Μπήκε αισίως αυτό το παράδοξο ημι-καλοκαίρι. Με το ημι-σχολείο, την ημι-δουλειά, τον ημι-συγχρωτισμό, την ημι-χαλαρότητα, το ημικαλυμμένο πρόσωπο, την ημι-ζωή εν γένει. Ακόμα και το air condition ημι-χρησιμοποιείται φέτος. Σχεδόν φτάνεις να αναπολείς εκείνο το μακρινό όλον. Τότε που τα πράγματα, οι ρόλοι, οι εποχές ήταν διακριτά. Τότε που δεν ένιωθες και εσύ ολόκληρος, μισός.
Για τους γονείς η μισερή αυτή κατάσταση είναι ακόμα πιο σύνθετη. Το πρώτο καλοκαίρι του κορονοϊού είναι ένας σιχαμερός παχύρρευστος πολτός: ελεγχόμενη αποκλιμάκωση, τηλεργασία, (μάταιη) προσπάθεια για δημιουργική απασχόληση των παιδιών, σφουγγάρισμα στα όρια της εμμονής, αμηχανία για το σήμερα, φόβος για το αύριο, επίβλεψη του e-learning, «θα καταφέρουμε να πάμε στο νησί αυτό το καλοκαίρι ή θα “σκάσει” τίποτε πάλι;». Ειδικά οι διακοπές είναι σχεδόν θέμα ταμπού. Bρίσκονται και αυτές κάπου εκεί στον ορίζοντα, με το συνθετικό «ημι» από κοντά.
O ήλιος καίει, η επιστροφή της καθημερινής ενημέρωσης των 6 μ.μ. καραδοκεί και οι εγχώριοι γονείς ήδη απολαμβάνουν τις πρώτες παρενέργειες της πανδημίας. Πρωτίστως την παντελή διάσπαση προσοχής και το burnout από α) την επιτήρηση των τηλεμαθημάτων και του καθεστώτος ημι-σχολείου: τη μία μέρα το παιδί ξυπνάει στις 7.30 το πρωί, την άλλη στις 12 το μεσημέρι (θυμίζω ότι τα Δημοτικά κλείνουν στις 26/6) β) τη δουλειά με κυκλοθυμικούς από τον παρατεταμένο εγκλεισμό ανηλίκους να βολοδέρνουν στο σπίτι γ) την εναγώνια προσπάθεια να μη φοβίσεις υπερβολικά τα παιδιά, αλλά και να μη τα αφήσεις «χύμα» δ) τον αποκλεισμό παραδοσιακών εναλλακτικών λύσεων (π.χ. γιαγιάς ή κατασκήνωσης) ε) τη θλιβερή συνειδητοποίηση που ανέδειξε χαιρέκακα ο SARS-Cov-2, ότι δεν μπορείς να αστυνομεύεις επί 24ωρου βάσεως ένα έγκλειστο παιδί (ναι, θα «καεί» στο Playstation και δεν θα διαβάσει τα «Ματωμένα Χώματα» που πρότεινε η καθηγήτρια).
Iσως είναι παρήγορο ότι αυτά τα θερινά γoνεϊκά μπλουζ είναι λίγο-πολύ παγκόσμια. «Ο στόχος μας είναι να επιβιώσουμε: να μην πάρουμε διαζύγιο, να μην απολυθούμε από τη δουλειά, να μη φύγουν τα παιδιά από το σπίτι» έλεγε προ ημερών μια απαυδισμένη Καλιφορνέζα στους «New York Times». «Αν το καταφέρουμε αυτό, θα θεωρήσω ότι είμαστε success story».
Τα logistics αυτού του θέρους είναι ακόμα πιο περίπλοκα για τους εργαζόμενους. Είναι η πολύωρη, εξαντλητική, συχνά ενοχική τηλεργασία, ενίοτε με λίαν ευφάνταστους περισπασμούς. Η μητέρα μιας ζωηρής εξάχρονης μού περιέγραφε προ ημερών πώς την ώρα που η ίδια έβγαζε καπνούς πάνω από το laptop, η μικρή την «έχτιζε» με λούτρινα ζωάκια.
Είναι βέβαια και η άλλη, η εργασία με τη «φυσική παρουσία», η οποία συνοδεύεται και από τον φόβο αυξημένης έκθεσης στον ιό. Γυρνάς στο σπίτι πτώμα ή με ισχυρή ημι-κρανία (το πλέον σύνηθες σύμπτωμα για όσους φορούν τη μάσκα επί οκτάωρο) και τα δίδυμα θέλουν βόλτα στο πάρκο! Είναι, επιπλέον, oι χαμένοι εργαζόμενοι του lockdown (προφανώς δεν θα κάτσεις να σχεδιάσεις με λεπτομέρεια τις διακοπές του μικρού Μιχαλάκη, όταν μόλις άνοιξε το γυμναστήριο ή το εστιατόριο στο οποίο εργάζεσαι). Τέλος, είναι οι άνεργοι. Ενας πατέρας μού εκμυστηρεύτηκε τις προάλλες ότι δεν θέλει οι γιοι του να τον θυμούνται στο μέλλον να καθαρίζει όλη μέρα πόμολα και κινητά.
Φέτος ο χρόνος προς τις Πανελλαδικές επιμηκύνθηκε (ξεκινούν αισίως αύριο), με όλες τις ψυχικές επιπτώσεις για όλους στο σπίτι. Επίσης, απουσιάζουν οι συνήθεις εθιμοτυπικές διαδικασίες (π.χ. σχολικές γιορτές, αποφοιτήσεις, παραστάσεις στο μπαλέτο). Η Covid-19 έβαλε ένα άδοξο τέλος στις μικρές και μεγάλες τελετές αποχαιρετισμού. Τα παιδιά δεν θα εκφράσουν ανοιχτά την απογοήτευσή τους (εκτός και αν πηγαίνουν στη Γ΄Λυκείου και δη σε ιδιωτικό σχολείο, οπότε θα αρχίσουν τη μουρμούρα για το χαμένο γκλάμουρ του «commencement»).
Εσύ, όμως, ο ταλαιπωρημένος γεννήτορας εισπράττεις αυτά τα περίεργα vibes, νιώθεις ότι κάτι δεν έγινε σωστά, ειδικά αυτή τη ψαλιδισμένη σχολική χρονιά, οι τελετουργίες του τέλους θα είχαν μεγάλη αξία. Ακόμα και τα χτυποκάρδια των ελέγχων εξανεμίστηκαν (οι έλεγχοι θα σταλούν, εξίσου άδοξα, μέσω μέιλ).
Το ίδιο μισερή και η προσδοκία για την επόμενη χρονιά. Είναι αυτές οι μικρές πινελιές, π.χ. το υπουργείο ζητά από τους μαθητές να κρατήσουν τα βιβλία της φετινής μισοχαμένης (μαθησιακά) σχολικής χρονιάς, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν του χρόνου για την επανάληψη ή την κάλυψη της μη διδαγμένης ύλης. Είναι και οι μεγάλες πινελιές, αυτό το πυκνό μαύρο σύννεφο που ελλοχεύει «από Σεπτέμβριο».
Διόλου τυχαίο ότι ήδη πολλοί γονείς, αντί να ασχολούνται με το πού θα κλείσουν δωμάτιο τον Αύγουστο, κατατρύχονται από το τι μέλλει γενέσθαι το σχολικόν έτος 2020-2021. Ιδιαίτερα αγχωμένοι όσοι έχουν παιδιά που θα πάνε Β ή Γ Λυκείου. Αλλά όχι μόνο. Μητέρα δύο κοριτσιών (στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο) μου έλεγε ότι σκέφτεται να μετακινήσει τη μικρή από το ιδιωτικό σχολείο στο οποίο φοιτούσε μέχρι φέτος, σε δημόσιο. «Για ποιο λόγο να ξοδεύω λεφτά, αν είναι να με περιμένει ένα ακόμη lockdown; Σκέφτομαι να της πάρω και έναν δάσκαλο να τη βοηθάει στο σπίτι».
Μεγάλο επίσης και ακανθώδες το γονεϊκό κεφάλαιο της προσωπικής ζωής. Με την παντελώς ξεχαρβαλωμένη ρουτίνα στο σπίτι (παρά τις παραινέσεις των ειδικών), τα παιδιά ποδοπατούν, σαν εξαγριωμένοι ελέφαντες, και την τελευταία ρανίδα ιδιωτικότητας. Εξ ου και κυκλοφορούν οι γονείς- βαμπίρ (κοιμούνται ξημερώματα για να έχουν λίγο βραδινό χρόνο χωρίς παιδιά) και οι γονείς-κοκόρια (ξυπνούν ξημερώματα για να απολαύσουν έναν ήσυχο καφέ). «Κλέβω» από το Facebook την απελπισμένη στιχομυθία ζεύγους γονέων αργά το βράδυ: «Θα κοιμηθεί νωρίς σήμερα, γιατί δεν κοιμήθηκε το μεσημέρι και είναι ψόφιος. Θα κοιμηθεί νωρίς σήμερα, γιατί έπαιξε πολύ στην πυλωτή κ.ο.κ.».
«Μην πολυσυχνάζεις στο Μοναστηράκι, έχει τουρίστες!» άκουσα προχθές μια μητέρα να λέει στην 15χρονη κόρη της που ήθελε να σουλατσάρει αγεληδόν, «με το crew». Το θερινό αυτό γονεϊκό κολαστήριο του 2020 αναμένεται να συνεχιστεί επ’ αόριστον. Με μια μικρή, αμυδρή ελπίδα ότι, πανδημίας θελούσης, κάποια στιγμή ίσως και να υπάρξουν λίγες ολόκληρες μέρες ξενοιασιάς με πέλαγος και άμμο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News