Υπήρχε μία μακρινή εποχή, στις αρχές και στα μέσα των τρομερών και φοβερών 80s, που η ΕΡΤ μετέδιδε με μανία και συνέπεια αγώνες τένις, κυρίως από το γαλλικό τουρνουά Ρολάν Γκαρός. Μην έχοντας και πολλές επιλογές για ζάπινγκ, και καθώς το ελληνικό μπάσκετ δεν είχε κάνει ακόμη το «μπαμ» του 1987, μικροί και μεγάλοι, παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον κορυφαίους τενίστες και τενίστριες, όπως οι Μπιον Μποργκ, Τζον ΜακΕνρο, Μαρτίνα Ναβρατίλοβα, Στέφι Γκραφ, κ.ά.
Κάθε ελληνικό σπίτι που σεβόταν τον εαυτό του, διέθετε και από μία «επαγγελματική» ρακέτα και μερικά μπαλάκια του τένις, που μπορεί να μην ήξερε πώς ακριβώς να τα αξιοποίησει, υπήρχαν ωστόσο σαν διακοσμητικά κάπου στο παιδικό δωμάτιο, πάνω στο καλοριφέρ, ή για τους πιο τολμηρούς, στο «σύνθετο» του σαλονιού.
Θυμάμαι να παρακολουθώ με τις ώρες, πότε τους παίκτες να κυνηγούν το μπαλάκι και να το χτυπούν με δύναμη, και πότε τους θεατές που βρίσκονταν στο γήπεδο, να γυρίζουν το κεφάλι εναλλάξ δεξιά και αριστερά ώστε να μην χάσουν καμία στιγμή του παιχνιδιού – το να παρακολουθείς αυτούς που παρακολουθούν τένις, είναι ένα ενδιαφέρον θέαμα από μόνο του.
Μου άρεσε το styling με τις πετσετέ κορδέλες στο κεφάλι, που δεν έπετρεπαν τον ιδρώτα να τρέξει μέσα στα μάτια των παικτών. Και τα ασορτί περικάρπια, και οι κοκέτικες κοντές φούστες των γυναικών που αγωνίζονταν, δείχνοντας ταυτόχρονα μαχητικές και γοητευτικές.
Στις αρχές των 90s, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Ηρθε η επέλαση των ιδιωτικών καναλιών και κάπου χάσαμε και τη μπάλα, αλλά και το κίτρινο μπαλάκι, μέσα στη βαβούρα των πρωινάδικων, των σόου και των ελληνικών σίριαλ.
Το τένις συνέχισε να υπάρχει, αλλά έλειπε πλέον από το τηλεοπτικό μενού μας. Ο Ελληνας έγινε περισσότερο οπαδός και λιγότερο φίλαθλος. Φυσικά το ποδόσφαιρο υπήρχε πάντα στη ζωή του, αλλά πλέον είχε και τη νέα τρέλα με το μπάσκετ. Πού καιρός για τένις, όταν έχεις πιο λαοφιλή θεάματα στη διάθεσή σου, που κάνουν ντόρο, προκαλούν κόντρες και ανάβουν τα αίματα.
Και κάπως έτσι, η αντισφαίριση εξορίστηκε από τις προτιμήσεις μας και άρχισε να θεωρείται ένα σπορ για την ελίτ, για τα πλουσιόπαιδα των βορείων ή νοτίων προαστίων, που ξημεροβραδιάζονταν στα «τένις κλαμπ» με τα λεφτά του μπαμπά και τις ευλογίες της μαμάς.
Η μοναδική σύνδεσή μας με το τένις πλέον, ήταν οι εκνευριστικές ξύλινες ρακέτες παραλίας, με τα μπαλάκια να πέφτουν με δύναμη στην πετσέτα ή στο κεφάλι σου, όσο εσύ προσπαθούσες να κάνεις ηλιοθεραπεία.
Και ύστερα ήρθε ο χείμαρρος Στέφανος Τσιτσιπάς και επέβαλε, χάρη στις απανωτές διεθνείς διακρίσεις του, την επιστροφή του τένις όχι ως πρώτη είδηση του αθλητικού δελτίου, αλλά ως πρώτη είδηση στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων.
Την Κυριακή, 20 Ιανουαρίου 2019, δύο ήταν οι ειδήσεις που μονοπώλησαν το ενδιαφέρον μας: από τη μία, το συλλαλητήριο για τη Μακεδονία στο κέντρο της Αθήνας, και από την άλλη, ο 20χρονος Τσιτσιπάς που κατατρόπωνε στην Αυστραλία το εφηβικό του είδωλο, τον 37χρονο Ελβετό Ρότζερ Φέντερερ. «Οι δεξιοί κατεβαίνουν σε διαδηλώσεις και οι αριστεροί κάθονται σπίτι και βλέπουν τένις» ήταν το εύστροφο tweet που έκανε τον γύρο του Διαδικτύου.
Με τους όρους «δεξιός» και «αριστερός» να είναι πιο συγκεχυμένοι από ποτέ, είναι ξαφνικά, λες και επιστρέφει δυναμικά ένα ευγενές άθλημα, αλλιώτικο από τα άλλα στη ζωή και στις συζητήσεις μας. Το τένις σού διδάσκει τον διάλογο: έχεις απέναντί σου τον αντίπαλο-συνομιλητή σου. Κάτι σου λέει, σου πετάει το μπαλάκι κι εσύ τρέχεις να το προφτάσεις, να απαντήσεις, αρνείσαι να το αφήσεις να πέσει κάτω. Κάποιοι που αγαπούν τους συμβολισμούς, θα έλεγαν ότι όταν παίζεις τένις, είναι σαn να έρχεσαι αντιμέτωπος με την καλή ή την κακή εκδοχή του εαυτού σου – και στις δύο περιπτώσεις πασχίζεις να τις ξεπεράσεις.
Ως γνωστόν, ο δημιουργικός διάλογος δεν ήταν ποτέ στα φόρτε μας, δύσκολα θα μπορούσε να αναχθεί σε εθνικό μας σπορ. Ωραία θα ήταν όμως, να εμπνευστούν νέα αγόρια και κορίτσια και να ξεκινήσουν τουλάχιστον προπονήσεις, και ας μην μένουν ούτε στα νότια, ούτε στα βόρεια προάστια της Αθήνας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News