μπόλικα σκυμμένα κεφάλια μετά την ήττα του 2019, λόγω των πεπραγμένων της «πρώτης φοράς» που δυσκολεύτηκαν να δικαιολογήσουν. Με την φόρα που δίνει ο μετασχηματισμός, ο Τσίπρας επιχείρησε να τους απενοχοποιήσει. Δεν ήταν δύσκολο. Μετά από δύο χρόνια πανδημίας με τον ΣΥΡΙΖΑ στην αξιωματική αντιπολίτευση και μια πολεμική κρίση σε εξέλιξη, ήταν έτοιμοι να πειστούν.
Στην πραγματικότητα, η διαδικασία ήταν ακόμα πιο εύκολη: η πλειονότητα των παριστάμενων συνέδρων δεν νιώθουν ΣΥΡΙΖΑ. Μίλησαν για το «κόμμα» στις παρεμβάσεις τους, αλλά σπανίως αναφέρονταν στο όνομά του -όχι όπως κάποτε έκαναν στο ΚΚΕ («ένα είναι το Κόμμα»), αλλά γιατί αν τους ρωτήσει κανείς θα πουν: «εγώ ΠΑΣΟΚ είμαι». Ποιος θα φανταζόταν πως σε συριζαϊκή διαδικασία ο Θάνος Μωραΐτης θα μιλούσε ανοιχτά «για την μεγάλη δημοκρατική αλλαγή του 1981» και θα τον χειροκροτούσαν κιόλας; Τέτοιου είδους σύνεδροι, που μετακόμισαν κάποια στιγμή τα τελευταία δέκα χρόνια στο νέο τους σπίτι, χαιρετούσαν με οικειότητα ο ένας τον άλλο, γιατί όσο καινούργιοι είναι για τους αριστερούς οικοδεσπότες τους στα κομματικά, άλλο τόσο παλιοί είναι ο ένας για τον άλλο. Η παρατεταμένη παρουσία τους σε ένα κόμμα εξουσίας τους επιτρέπει να προσπερνούν με μια κάποια δεινότητα τα δύσκολα, οργανωτικά ή πολιτικά -ξέρουν πως όσο «το κόμμα» μένει εντός δικομματισμού οι ψηφοφόροι πάντα θα ξεχνούν στο τέλος. Το θέμα είναι πώς θα μείνει.
Για τους άλλους, τους παλιούς, τα πράγματα είναι μάλλον διαφορετικά. Είναι πια η σειρά τους να βιώσουν αυτό που κάποτε παρατηρούσαν ανενόχλητοι: την κατάληψη του ΣΥΡΙΖΑ από συντρόφους που (καλώς ή κακώς) έμαθαν αλλιώς τις οσμώσεις, που πιστεύουν με μια δόση άγνοιας πως η πολιτική καταγωγή του ΚΚΕ εσ. και του ΣΥΝ αρχίζει και τελειώνει στον Στάλιν (;) και που δυσκολεύονται να κατανοήσουν γιατί «το κόμμα του 3%» έχει αξία. «Ξέρετε, έχω υπάρξει και σε μικρότερα», είπε ο Νίκος Βούτσης με αφοπλιστική ειλικρίνεια, σε μια παρέμβαση που δεν άφησε ασυγκίνητο κανέναν -ειδικά όσους ξέρουν το θάρρος που χρειάζεται, όταν είσαι μειοψηφία, να μην κρατάς στο στόμα σου κλειστό. Ο Βούτσης και οι υπόλοιποι της Ομπρέλας, έχουν βέβαια τις δικές τους ευθύνες που θα συνυπάρχουν πια σε ένα σχήμα που καμιά φορά θα δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν. Ο Τσακαλώτος το είδε ήδη στην πράξη: «αν τολμάς κατέβα (στην εκλογή προέδρου) να δούμε τι θα πάρεις. Θα σου πω εγώ τι θα πάρεις», του φώναξε κάποιος από κάτω όταν πήρε για δεύτερη φορά τον λόγο το απόγευμα της Παρασκευής.
Αν κρίνει κανείς από αυτές τις μέρες του συνεδρίου, η επόμενη φάση του ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται στην διάθεση του προέδρου του να προχωρήσει (και επισήμως πλέον) με ένα μοντέλο κόμματος εξουσίας —με την εκλογή του από την βάση, θα είναι και με την βούλα σχεδόν δεκαπέντε χρόνια κυρίαρχος στον κομματικό μηχανισμό. Το προεδρικό μπλοκ κερδίζει μεν με συντριπτική πλειοψηφία την εσωκομματική αντιπολίτευση, όμως δεν είναι συνεκτικό: έχει λαϊκιστές και εκσυγχρονιστές, πασοκοσυριζαίους, συριζαίους, μετανοούντες δημαρίτες και τον Νίκο Μπίστη, ανεμβολίαστους και εμβολιασμένους, ρωσόφιλους και ουκρανόφιλους, σοβαρούς και αστείους. Ολοι είχαν τον χρόνο τους, στο βήμα ή στα θεματικά τραπέζια. Αν ο Τσίπρας καταφέρει στο μέλλον να παίρνει αποφάσεις που δεν θα τον εκθέτουν και αυτές να «καταπίνονται» από την εκάστοτε πλευρά του μπλοκ που διαφωνεί, θα έχει βρει την συνταγή για να φτάσει μέχρι την κάλπη. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις αποφάσεις και τις στροφές των τελευταίων χρόνων, άλλος δρόμος δεν υπάρχει -το αν είναι πετυχημένος ή όχι θα φανεί κι αυτό στις εκλογές και στους εκεί συσχετισμούς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News