Δεν χάνει ούτε μία ευκαιρία. Τόσο όταν βρει σε διεθνές βήμα, όσο και στο εσωτερικό. Η ηχηρή υποστήριξη της τρομοκρατικής οργάνωσης Χαμάς και οι μύδροι κατά του Ισραήλ είναι απλώς οι αφορμές. Στην πραγματικότητα ο Ταγίπ Ερντογάν αφενός αναδεικνύει τις τελευταίες εβδομάδες το νεο-οθωμανικό όραμά του, με σαφείς προβολές στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή και με τον ίδιο στον ρόλο του υπερεθνικού ηγέτη των μουσουλμάνων. Αφετέρου ξεδιπλώνει την ευρύτερη στρατηγική της Αγκυρας, 100 χρόνια μετά την ίδρυση της Δημοκρατίας, στις απαρχές του «Αιώνα της Τουρκίας». Με τη χώρα να αναζητά ξανά την πορεία της. Αν όχι σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από τη Δύση, τότε σίγουρα χωρίς τις συμμαχικές εξαρτήσεις και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις. Ως δύναμη που δεν ακολουθεί, αλλά χαράσσει τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Και τέλος, ως κράτος που επιδιώκει να ηγεμονεύσει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορά του.
Πόσοι περίμεναν να ακούσουν τον Ταγίπ Ερντογάν μέσα στο Βερολίνο να λέει στον γερμανό καγκελάριο ότι η Τουρκία δεν χρωστάει τίποτα στο Ισραήλ, επειδή δεν κουβαλά το «βάρος» του Ολοκαυτώματος και άρα μπορεί να μιλάει ελεύθερα; Να σκάβει δηλαδή ξεδιάντροπα το συλλογικό μεταπολεμικό τραύμα που φέρουν οι Γερμανοί εξαιτίας του χιτλερικού παρελθόντος τους; Και όμως, ο τούρκος πρόεδρος το έκανε, εκμεταλλευόμενος πλήρως το γεγονός ότι εκείνη την ημέρα όλα τα φώτα της δημοσιότητας ήταν στραμμένα στον ίδιο και τον Ολαφ Σολτς. Αν, δε, ο καγκελάριος έβαζε στην άκρη την έως και παρεξηγήσιμη ψυχραιμία του, τότε σήμερα θα μιλούσαμε για ένα διπλωματικό επεισόδιο άνευ προηγουμένου. Και μάλιστα μεταξύ δύο χωρών με εκλεκτικές διπλωματικές συγγένειες, που ξεκινούν από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και φθάνουν έως και τον 21ο αιώνα.
Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει επιλέξει τον δρόμο του. Το βράδυ της Δευτέρας στράφηκε για ακόμα μια φορά εναντίον της Δύσης. Εν συνόλω. Η υποστήριξη των ευρωπαϊκών χωρών προς το Ισραήλ οφείλεται στο αίσθημα «ντροπής» για το Ολοκαύτωμα, είπε μαινόμενος μετά τη συνεδρίαση του τουρκικού Υπουργικού Συμβουλίου, κατηγορώντας ευθέως Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες ότι δεν αντιδρούν στα εγκλήματα πολέμου του Ισραήλ στη Γάζα.
Και αμέσως μετά έφερε την υπόθεση στα μέτρα του. Όπως συνήθιζε να λέει στις επετειακές εκδηλώσεις του 1922 για τους ξένους επιβουλείς των οθωμανικών εδαφών, έτσι και τώρα: «Αν δεν αντιδράσουμε σε αυτό που συμβαίνει στη Γάζα, οι εισβολείς αύριο θα φτάσουν στα δικά μας εδάφη». Το αφήγημα του Ερντογάν περί των «συνόρων της καρδιάς», πλαισιώνεται από μια α λα Τούρκα γεωγραφία: Γάζα, Καραμπάχ, Μοσούλη, Θεσσαλονίκη, Χαλέπι, Τρίπολη. «Κάθε γεγονός που λαμβάνει χώρα γύρω μας, από τα Βαλκάνια μέχρι τον Καύκασο, από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, μας αφορά άμεσα», ήταν τα ακριβή λόγια του τούρκου προέδρου, ο οποίος για ακόμα μια φορά διαχώρισε τα επίσημα από τα «πολιτικά» και «πολιτιστικά» σύνορα της Τουρκίας. Τα δεύτερα εκτείνονται από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος στην Κίνα. Αν δεν είναι αυτό αναθεωρητικό, αυτοκρατορικό αφήγημα, με σαφή τάση αναβίωσης του οθωμανικού παρελθόντος της Τουρκίας τότε ποιο είναι;
Προκύπτει, λοιπόν, ευλόγως μια σειρά από ερωτήματα: Τι ακριβώς έρχεται να κάνει ο Ερντογάν στην Αθήνα, μάλλον και στην Κομοτηνή; Είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν ότι ο τούρκος πρόεδρος, έχοντας ξανά πάνω του τους προβολείς της διεθνούς δημοσιότητας, θα διστάσει να επαναλάβει από την ελληνική πρωτεύουσα όλα αυτά που με ιδιαίτερη φόρτιση και ειδική στόχευση λέει όπου σταθεί και όπου βρεθεί; Τι θα σημάνει κάτι τέτοιο για τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις; Με λίγα λόγια, αντέχουμε να ακούσουμε τον Ερντογάν να ξεδιπλώνει από την Αθήνα τους παράλογους οραματισμούς του;
Η πραγματικότητα είναι ότι όσο ήπια ήταν η ατμόσφαιρα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τους μήνες μετά τους φονικούς σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου, τόσο τις τελευταίες ημέρες η κατάσταση φαίνεται να εκτραχύνεται ξανά. Σχεδόν παραλλήλως με τον Ερντογάν, ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών πάτησε την κόκκινη γραμμή για τη Θράκη, μιλώντας για «τουρκική μειονότητα», η οποία και χρίζει επίβλεψης και προστασίας από την Αγκυρα. Αντίστοιχες οι αναφορές και για την Κύπρο, με τον Χακάν Φιντάν να επαναλαμβάνει την παράνομη θέση για δύο κράτη. Λίγες ώρες πριν, ο αρχηγός του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού επανέφερε στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών, το οποίο και συνέδεσε με την κυριαρχία τους.
Είναι φανερό ότι η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να προστατεύσει τον εν εξελίξει ελληνο-τουρκικό διάλογο, μη σηκώνοντας το γάντι σε όλα όσα ακούγονται από την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Η θέση της Αθήνας παραμένει ίδια: Ας συζητάμε για όσα μπορούμε να συζητάμε και ας αφήσουμε τα υπόλοιπα στην άκρη. Αυτό, πράγματι, είναι εφικτό για ένα μικρό χρονικό διάστημα, όχι όμως για πάντα. Διότι αργά ή γρήγορα θα μπουν στο τραπέζι και τα μείζονα.
Ηδη, δια στόματος Κυριάκου Μητσοτάκη έγινε γνωστό ότι στις 7 Δεκεμβρίου στην Αθήνα θα διαφανεί αν οι δύο πλευρές μπορούν έστω να καταλήξουν σε ένα κοινό πλαίσιο προσέγγισης για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Άλλωστε, μικρή σημασία έχει αν οι υπουργοί που θα συμμετάσχουν στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας θα υπογράψουν πρωτόκολλα συνεργασίας στα θέματα της ήπιας διπλωματίας. Τέτοιες κινήσεις, πέραν της θετικής διάθεσης που ενδεχομένως αποτυπώνουν, δεν δύνανται να δώσουν πραγματική ώθηση στις διμερείς σχέσεις. Η ουσία είναι ότι η τουρκική στρατηγική σε Αιγαίο, Θράκη, Κύπρο και Ανατολική Μεσόγειο, πλήρως ανταγωνιστική με τα ελληνικά συμφέροντα, είναι πανταχού παρούσα και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει.
Ανεξαρτήτως της τροπής που θα πάρουν τα πράγματα και με δεδομένο ότι ο χρόνος έως τις 7 Δεκεμβρίου είναι εξαιρετικά πυκνός, το βέβαιο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει να φοβηθεί κάτι, ούτε στο διπλωματικό επίπεδο, ούτε επί του πεδίου. Απλώς θα πρέπει να είναι έτοιμη για- ακόμα μια στροφή- στον σκληρό ρεαλισμό που ορίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News