Ξεκινάω να διαβάσω ένα κείμενο στο The Atlantic για τον Τομ Χανκς και το νέο του βιβλίο, ένα μυθιστόρημα που θα έχει τον τίτλο «The Making of Another Major Motion Picture Masterpiece».
Το κείμενο –που είναι στην πραγματικότητα μια συνέντευξη αναμειγμένη με την ιστορία του ηθοποιού– όπως κάνουν πάντα οι Αμερικανοί, επειδή έχουν πάρα πολύ χρόνο και χώρο για να γράφουν ό,τι θέλουν, είναι μεγάλο. Τεράστιο. Συνεχίζω να διαβάζω, αλλά κάθε λίγο σταματάω και αφαιρούμαι, κάπου έχω κολλήσει.
Πιάνω ξανά να διαβάζω, πηδάω τις παραγράφους, επιστρέφω σε άλλες· δεν έχει καμία συνοχή ο τρόπος που διαβάζω την ιστορία-συνέντευξη, κάτι άλλο –πιο σημαντικό– συμβαίνει παράλληλα στο μυαλό μου. Αυτό το στάδιο που κάτι συμβαίνει στο μυαλό σου αλλά δεν ξέρεις ακριβώς τι, είναι πάντα λίγο δύσκολο, σε μπερδεύει. Μετά, κάποια στιγμή, έρχεται και παίρνει σχήμα.
Με βοηθάει ο ίδιος ο Χανκς, που ξαφνικά «μου μιλάει» σαν υποβολέας, λίγες παραγράφους πριν από το τέλος της ατελείωτης συνέντευξης-ιστορίας: «Θα ήθελα να είμαι συγκεντρωμένος», (μου) λέει, «αλλά έχω αυτή τη διάσπαση προσοχής και στο μυαλό μου μαζεύονται διαρκώς και παράλληλα πολλές ιστορίες. Γι αυτό και ξεκίνησα να γράφω. Δεν είμαι συγγραφέας, αλλά έπρεπε να γράψω για να πω όλες αυτές τις ιστορίες που είναι μαζεμένες στο μυαλό μου».
Σ’ ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια, Τομ, ας πάμε παρακάτω.
Υπάρχει πάντα ένας λόγος που κάποιοι έχουν ιστορίες στο μυαλό τους κι αυτές τούς πυροβολούν το κεφάλι από μέσα και δεν τους αφήνουν να ησυχάσουν. Θα ήθελες, Τομ, να πούμε στον κόσμο πώς μαζεύονται εκεί; Φυσικά και θέλεις, γι’ αυτό έγινες συγγραφέας, κι ας λες εσύ ταπεινά ότι δεν είσαι.
Από τα οκτώ του χρόνια ως τα 17 ο Χανκς έκανε κάθε δύο ή τρεις εβδομάδες το ίδιο ταξίδι με ένα λεωφορείο της γραμμής. Πήγαινε από το Οκλαντ, όπου ζούσε με τον πατέρα του, στο Ρεντ Μπλαφ, μια μικρή πόλη στη βόρεια Καλιφόρνια, για να δει τη μητέρα του. Οι γονείς του είχαν χωρίσει στα πέντε του και δεν έζησε έκτοτε μαζί της, πέρα από αυτές τις επισκέψεις του Σαββατοκύριακου.
Το μοναχικό ταξίδι από το Οκλαντ ως το Ρεντ Μπλαφ διαρκούσε περίπου τέσσερις ώρες. Και την επόμενη μέρα, άλλες τόσες η επιστροφή. Ο Τομ καθόταν πάντα δίπλα στο παράθυρο. Μερικές φορές διάβαζε ίσως ένα κόμικ, αλλά κυρίως κοίταζε τον κόσμο από το παράθυρο του λεωφορείου της γραμμής.
Ο ίδιος έχει περιγράψει τις εικόνες που έβλεπε, δεν είναι δύσκολο να τις φανταστείς κιόλας όμως. Ακόμη καλύτερα μπορείς να κλείσεις τα μάτια και να φανταστείς το δικό σου παιδικό ταξίδι, τις δικές σου εικόνες, αυτές που έπλασαν τις δικές σου ιστορίες μέσα στο κεφάλι σου.
Πού πηγαίνεις; Είναι το μακρύ ταξίδι με το αυτοκίνητο προς το χωριό ή τον τόπο διακοπών κάθε Πάσχα και τα καλοκαίρια; Η πρωινή και η μεσημεριανή διαδρομή με το πούλμαν ή το λεωφορείο για το σχολείο; Μοναχικοί περίπατοι όταν σ’ έστελνε η μάνα σου να πάρεις ψωμί κι εσύ εξερευνούσες τη γειτονιά;
Να, ένας άνθρωπος περπατάει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τι να σκέφτεται; Πού πηγαίνει; Ποιος τον περιμένει; Ενα αεροπλάνο γεμάτο επιβάτες ψηλά στον ουρανό· από πού να έφυγαν και πού κατευθύνονται; Ενα φύλλο που επιπλέει στο νερό, δίπλα στο πεζοδρόμιο, γίνεται βάρκα, καράβι, περνάει γιγαντιαίους καταρράκτες και ωκεανούς, παλεύει με κύματα, φτάνει κατάκοπο στο λιμάνι. Τα σπίτια «τρέχουν» έξω από το παράθυρό σου· τα σπίτια κανονικά είναι σταθερά, όμως αυτά τα συγκεκριμένα κινούνται, εσύ είσαι ο σταθερός πόλος στον κόσμο, δεν κινείσαι εσύ, αλλά όλα έξω από σένα. Ποιοι ζουν σ’ αυτά τα σπίτια που τρέχουν; Είναι χαρούμενοι, κάνουν όνειρα, τσακώνονται, αγαπιούνται, ή μήπως κοιτάζουν μόνοι από το παράθυρό τους το αυτοκίνητο που περνά; Συναντιούνται φευγαλέα τα βλέμματά σας; Τι θα σου έλεγαν αν κατέβαινες από το λεωφορείο και πήγαινες να τους μιλήσεις; Πόσες συναρπαστικές ιστορίες γεννιούνται από κάθε «αν»;
Ο Χανκς δεν κρύφτηκε ποτέ για τον τρόπο που μεγάλωσε. Δεν έπλασε, σε αντίθεση με τους περισσότερους, κανέναν όμορφο μύθο για να αισθανθεί ο ίδιος καλύτερα, αλλά ούτε και μια φρικαλέα ιστορία για να ταΐσει τα ταμπλόιντ και το κοινό. Not great, not terrible, αυτά ήταν τα παιδικά του χρόνια. Οπως όλων μας, στην πραγματικότητα.
Η δική του ιστορία είναι απλή: Οι χωρισμοί των γονιών του (μεταξύ τους, αλλά και από άλλους ανθρώπους), οι συναισθηματικές απουσίες, οι αποστάσεις και η μοναξιά άνοιξαν έναν τεράστιο χώρο μέσα του, που άρχισε να γεμίζει με αφηγήματα. Κάποια από αυτά έγιναν ο τρόπος που έπαιξε τους ρόλους του. Τώρα, γίνονται τα βιβλία του.
Ενα μοναχικό παιδί κάθεται δίπλα σε ένα παράθυρο λεωφορείου, κοιτάει τον κόσμο που «τρέχει» απ’ έξω και φαντάζεται όλα όσα θα μπορούσαν να συμβούν, όλα όσα θα μπορούσε να γίνει το ίδιο. Πλέκει τα «αν» σε έναν ατελείωτο ιστό δυνατοτήτων.
Ολοι έχουμε υπάρξει αυτό το παιδί. Μπορεί να μη γίναμε Τομ Χανκς, οι περισσότεροι ξέχασαν μεγαλώνοντας και να φτιάχνουν ιστορίες, τους κατάπιε η πραγματικότητα, αλλά εκείνες οι ιστορίες που πλάσαμε τότε υπάρχουν πάντα. Εμφανίζονται, σε ανύποπτες στιγμές, πίσω από κάποια γωνία, και μας κλείνουν το μάτι. Και ακόμη κι αν δεν τις γράψαμε και δεν τις είπαμε ποτέ, συνεχίζουν να μας ανακουφίζουν μυστικά, όπως και τότε που τις εφηύραμε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News