Οι επικείμενες εθνικές εκλογές έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες. Είναι οι πρώτες εδώ και δεκαετίες που διεξάγονται με σύστημα απλής αναλογικής. Θα γίνουν σχεδόν στο τέλος της τετραετίας και χωρίς να έχει στηθεί καμιά άλλη κάλπη (αυτοδιοικητικές ή ευρωεκλογές) στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τις προηγούμενες εθνικές εκλογές. Και απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα, θα είναι εκλογές ακραίας πόλωσης, οι οποίες πιθανότατα θα οδηγήσουν στην ενίσχυση του δικομματισμού.
Σύμφωνα με το επικρατέστερο σενάριο, οι κάλπες θα στηθούν δύο φορές. Η πρώτη με απλή αναλογική, με την οποία για τον σχηματισμό κυβέρνησης απαιτείται ποσοστό μεγαλύτερο του 46% (είτε από ένα κόμμα, είτε αθροιστικά από περισσότερα του ενός). Η δεύτερη, εφόσον δεν προκύψει κυβέρνηση, με ενισχυμένη αναλογική, με την οποία το ποσοστό για το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης τοποθετείται περίπου στο 37%-38%, ανάλογα με το ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής.
Παρά το γεγονός ότι οι πιθανότητες σχηματισμού κυβέρνησης στην πρώτη κάλπη είναι σχετικά περιορισμένες, όλα τα κόμματα συμφωνούν σε μια διαπίστωση: ότι οι κρίσιμες εκλογές είναι οι πρώτες, αυτές δηλαδή που θα γίνουν με απλή αναλογική.
Για τη Νέα Δημοκρατία, που προηγείται σταθερά στα γκάλοπ επί μακρύ χρονικό διάστημα και μάλλον θα είναι το πρώτο κόμμα, το ποσοστό της πρώτης κάλπης έχει καθοριστική σημασία. Εάν προσεγγίσει το 37%-38%, το ποσοστό δηλαδή που δίνει αυτοδυναμία με ενισχυμένη αναλογική, ο Μητσοτάκης θα έχει την πλήρη πολιτική νομιμοποίηση να καταθέσει αμέσως τη πρώτη εντολή και να ζητήσει ξανά εκλογές. Ακόμη δε και αν υποθέσουμε ότι μένει ανοιχτό το σενάριο της συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ από τις πρώτες εκλογές, με ένα υψηλό ποσοστό στην πρώτη κάλπη, θα θεωρηθεί απολύτως αυτονόητο ότι αυτός θα είναι ο πρωθυπουργός.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, που τα γκάλοπ τον δείχνουν μεν σε τροχιά συσπείρωσης, αλλά ακόμη αρκετά μακριά από το ποσοστό των προηγούμενων εκλογών (31,5%), το ζητούμενο είναι τουλάχιστον να υπερβεί το ποσοστό του 2019. Αν συμβεί αυτό και ταυτόχρονα η απόσταση που τον χωρίζει από τη ΝΔ είναι μικρότερη από 4%-5%, ο Τσίπρας μπορεί να ελπίζει σε μια μετωπική αντιπαράθεση δύο παρατάξεων στις δεύτερες κάλπες, όπου λογικά θα επιχειρήσει να εμφανιστεί ως ο ηγέτης του μετώπου των προοδευτικών δυνάμεων, να λεηλατήσει, δηλαδή, εκλογικά το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και τα κόμματα της Αριστεράς.
Για το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ η πρώτη κάλπη είναι η μητέρα των μαχών. Εάν πάρει διψήφιο ποσοστό μπορεί να παίξει ρόλο ρυθμιστή, ίσως ακόμη και να πιέσει για τη συγκρότηση κυβέρνησης, ώστε να μη χρειαστούν δεύτερες εκλογές. Επειδή η σύνθεση των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ είναι τέτοια που το δίλημμα της δεύτερης κάλπης (Μητσοτάκης ή Τσίπρας) μπορεί να οδηγήσει σε φυγόκεντρες τάσεις και σοβαρή μείωση της εκλογικής του δύναμης, ο Ανδρουλάκης έχει κάθε λόγο να μην επιθυμεί τις δεύτερες εκλογές. Αρα, λογικά, θα καταβάλει κάθε προσπάθεια για να τις αποφύγει, επιλέγοντας ανάλογα με το αποτέλεσμα, είτε να συνεργαστεί με τον νικητή των εκλογών είτε να συμπράξει σε μια κυβέρνηση ηττημένων, εάν βεβαίως το άθροισμα των δυνάμεων τους δίνει τέτοια δυνατότητα.
Για τα μικρότερα κόμματα είναι μάλλον περιττό να εξηγήσει κανείς γιατί η πρώτη κάλπη είναι η κρίσιμη. Με την απλή αναλογική, όποιοι περάσουν το 3% και μπουν στη Βουλή, εκλέγουν μετά βεβαιότητας μεγαλύτερο αριθμό βουλευτών από όσους θα εκλέξουν αν ξαναπάρουν το ίδιο ποσοστό στη δεύτερη κάλπη, με ενισχυμένη αναλογική.
Το σύστημα της απλής αναλογικής το συνοδεύουν κάποια στερεότυπα που στις επικείμενες εκλογές αναμένεται να δοκιμαστούν στην πράξη:
Πρώτο, αυτό το εκλογικό σύστημα ευνοεί τα μικρότερα κόμματα. Αυτό δεν φαίνεται να ισχύει σήμερα, καθώς με βάση τις δημοσκοπήσεις, δεν παρατηρούνται αξιοσημείωτες αλλαγές στα ποσοστά των μικρότερων κομμάτων σε σχέση με τις τελευταίες εκλογές, που έγιναν με σύστημα απλής αναλογικής. Μπορεί, λοιπόν, με βάση τον εκλογικό νόμο της απλής αναλογικής οι μικρότεροι να βγάλουν περισσότερους βουλευτές, η εκλογική τους δύναμη όμως θα είναι περίπου η ίδια.
Δεύτερο (φυσική συνέχεια του πρώτου) τα μεγάλα κόμματα υποτίθεται ότι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση με την απλή αναλογική. Και αυτό δεν ισχύει σήμερα, με βάση τα γκάλοπ. Τα ποσοστά της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα προσεγγίσουν αυτά των προηγούμενων εκλογών. Επειδή, μάλιστα, ακολουθούν κατά πάσα πιθανότητα και νέες εκλογές, δεν αποκλείονται στις δεύτερες εκλογές τα ποσοστά των δυο μεγάλων να ξεπεράσουν αυτά που πήραν το 2019.
Τρίτο, υποτίθεται ότι η απλή αναλογική δημιουργεί το πλαίσιο για προγραμματικές συγκλίσεις και συνεργασίες, αφού για να σχηματιστεί κυβέρνηση απαιτούνται ευρύτερες συναινέσεις. Ούτε αυτό φαίνεται να ισχύει σήμερα. Σε κανέναν πολιτικό χώρο δεν προκύπτει αυτή τη στιγμή μέτωπο πολιτικών δυνάμεων προθύμων να συνεργαστούν. Ούτε στη Δεξιά ούτε στο Κέντρο, ούτε στην Αριστερά.
Τέταρτο, η απλή αναλογική θεωρητικά ευνοεί τη χαλαρή ψήφο, ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι ψηφοφόροι γνωρίζουν ότι ακολουθεί δεύτερη εκλογική αναμέτρηση με ενισχυμένη αναλογική. Αυτή η χαλαρότητα θα μπορούσε να οδηγήσει σε ψήφο υπέρ των μικρότερων κομμάτων ή ακόμη και σε αποχή. Ακόμη κι αυτό, όμως, έχει σχετικά περιορισμένες πιθανότητες να συμβεί. Το γεγονός ότι από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι σήμερα δεν έχουν στηθεί κάλπες δημιουργεί αυξημένο ενδιαφέρον των ψηφοφόρων και λειτουργεί υπέρ της μαζικής συμμετοχής στις εκλογές.
Με αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι οδεύουμε σε εκλογές απλής αναλογικής μέσα σε πολιτικό περιβάλλον… ενισχυμένης αναλογικής. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί έχει σχεδόν προεξοφληθεί ότι οι κάλπες θα είναι διπλές αλλά και γιατί η πρώτη κάλπη είναι τόσο κρίσιμη, αφού ουσιαστικά θα καθορίσει το εκλογικό δίλημμα της δεύτερης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News