Με το ανέβασμα της «Μήδειας» του Φρανκ Κάστορφ στο Φεστιβάλ της Επιδαύρου εμφανίστηκαν για άλλη μια φορά οι δύο αντίθετες απόψεις σχετικά με τη συγκεκριμένη σκηνοθετική προσέγγιση: η μία άποψη υποστηρίζει πως οι ανατρεπτικές ερμηνείες αρχαίων δραμάτων σε καμιά περίπτωση δεν υποβαθμίζουν τον χώρο του θεάτρου, ενώ η αντίθετη θεωρεί πως τέτοιες σκηνοθεσίες είναι άσχετες ή και υποτιμητικές ως προς τον συγκεκριμένο τόπο.
Ενας τρίτος πόλος είναι οι θεατρόφιλοι, Ελληνες και ξένοι, που σπεύδουν απτόητοι στο θέατρο της Επιδαύρου, ακόμα κι αν διαφωνούν με τις πιο δυστοπικές σκηνοθετικές επιλογές. Μπορεί να τους χωρίζουν οι αισθητικές προτιμήσεις, τους ενώνει όμως η έλξη για τον τόπο και χώρο των παραστάσεων. Μια τέτοια έλξη παραμένει αόρατη για όσους εστιάζουν μόνο στις θεατρικές σκηνοθεσίες.
Το αρχαίο και ανακαινισμένο θέατρο της Επιδαύρου, εναρμονισμένο με το φυσικό τοπίο που το αγκαλιάζει, διατηρεί και ανανεώνει την γοητεία του. Η ατμόσφαιρα αυτού του σκηνικού τόπου γίνεται αισθητή από τους πιο ευαίσθητους επισκέπτες ως κάτι ανεπανάληπτο, ανεξάρτητα από όσα ιλαροτραγικά διαδραματίζονται επί σκηνής.
Γιατί άραγε το θέατρο ως αρχιτεκτόνημα μπήκε στο επίκεντρο της διαμάχης σχετικά με τις σκηνοθεσίες των αρχαίων τραγωδιών και κωμωδιών; Και γιατί τόσο δράμα εκτός σκηνής, όταν εκεί πάνω επικρατεί τέτοιος σκηνοθετικός δραματικός πληθωρισμός, ώστε τελικά κάθε προσδοκία του κοινού για κάθαρση μετά την αποκορύφωση να ξεφουσκώνει σαν τρύπιο πλαστικό μπουκάλι;
Το θέατρο ως τόπος ανάδειξης άλλων τόπων
Ο τόσο ελκυστικός δημόσιος χώρος του θεάτρου, όπως και την αρχαία εποχή, φιλοξενεί στην σκηνή του τους δραματικούς, σκηνικούς τόπους και χώρους, που συνυφαίνονται αδιαχώριστα με την δράση των αρχαίων τραγωδιών και κωμωδιών.
Φυσικά, στην θεατρική σκηνή μπορεί να αναδυθεί ένας τόπος άσχετος με τον οικείο, ασφαλή και αρμονικό χώρο του θέατρου, ένας τόπος διαμετρικά αντίθετος με τον περιβάλλοντα. Ενα πεδίο μανιασμένης μάχης μεταξύ δυο λαών μπορεί να χωρέσει μέσα στο «ξύλινο Ο», όπως απολογείται ο Χορός στον πρόλογο του σαιξπηρικού έργου «Ερρίκος Ε’». Ακόμα κι ένας απροσδιόριστος χώρος στο καπιταλιστικό οπουδήποτε-πουθενά , απόλυτα στείρος και ρημαγμένος, όπως το τριπλό, άγονο τοπίο από το «Υλικό Μήδειας» του Χάινερ Μίλερ. Το τοπίο του θανατερού πολέμου, της ερήμωσης και του βιασμού γης και γυναικών σε σύγχρονη, υστεροκαπιταλιστική εκδοχή, φορτωμένο μέχρι κορεσμού με κάθε είδος απορρίμματα.
Υποστηρίζεται πως οι σύγχρονες σαρωτικές αλλαγές απαιτούν νέες ερμηνείες των αρχαίων μύθων, ερμηνείες που να υπερβαίνουν την κάθε έννοια τόπου, ακόμα και τον τεχνολογικά και καταναλωτικά υπερφορτωμένο σύγχρονο χωροχρόνο. Αλλά και οι σύγχρονες σκηνοθεσίες εμφανίζονται όλο και προκλητικότερες, ακολουθώντας την μοντέρνα και μεταμοντέρνα «παράδοση». Αξίωμα: το πρωτοποριακό θέατρο οφείλει να ταρακουνά τους θεατές, εξαλείφοντας κάθε τι αποχαυνωτικά οικείο και δίνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο σε οτιδήποτε παράδοξο και αφόρητα ανοίκειο.
Τόσο το μοντέρνο θέατρο, όσο και τα μεταμοντέρνα, αποδομιστικά παρακλάδια του, επιχειρούν συστηματικά να αποκαλύψουν σε μας, τους (υποτίθεται) εφησυχασμένους θεατές, πως κάθε τι μυθικό, κλασικό, παραδοσιακό και, γενικά, παλιό, συγκαλύπτει ύποπτα απάνθρωπες μορφές εξουσίας κοινωνιών πατριαρχικών, δουλοκρατικών, σεξιστικών, ρατσιστικών, απολυταρχικών, αποικιοκρατικών, αν και απατηλά δημοκρατικών ( κατά την άποψή τους), όπως η αρχαία αθηναϊκή και , κυρίως η σύγχρονη καπιταλιστική, η δική μας. Όταν τα αρχαία δράματα φωτίζονται ανελέητα με τους προβολείς του κάθε τολμηρού σκηνοθέτη, αποκαλύπτουν τα σάπια δόντια της εξουσίας που χασκογελά ξεδιάντροπα πίσω από την παγιδευμένη δράση των ανύποπτων αυτοκαταστροφικών ηρώων τους, που θα μπορούσαμε να είμαστε κι εμείς.
Ο προσανατολισμός αυτός συνδέεται και με το διεθνές πολιτιστικό μάρκετινγκ, που απευθύνεται σε διεθνείς πολιτισμικούς τουρίστες, επιλέγοντας δραματικές παραγωγές αποσυνδεμένες από συγκεκριμένους τόπους και προβάλλοντας έργα που διαδραματίζονται στο οπουδήποτε-πουθενά, χωρίς ιστορικές και κοινωνικές αναφορές στους τόπους προέλευσής τους. Τέτοιες παραγωγές απευθύνονται σε ένα εξαιρετικά ετερόκλητο κοινό, που χαρακτηρίζεται συνήθως από άγνοια της ιστορίας.
Σύμφωνα με τον Kevin Lynch σε ένα βιβλίο του του 1972, με τον τίτλο « What Time is this Place?” – στο οποίο οι έννοιες της αυθεντικότητας και της ιστορίας προσεγγίζονται με «μεταμοντέρνα» επιχειρήματα – το ζήτημα είναι:«Γιατί να σ ώζουμε πράγματα και τι θα έπρεπε να σώζεται;». Επιχειρώντας να απαντήσει στο ερώτημα πώς να αποκτήσει αξία το παρελθόν, υποστήριξε πως οι τοποθεσίες δεν θα έπρεπε να προσαρμόζονται στις παλιές αξίες , αλλά να χρησιμοποιούνται έτσι ώστε να ενισχύουν το παρόν. Ο Lynch πρότεινε να διατηρείται μόνο οτιδήποτε προέρχεται από το μεσαίο και κοντινό παρελθόν, με το οποίο διατηρούμε πραγματικούς δεσμούς. Σε παράδειγμα του ίδιου, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπως εκείνες του 1500, έπασχαν από ένα συλλογικό σύνδρομο κατωτερότητας απέναντι στον «νέο κόσμο» ενώ εξωράιζαν οτιδήποτε παλιό, χωρίς να γνωρίζουν πραγματικά την ιστορία του, καθώς το συνδύαζαν με το κοινωνικό κύρος.
Με μια αντίστοιχη οπτική, πολλοί σύγχρονοι δραματικοί σκηνοθέτες επαναπροσδιορίζουν ριζικά το περιεχόμενο των αρχαίων δραμάτων με εξαιρετικά προκλητικές σκηνοθεσίες. Με την αποδομιστική αισθητική τους σπάνε την ιστορική σχέση των συγκεκριμένων αρχαίων δραμάτων με το περιβάλλον όπου αυτά παρουσιάζονται: τον τόπο, την τοποθεσία και το θέατρο. Προκειμένου να αποκτήσει η οποιαδήποτε τέτοια παράσταση διεθνή απήχηση, οτιδήποτε τοπικό συνδέεται με αυτήν και κυρίως ο θεατρικός χώρος, εξουδετερώνεται και υποβαθμίζεται σε κραυγαλέα απουσία.
Το θέατρο είτε παραμένει εντελώς ασύνδετο με το εκσυγχρονισμένο δράμα, είτε μπορεί και να βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με αυτό, ώστε να προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη αποξένωση στους σοκαρισμένους θεατές. Τότε αυτοί αγανακτούν, χωρίς ίσως να συνειδητοποιούν τι τους ενοχλεί τόσο έντονα, υπαρξιακά, στην σκηνοθεσία. Διαισθάνονται, βέβαια, κάπως ότι η ονειρική ατμόσφαιρα του θεάτρου, που προκύπτει από τα πολλαπλά στρώματα ιστορίας, μνημών, εμπειριών, επικοινωνίας και δρώμενων, εξατμίζεται βάναυσα όπως ένας λεπτεπίλεπτος πίδακας νερού μέσα στον άγριο καύσωνα.
Το θέατρο ως πολιτιστικό τοπίο και στοιχείο της θεατρικής εμπειρίας
Το κοινό δεν προσέρχεται στο θέατρο μόνο για να δει κάποιο αρχαίο κείμενο να παίζεται σε σύγχρονη ερμηνεία. Σπεύδει εκεί αποζητώντας και μια πολυδιάστατη θεατρική εμπειρία, τόσο ατομικά, όσο και αλληλεπιδρώντας με τους άλλους θεατές. Αυτή η πολύπλευρη εμπειρία, όχι απλώς θέασης, αλλά γενικότερης επικοινωνίας δεν καθορίζεται συγκεντρωτικά από ό,τι διαδραματίζεται οργανωμένα στην σκηνή, αλλά και συνάμα περιφερειακά, από ολόκληρο τον χώρο, τόσο του ίδιου του θεάτρου ως αρχιτεκτονήματος, όσο και όλους τους δημόσιους χώρους γύρω από αυτό.
Το θέατρο της Επιδαύρου – όπως και κάθε αρχαίο θέατρο – ανταποκρίνεται με την ιστορικά εξελιγμένη λεπταίσθητη ποιότητά του σε σύγχρονες ανάγκες, κοινωνικές, λειτουργικές, ακόμα και οικολογικές. Παράλληλα, ικανοποιεί την συναισθηματική ανάγκη του κάθε επισκέπτη να ξεφύγει έστω για λίγο από τους ομοιογενείς, αφαιρετικούς και καταναλωτικούς χώρους των πόλεων.
Το θέατρο προσκαλεί το κοινό και να παραδοθεί ελεύθερα σε έναν ατμοσφαιρικό χώρο τέχνης, να ταξιδέψει νοερά σε ένα δυναμικό τοπίο που αφυπνίζει συναισθήματα, μνήμες και ιστορίες, ατομικές και συλλογικές. Η σύντομη παραμονή σε έναν τέτοιον δημιουργικά «στοιχειωμένο» χώρο, που συνδυάζει την αντοχή στον χρόνο με το φευγαλέο των παραστάσεων, αποτελεί ανακουφιστική ανάπαυλα για όσους εξαϋλώνονται καθημερινά σε ψηφιακούς α-τοπικούς κόσμους. Αυτοί έξαφνα έχουν την ευκαιρία να ανήκουν στιγμιαία σε έναν ξεχωριστό τόπο με απτή υλικότητα, χρονικό βάθος και πλάτος. Εδώ τα ίχνη της ιστορίας γίνονται ορατά ως ατμοσφαιρικά αποτυπώματα, αντί να καλύπτονται με ουδέτερες ή αστραφτερές επιφάνειες, όπως στα καταναλωτικά αστικά τοπία.
Η μορφή του θεάτρου της Επιδαύρου, κλασική και συνάμα διαχρονική, αποτελεί εκτός των άλλων και μια αισθητική απάντηση, ώστε να αναδεικνύεται, όχι μόνο η σκηνοθεσία του κάθε δράματος στην σκηνή του, αλλά και το ίδιο το τοπίο γύρω του. Πρόκειται για ένα πολιτιστικό τοπίο, δηλαδή με έντονα αισθητική διάσταση. Καθόλου τυχαία, αυτήν την στενή σχέση αρχαίου θεάτρου – τοπίου την αναδεικνύουν ευρηματικές αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις σε ανακαινίσεις αρχαίων θεάτρων, όπως το υπαίθριο θέατρο των Δελφών, που διαλύεται μέσα στο τοπίο.
Οι αρχιτέκτονες Σόλων Ξενόπουλος και Ελένη Χατζηνικολάου, που σχεδίασαν την ανάπλαση αυτού του θεάτρου, είχαν σημειώσει σε παλιότερη συνέντευξή τους πως: «Η βασική ιδέα για το συγκεκριμένο θέατρο ήταν να αποτελέσει μια αισθητική πρόταση. Μια ηθική παρέμβαση στο τοπίο. Ο σχεδιασμός του είναι μια ερμηνεία του αρχαίου θεάτρου. Η ιδέα της διάλυσης δεν ήταν μια θεωρητική προεπιλογή. Προήλθε περισσότερο από το υφιστάμενο αρχαίο θέατρο στον αρχαιολογικό χώρο, που μέσα στο πέρασμα του χρόνου, φαίνεται να διαλύεται στον χώρο».
Επομένως, η αισθητική του θεατρικού χώρου, με έντονη την υλικότητά του, συντελεί στην δημιουργία της ατμόσφαιράς του. Αυτή κάνει ορατά κάποια αόρατα στοιχεία από το παρελθόν – όπως τα πολλαπλά επίπεδα ιστορίας και τις διαφορετικές ιστορίες όλων των ανθρώπων που το σημάδεψαν με την παρουσία τους, τις φιλοξενούμενες εκδηλώσεις, μοναδικά δρώμενα με τον απόηχό τους, μαζί με τους θεατές άλλων εποχών. Όλα αυτά αιωρούνται σαν φυσαλίδες μνήμης, αναζωογονητικές για σύγχρονους θεατές με τάσεις αμνησίας του παρελθόντος.
ENΘEΣH
Τι γίνεται όταν κάποιοι σκηνοθέτες αψηφούν ή αγνοούν την ατμοσφαιρική διάσταση του χώρου, με παραγωγές που εκτοπίζουν όχι μόνο τους θεατές από το θέατρο, αλλά και το ίδιο το θέατρο από τον τόπο του;
Μέσα από την ατμόσφαιρα του θεατρικού χώρου τέτοιες παρουσίες γίνονται αντιληπτές από τους πιο ευαισθητοποιημένους επισκέπτες, που τις συνδυάζουν με προσωπικά βιώματα, συνειρμούς, στοχασμούς και αναπολήσεις. Η ατμόσφαιρα του θεάτρου, τελικά, κάνει τους θεατές να βιώνουν πιο έντονα το σκηνοθετημένο δράμα, απολαμβάνοντας και την μεταξύ τους επικοινωνία.
Τι γίνεται όμως όταν κάποιοι σκηνοθέτες αψηφούν ή αγνοούν την ατμοσφαιρική διάσταση του χώρου με παραγωγές που εκτοπίζουν όχι μόνο τους θεατές από το θέατρο αλλά και το ίδιο το θέατρο από τον τόπο του, ο οποίος έξαφνα μετατρέπεται σε απανθρωποποιημένο οπουδήποτε-πουθενά;
Σε αυτήν την περίπτωση, ένα αρχαίο δράμα, που η σκηνοθεσία το μετασχηματίζει σε ένα άλλο, αποξενωτικό έργο, μπορεί αντί να απελευθερώνει τους θεατές, να τους εκνευρίζει, καθώς αλλοιώνει, καταστρέφει την ατμόσφαιρα του τόπου και κυρίως, του θεάτρου όπου παίζεται.
Η έννοια και σημασία της ατμόσφαιρας
Ατμόσφαιρα; Μιλάω για κάτι φαντασματικό και ισχυρίζομαι πως αυτό καταστρέφεται; Η ατμόσφαιρα είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό, άρα δεν αποτελεί κριτήριο υποβάθμισης του χώρου, θα μπορούσε ένα αντιτείνει κανείς. Και όμως.
Ο προβληματισμός σχετικά με την ατμόσφαιρα των τόπων έχει ξεκινήσει από τα μέσα του 20ου αιώνα. Η ατμόσφαιρα στις ημέρες μας αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον σχεδιασμό ελκυστικών, συμπεριληπτικών δημόσιων χώρων, καθώς αυτή συνδυάζεται με το όλο και εντονότερο ενδιαφέρον για τον τόπο, σε έναν κόσμο όπου οι ψηφιακοί χώροι και οι εικόνες απορροφούν τους ασώματους περιηγητές τους.
Οι φαινομενολόγοι φιλόσοφοι έχουν συμφωνήσει πως οι χώροι προκαλούν κάποιες συγκεκριμένες διαθέσεις στους παρευρισκόμενους. Μήπως δεν βρίσκουμε κάποιο δρομάκι αποπνιχτικά στενό; Άλλοτε πάλι μια τεράστια άδεια παραλία μας απελευθερώνει ή, όταν ο ήλιος δύει στην θάλασσα, μας προκαλεί ρομαντικές ονειροπολήσεις.
Θα μπορούσε, βέβαια, να πει κανείς πως η ατμόσφαιρα ενός χώρου αποτελεί προβολή των συναισθημάτων μας σε αυτόν. Αν ίσχυε όμως κάτι τέτοιο, τότε δεν θα άλλαζαν αυτοί οι χώροι την διάθεσή μας, όπως όταν μπαίνουμε σε μια ευρύχωρη αίθουσα συναυλιών, όπου η εξαιρετική ακουστική, το ευχάριστο άρωμα, ο απαλός φωτισμός, τα υλικά των καθισμάτων κλπ. μας χαλαρώνουν και μας προκαλούν ευχαρίστηση, σε αντίθεση με την προηγούμενη μελαγχολία μας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις αντιλαμβανόμαστε πως οι χώροι έχουν κάποια ιδιαίτερη δυναμική, που επηρεάζει τα συναισθήματά μας.
Αυτή η δυναμική είναι η ατμόσφαιρα.
Η Martina Loew, Γερμανίδα αστική κοινωνιολόγος, διερεύνησε ιδιαίτερα την δυνατότητα της ατμόσφαιρας να επηρεάζει συναισθηματικά την σχέση και την επικοινωνία μας με τον χώρο, όπως αυτός διαμορφώνεται πάντα κοινωνικά, μέσα από την δράση των ανθρώπων, καθώς και μέσα από την οργανωμένη, αισθητική, «σκηνοθετημένη» διευθέτηση σε αυτόν ανθρώπων και αντικειμένων.
Η Loew συμφωνεί με προηγούμενους αναλυτές της έννοιας «ατμόσφαιρα» πως αυτή κάνει ορατά τα αόρατα στοιχεία του χώρου. Η ερευνήτρια επισημαίνει πως οι ατμόσφαιρες ενός χώρου, αδιαχώριστες από αυτόν, προκύπτουν από την συγκεκριμένη διευθέτηση αντικειμένων και έμβιων όντων σε έναν τόπο, ώστε αυτές να εμφανίζονται ως «αισθητή μορφή της αόρατης πλευράς του».
Το στοιχείο της σκηνοθεσίας σε έναν τόπο και χώρο είναι καθοριστικό για την δημιουργία ατμόσφαιρας, ιδίως όταν αυτή είναι προσχεδιασμένη, ώστε να προκαλέσει συγκεκριμένες συναισθηματικές αντιδράσεις.
Η δύναμη της ατμόσφαιρας να επηρεάζει το ανθρώπινο συναίσθημα κινητοποιώντας αναμνήσεις, ρουτίνες, συμβολικές δράσεις, ιστορικές αναφορές, δεσμούς με την κοινότητα κλπ. βασίζεται ακριβώς στην σκηνοθετημένη υπόστασή της και, βέβαια, στην ικανότητα κάποιου να την ανιχνεύει.
Τα χαρακτηριστικά του τόπου και του θεάτρου
Μια υπερβολικά αποξενωτική σκηνοθεσία αρχαίου δράματος που εξελίσσεται στο οπουδηποτε-πουθενά και αρνείται την έννοια του τόπου και χώρου φιλοξενίας της, όπως το θέατρο της Επιδαύρου, είναι σα να τραβά μια βαριά αυλαία που εξαφανίζει από τις αισθήσεις των θεατών το θέατρο, το τοπίο και τον τόπο. Μόνο η σκηνή πια μονοπωλεί την προσοχή τους, κρατώντας τους μουδιασμένους και ανίκανους να συλλάβουν την απόκοσμη σκηνοθετική ατμόσφαιρα. Αυτοί παραμένουν συγχυσμένοι και αποσυνδεμένοι από το περιβάλλον του θεάτρου, το οποίο το βιώνουν πια ως ουδέτερο, ίσως και εχθρικό, απειλητικό υπόβαθρο.
Οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις έχουν καταλύσει πολλά νοηματικά δίπολα που αιχμαλώτιζαν την σκέψη μας, μεταξύ των οποίων και τα: παραδοσιακό – μοντέρνο, παλιό – νέο, παγκόσμιο – τοπικό. Οι συνθέσεις των ασυμφιλίωτα αντιτιθέμενων απαιτούν πια μεγαλύτερη φαντασία και δημιουργική ικανότητα, ιδίως από πρωτοπόρους καλλιτέχνες, οι οποίοι δεν μπορούν να αρκούνται στην άρνηση των πάντων και κυρίως των τόπων. (Στη χώρα μας, βέβαια, πολλοί επιμένουν να το ξεχνούν αυτό και να ασκούν κριτική σε θεατρικές παραγωγές βασισμένοι σε ξεπερασμένους διαχωρισμούς). Αλλά και ριζοσπαστικοί θεατρικοί δημιουργοί, όπως ο Χάινερ Μίλερ τείνουν να γίνουν παράδοση. Δεν μπορεί η προσήλωση στο παράδειγμά τους να γίνεται αποδεκτή ως αυθεντία, χωρίς αυτό να σημαίνει την άκριτη απαξίωσή τους.
Μεγαλύτερη πρόκληση για έναν σύγχρονο δραματικό σκηνοθέτη είναι να ερμηνεύσει ένα αρχαίο δράμα που δεν κόβει τους δεσμούς του με τον τόπο όπου παρουσιάζεται, που παρέχει υπαινιγμούς και πληροφορίες γι΄ αυτόν αντί να συσσωρεύει άξενους και αδιάφορους, ομοιογενείς τόπους στην σκηνή, μαζί με σκόπιμα αποκρουστικά αντικείμενα. Μήπως ο κάθε καλλιτέχνης δεν λειτουργεί ως καταλύτης, για να ξανασυνδέσει τους ανθρώπους με τον αποξενωμένο κόσμο, με τους τόπους που τείνουν να εκμηδενίζονται;
Όπως παρατηρεί η επιδραστική αμερικανίδα συγγραφέας περί τέχνης, η Lucy R. Lippard, στο βιβλίο της « The Lure of the Local”, στο οποίο ερευνά την γοητεία των τόπων για τους καλλιτέχνες που τον συμπεριλαμβάνουν συνειδητά στα έργα τους, αντιστεκόμενοι στην σύγχρονη τάση της άρνησής του σε έναν σύγχρονο κόσμο υπερβολικά αποκεντρωμένο και με αβέβαιο μέλλον: «“ μια ηθική του τόπου” απαιτεί για έναν τόπο έναν σεβασμό ριζωμένο βαθύτερα από μια αισθητική εκδοχή του “τουριστικού βλέμματος”, η οποία παρέχεται από εισαγόμενους καλλιτέχνες, τα πραγματικά ενδιαφέροντα των οποίων βρίσκονται κάπου αλλού ή πίσω, στα στούντιό τους».
Βεβαίως υπάρχουν και σκηνοθέτες, όπως και άλλοι καλλιτέχνες, που για τις παραγωγές τους διατηρούν τον τόπο και το πολιτιστικό τοπίο ως σημαντικά υπόβαθρα, αντί να τα καθιστούν ανοίκεια ή να τα εκμηδενίζουν. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι σύγχρονες παραγωγές όπερας στην αυστριακή πόλη της Bregenz. Εκεί, το θέατρο, διαμορφωμένο στην όχθη της λίμνης Μπόντεν, προσφέρει σκηνοθεσίες που αξιοποιούν το νερό, τον ουρανό, την θέα στην λίμνη, τα σκάφη, τις τοπικές μαριονέτες, ακόμα και τη δύση του ήλιου που ενσωματώνεται στην δράση των δραμάτων. Τέτοιες απόπειρες βρίσκουν μεγάλη απήχηση στο κοινό. Αυτό σπεύδει ακόμα και με αντίξοες καιρικές συνθήκες να απολαύσει τις ευρηματικές σκηνοθεσίες, οι οποίες αναδεικνύουν την ατμόσφαιρα του τόπου, την μοναδικότητα, το πνεύμα του τόπου (genius loci).
Αποτελεί πρόκληση, λοιπόν, να δούμε τέτοιες παραγωγές και στην Επίδαυρο. Τότε, αντί να εκνευρίζεται το ετερόκλητο κοινό, θα εμπνεόταν από τα τόσο ανθεκτικά αρχαία δράματα, που το ενώνουν έστω για λίγο με την απελευθερωτική αριστοτελική «κάθαρση» ή με το τρανταχτό γέλιο για παράλογες συμπεριφορές και αλλόκοτα συμβάντα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News