Ενας φλογερός πόλεμος και μια σειρά από ηρωικές δράσεις. Μια καίρια παρέμβαση των ξένων όταν η φλόγα άρχισε να σβήνει. Σκληρές εμφύλιες αντιπαραθέσεις εν μέσω, ακόμα, του αγώνα για την ελευθερία. Ηταν αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά της Ελληνικής Επανάστασης; Ηταν και αυτά, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πολλά περισσότερα. Διακόσια συν τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της ένοπλης ανταρσίας κατά των Οθωμανών, οι αναγνώσεις του 1821 ανοίγουν νέους ορίζοντες στο νόημα της ίδιας της Επανάστασης ως πράξης, αλλά και όσων ακολούθησαν.
Πριν απ’ όλα, η Επανάσταση ήταν ένα γεγονός – κόντρα στα ευρωπαϊκά δρώμενα και δεδομένα. Μετά την εποχή του Ναπολέοντα, το παλαιό καθεστώς είχε αναβιώσει, με συντηρητικούς μονάρχες να ξορκίζουν κάθε προσπάθεια αναθεώρησης των συνόρων – αυτά είχαν χαραχθεί ξανά, βαθιά ανάμεσα στις ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες.
Είκοσι πέντε χρόνια πολέμου και ανατροπών, φτώχειας και ζωής μέσα στα συντρίμμια των άλλοτε μεγαλειωδών πόλεων, ήταν αρκετά. Αυτά συμφώνησαν στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815 οι νικήτριες των ναπολεόντειων πολέμων: Αγγλία, Πρωσία, Αυστρία και Ρωσία. Εξ ου και η άμεση, καθολική καταδίκη της κίνησης του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, ακόμα και από το «ξανθό γένος», που τόσο πιστεύαμε ότι θα στέρξει να μας απελευθερώσει.
Και όμως. Ο αγώνας των Ελλήνων δεν ήταν σαν αυτόν των Ιταλών, που καταπνίγηκε εν τη γενέσει του. Επιβίωσε. Απλώθηκε στον κυρίως ελλαδικό χώρο και, ως γεγονός πια, λειτούργησε αντιστρόφως: ως πηγή έμπνευσης, τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Αμερική. Εγινε πηγή έμπνευσης για την ελευθερία, έδωσε ξανά νόημα στην ελπίδα. Οι λαοί, δια της δημιουργίας των εθνικών κρατών, μπορούν να σπάσουν τα αυταρχικά δεσμά και να επιβάλουν τις εμπνευσμένες από τη Γαλλική Επανάσταση φιλελεύθερες αρχές.
«Η ιδέα του έθνους-κράτους δεν ήταν ελληνική, υλοποιήθηκε όμως στην Ελλάδα», έχει πει σχετικά ο βρετανός καθηγητής Νεοελληνικής Γλώσσας και Ιστορίας, διάσημος ελληνιστής, Ρόντρικ Μπίτον, αναδεικνύοντας την ουσία της Ελληνικής Επανάστασης. Και κυρίως του αποτελέσματός της. Η Ελλάδα ήταν το πρώτο ανεξάρτητο κράτος που ιδρύθηκε στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Η Ιταλία, όπως και η Γερμανία του Βορρά, ακολούθησαν τουλάχιστον 30 χρόνια μετά.
Μέσα σε λίγους μήνες ο αγώνας των Ελλήνων μετατράπηκε σε κάτι πολύ σπουδαίο για τους Ευρωπαίους. Το φιλελληνικό κίνημα διογκώθηκε, καθώς ο πόλεμος διαδραματιζόταν στο έδαφος που τροφοδότησε κάποτε την Αναγέννηση. Δεν ήταν δυνατόν οι επαναστάτες να μείνουν απροστάτευτοι. Κι ας είχαν ελάχιστη σχέση με τους προγόνους τους.
«Είναι διαφορετικό να μιλάς εκ μέρους των αρχαίων Ελλήνων ή των Σπαρτιατών από το να είσαι Βούλγαρος ή Βλάχος» συμπεραίνει με αφοπλιστική ευστοχία ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ. Οπως είναι διαφορετικό να επαναστατείς έναντι μιας παλαιάς ευρωπαϊκής μοναρχίας ή κατά των οπισθοδρομικών Οθωμανών.
Οι φιλέλληνες πίεσαν τις κυβερνήσεις της Ευρώπης να μην καταστείλουν την Επανάσταση. Η σφαγή της Χίου και οι κτηνωδίες του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο κινητοποίησαν την κοινή γνώμη της εποχής, σβήνοντας την όποια απογοήτευση απλώθηκε στο κίνημα μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, αλλά και όταν οι εμφύλιες έριδες βγήκαν στην επιφάνεια. Η έξοδος του Μεσολογγίου ήταν το καταλυτικό γεγονός που οδήγησε στην παρέμβαση της ναυμαχίας του Ναβαρίνου.
Οσο σημαντικά, όμως, υπήρξαν τα γεγονότα και η βοήθεια των ξένων, εξίσου και ακόμα περισσότερο καίρια ήταν η αντοχή των ίδιων των Ελλήνων. Επτά συναπτά επαναστατικά, πολεμικά έτη. Κάτι καθόλου συνηθισμένο για εκείνα τα χρόνια. Αλλά κυρίως κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Στο 1827 φτάσαμε διότι οι απλοί πολεμιστές, αλλά και αυτοί που είδαν τις ζωές τους να ανατρέπονται μετά την άνοιξη του 1821, φτωχοί και πλούσιοι, παρέμειναν πιστοί στη βασική αρχή του αγώνα: επιστροφή υπό τον οθωμανικό ζυγό δεν νοείτο πια. Το πνεύμα της Επανάστασης ξαναζωντάνεψε ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε.
Θα υπήρχε ελληνικό κράτος χωρίς τις Μεγάλες Δυνάμεις; Το ερώτημα είναι, μάλλον, επιτηδευμένα ελλειμματικό. Ούτως ή άλλως ουδείς, ούτε ο πλέον αισιόδοξος επαναστάτης, ονειρευόταν το 1821 ότι λίγα χρόνια μετά η Ελλάδα θα ήταν μια ανεξάρτητη χώρα. Δεν ώθησαν, όμως, οι ξένοι τον Αγώνα. Το αντίθετο έγινε.
Πρώτοι οι Βρετανοί αντιλήφθηκαν, αφενός τη μακρά διάρκεια του πολέμου, αφετέρου ότι αν ένα νέο θαλασσινό κράτος γεννιόταν στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, τότε θα ήθελαν να το έχουν υπό την επιρροή τους. Ετσι σύρθηκαν και οι Ρώσοι στο Αιγαίο, με αποτέλεσμα να φτάσουμε το 1830 στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου.
Τι παραμένει κοινό από τότε έως σήμερα και είναι στην ουσία ένα από τα βαθιά, αλλά λανθάνοντα, νοήματα της Επανάστασης; Η πραγματικότητα ότι η Ελλάδα είναι αδύνατο να κινείται μόνη της στον χωροχρόνο της Ανατολικής Μεσογείου. Σχετίζεται με τους συμμάχους της και, δυστυχώς γι’ αυτήν, ετεροκαθορίζεται, τόσο στην Ιστορία όσο και στη συγχρονία, από έναν μεγάλο γείτονα και αντίπαλο. Αυτή είναι η θέση της στον κόσμο. Επηρεάζει στο πεδίο των συμβόλων, επηρεάζεται όμως σε αυτά της πολιτικής και της διπλωματίας. Πολλές δεκάδες τα παραδείγματα από τότε έως και σήμερα.
Πολύς ο λόγος και για τον διχασμό μεταξύ των Επαναστατών. «Ιδιον των Ελλήνων», όπως λανθασμένα υποστηρίζουν πολλοί. Γνωρίζουμε, άραγε, τον βαθμό διαφορετικότητας και, κυρίως, τις εντελώς παράταιρες βλέψεις μεταξύ των ομάδων που συμμετείχαν στον Αγώνα για το πώς θα διαμορφωνόταν το δίκτυο της μεταπολεμικής εξουσίας; Ποιος θα είχε τον πρώτο λόγο; Οι «πολιτικοί» ή οι στρατιωτικοί; Οι αυτόχθονες ή οι ετερόχθονες; Οι αγρότες, που αποτελούσαν το 80% του πληθυσμού, ή οι ολιγάριθμοι εκπρόσωποι των καχεκτικών ελίτ;
Πώς μπορούσαν να συνεννοηθούν όλοι αυτοί από τη στιγμή που δεν μιλούσαν καν την ίδια διάλεκτο; Ολοι αυτοί, μαζί και χώρια, έπρεπε να ορθώσουν μια χώρα φτωχή σε ένα έδαφος ολοκληρωτικά κατεστραμμένο από τον πολυετή πόλεμο. «Mοιάζει με μια αγαπημένη φίλη που την άφησες στο άνθος της ομορφιάς της και τώρα την ξαναβλέπεις ξεμαλλιασμένη, με παραμορφωμένο πρόσωπο. Αυτή δεν είναι η λαμπερή και ξακουστή Αθήνα, αυτό που βλέπω είναι μια απέραντη σωρός ερειπίων, μια άμορφη καφετιά μάζα από χαλίκια και σκόνη». Αυτά θυμάται από τη μετέπειτα ελληνική πρωτεύουσα, το 1832, ο Λουδοβίκος Ρος, ο πρώτος καθηγητής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
1821, 1830, 1897, 1912, 1922, 1940, 1974. Σε αυτά και άλλα πολλά έτη κρύβονται τα θεμέλια της σημερινής Ελλάδας. Σε όσα έγιναν τότε στήνονται τώρα οι βάσεις για να καταλάβουμε ποιοι είμαστε. Να αντιληφθούμε τι και γιατί είναι η Ελλάδα. Το ζήτημα είναι αν είμαστε διατεθειμένοι να το κάνουμε. Αν κρίνουμε από όσα άφησε πίσω της η δήθεν λαμπρή επέτειος του 2021, τότε τα μηνύματα είναι εξαιρετικά δυσοίωνα. Ως συνήθως, μένουμε στα τετριμμένα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News