Εάν είχες φάει τρεις σφαίρες που σε είχαν καθηλώσει σε αναπηρικό αμαξίδιο, μια σχεδόν άσημη Ανατολικογερμανίδα σου έκλεβε κόμμα και εξουσία και σε μισούσε μια ολόκληρη χώρα, θα είχες κάθε λόγο να θεωρείς τον εαυτό σου νεκρό. Δεν είναι η περίπτωση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ο άνθρωπος που αγαπήσαμε να μισούμε κλείνει τα 74 του χρόνια – γεννήθηκε 18 Σεπτεμβρίου του 1942. Και πριν προλάβει να του ευχηθεί κανείς χρόνια πολλά ή να τον στολίσει με κατάρες, φρόντισε να κάνει στον εαυτό του ένα δώρο που θα έκανε μόνο όποιος αισθάνεται αειθαλής: μια νέα υποψηφιότητα για τη Μπούντεσταγκ στις εκλογές του επόμενου Σεπτεμβρίου.
Η ζωή του Σόιμπλε σημαδεύτηκε από τρία περιστατικά που κάνουν την περίπτωσή του κάπως ιδιαίτερη. Τη δεκαετία του 1990 θεωρείτο ο φυσικός διάδοχος του Χέλμουτ Κολ στη Χριστιανοδημοκρατική Ενωση. Ηταν αυτός που ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος όταν ο πατέρας της γερμανικής επανένωσης εγκατέλειπε την καγκελαρία έπειτα από 16 ολόκληρα χρόνια κι αφού έχασε στις εκλογές του 1998 από τον σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ. Δεν έμαθε ποτέ εάν θα έπαιρνε τη ρεβάνς για τους χριστιανοδημοκράτες στις εκλογές του 2002: τον πρόλαβε στη στροφή η Ανγκελα Μέρκελ που με μια παρέμβαση από την Frankfurter Allgemeine Zeitung έθεσε θέμα – μόνη αυτή – απογαλακτισμού του κόμματος από το ιερό τοτέμ του.
Ολοι θα πουν ότι η Μέρκελ πήρε το κόμμα μέσα από τα χέρια του. Εκείνος θα πει για εκείνην το 1999 – έναν χρόνο πριν της παραδώσει το κόμμα – ότι μια μέρα θα γίνει καγκελάριος της Γερμανίας. Πραγματισμός; Διορατικότητα; Προσαρμοστικότητα στις αναποδιές της ζωής; Ο,τι και να ήταν, του χρειάστηκε όταν σε μια πολιτική συγκέντρωση στη Βάδη-Βυτεμβέργη εννέα χρόνια νωρίτερα ένας κάποιος Ντίτερ Κάουφμαν, που στη συνέχεια αποδείχθηκε ψυχικά διαταραγμένος, τον πυροβόλησε τρεις φορές με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει σοβαρά στο πρόσωπο και στη σπονδυλική στήλη.
Ετσι τον γνωρίσαμε εδώ πριν από περίπου επτά χρόνια. Και περίπου έτσι τον μισήσαμε. Από τα τρία επεισόδια που σημάδεψαν τη ζωή του, είναι βέβαιο ότι αυτό με την Ελλάδα σχεδόν τον διασκεδάζει. Η σχέση του με την Ελλάδα – ή μάλλον η σχέση της Ελλάδας μαζί του – μπορεί να συμπυκνωθεί σε ένα σκίτσο και ένα διάλογο στο twitter. Το σκίτσο δημοσιεύθηκε στον ελληνικό Τύπο τον Ιούνιο του 2014 και δείχνει τον Σόιμπλε, πνιγμένο στο μίσος, να κραδαίνει ένα τεράστιο πέος. Γύρω του, στα χρώματα της γερμανικής σημαίας, κρέμονται λέξεις και φράσεις: Καπούτ, Γκρέξιτ, Πιγκς, Ντόιτσλαντ Ούμπερ Αλες, Αϊν Νάτσιον, Αϊν Φίρερ, Νταχάου, Μπέλσεν.
Στο Twitter ήταν μια δημοσιογράφος τηλεοπτικού δικτύου που ενημέρωνε το κοινό ότι «το συνεχίζει ο εκπρόσωπος του σακάτη», ενώ κάποια στιγμή του ευχόταν να «κολλήσει τη γρίπη των χοίρων αλλά να μην το ξέρει και να φιλήσει τη χοντροκώλα». Κάποιοι αντέδρασαν, μια αρθρογράφος, σεναριογράφος, συγγραφέας και διάφορα άλλα την παρακαλούσε να σταματήσει γιατί από τα γέλια της έβγαινε η κόκα κόλα από τη μύτη και «τζούζει γαμώτο».
Ετσι βλέπαμε τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Πώς μάθαμε να τον μισούμε τόσο πολύ; Σιγά το δύσκολο. Τότε κυκλοφορούσε πολύ αντιμνημόνιο και κάπου έπρεπε να ενσαρκωθεί. Δεν είναι όπως σήμερα που τις «αντιμνημονιακές δυνάμεις» εκφράζουν μόνο ο Λαφαζάνης και η Ζωή. Τότε τις εξέφραζε ολόκληρος ο ΣΥΡΙΖΑ και η μισή Νέα Δημοκρατία, το παλιό ΠΑΣΟΚ και το προεδρικό ΠΑΣΟΚ, η Χρυσή Αυγή και οι Ανεξάρτητοι Ελληνες. Τότε καθόσουν σε καροτσάκι ντυμένος ναζί για να διαδηλώσεις και σχεδόν όλοι υποκλίνονταν απέναντι στη «δίκαιη οργή» σου.
Πόσο μακριά είναι αυτό το τότε; Πολιτικά, μια αιωνιότητα και κάτι. Τώρα μπορείς να πεις «χρόνια πολλά κύριε Βόλφγκανγκ» και να μην σε κατηγορήσει κανένας για εθνική προδοσία.
Ωραία, αλλά τι δώρο θα ήθελε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για τα γενέθλιά του; Θυμηθείτε τις δηλητηριώδεις ατάκες του, τις χοντράδες που έχει πει κατά καιρούς, το «είναι η οικονομία ανόητε» που εκστόμισε στο φόρουμ του Νταβός ενώ καθόταν δίπλα του ο Αλέξης Τσίπρας, τους σοσιαλιστές που «σπανίως βγάζουν κάτι έξυπνο όταν μαζεύονται μεταξύ τους», και θα το καταλάβετε: θα ήθελε λίγο (αναζωογονητικό) μίσος ακόμη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News