Μια τρομοκρατική ενέργεια στο Ζόλινγκεν με τρεις νεκρούς από χέρι σύρου μετανάστη ο οποίος θα έπρεπε να έχει επιστραφεί στη Βουλγαρία, καθώς και το εκλογικό αποτέλεσμα σε δύο κρατίδια της Γερμανίας, αρκούσαν για να αλλάξει ραγδαία η μεταναστευτική πολιτική του Βερολίνου – μάλιστα με ευθεία αμφισβήτηση της δομικής για την Ευρωπαϊκή Ενωση Συνθήκης Σένγκεν. Αυτή είναι η πρώτη ανάγνωση.
Στην πραγματικότητα, όμως, η αντιμετώπιση των μεταναστευτικών/προσφυγικών ροών αποτελεί εδώ και χρόνια κυρίαρχο ζήτημα στη δημόσια σφαίρα των περισσότερων κρατών-μελών της ΕΕ. Και όπως όλα δείχνουν, το ζήτημα δεν έκλεισε με τη δυσχερέστατη υπερψήφιση του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Ασυλο – η σκληρή αντιπαράθεση μεταξύ των 27 τώρα αρχίζει. Αν, όμως, η εσωτερική πτυχή του Μεταναστευτικού είναι αυτή που διχάζει την Ευρώπη, σε αυτό που φαίνεται να συμφωνούν όλοι, και ας μην το λένε δημοσίως, είναι ότι απαιτείται σαφής αυστηροποίηση: τόσο στα εξωτερικά σύνορα όσο και στις διαδικασίες απονομής ασύλου.
Το μεταναστευτικό ζήτημα ταλανίζει τα τελευταία χρόνια τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και δη τα φτωχότερα τμήματά τους. Υπάρχουν, βεβαίως, και οι ταυτοτικές ανησυχίες, όπως και το θέμα της ασφάλειας, το πρόβλημα όμως έγκειται στην αντίληψη, αφενός ότι η παρουσία φθηνών χεριών εργασίας προκαλεί μείωση των ημερομίσθιων και αύξηση της ανεργίας, αφετέρου πως ο επιμερισμός της επιδοματικής πολιτικής πραγματοποιείται εις βάρος των τοπικών πληθυσμών. Αρκεί κανείς να δει τις περιοχές ανόδου του AfD στη Γερμανία ή και ευρύτερα τις χώρες της Ευρώπης όπου μεγεθύνεται το αντιμεταναστευτικό ρεύμα. Εκεί στοχεύουν και οι παρεμβάσεις της τρικομματικής κυβέρνησης του καγκελάριου Σολτς.
Επαναφέροντας τους ελέγχους σε όλο το μήκος των χερσαίων συνόρων, το Βερολίνο επιχειρεί να ανασχέσει τις ροές προς το γερμανικό έδαφος. Είτε αυτές αποτελούνται από πρόσφυγες με χαρτιά, οι οποίοι δικαιούνται να ταξιδέψουν και να παραμείνουν έως και 90 ημέρες σε χώρα της ζώνης Σένγκεν, είτε από όσους αιτούνται άσυλο σε χώρα πρώτης υποδοχής αλλά στο μεσοδιάστημα καταλήγουν, τελικά, παρανόμως στη Γερμανία. Ταυτοχρόνως προετοιμάζονται επιστροφές χιλιάδων μεταναστών στις χώρες εισόδου, ενώ η καγκελαρία προσανατολίζεται σε αναπροσαρμογή της επιδοματικής πολιτικής.
«Ορισμένα από τα μέτρα της γερμανικής κυβέρνησης είναι στη σωστή κατεύθυνση, καθώς αφορούν τη μείωση της ελκυστικότητας της Γερμανίας ως χώρα τελικού προορισμού. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως αντίθετο με τα ελληνικά συμφέροντα» λέει στο protagon ο πρώην υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Δημήτρης Καιρίδης. Πράγματι, η «επικοινωνιακή» πτυχή του ζητήματος καθορίζει σε ένα βαθμό την κινητικότητα των προσφύγων και των μεταναστών.
Είναι διαφορετικό να γνωρίζεις ότι πληρώντας 5.000 ή 10.000 δολάρια έχεις βάσιμες πιθανότητες να φθάσεις στη Γερμανία, όπου και θα λαμβάνεις κάποιο επίδομα, και άλλο να κινδυνεύεις να χάσεις τα λεφτά σου και να καταλήξεις σε κάποιο κέντρο κράτησης της Ελλάδας ή της Ιταλίας, από όπου και να φύγεις, θα βρεις σειρά ελέγχων σε όλα τα ηπειρωτικά σύνορα. Διότι εν τέλει περί αυτού πρόκειται ο φόβος: αν η Γερμανία διατηρήσει τους περιορισμούς, τότε είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσει ντόμινο, από τον Βορρά έως τον Νότο, όπου και τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ.
Το βασικό επιχείρημα της Αθήνας είναι ότι η Συνθήκη Σένγκεν δεν μπορεί να εφαρμόζεται α λα καρτ. Ομως η αγωνία της ελληνικής κυβέρνησης έγκειται στο ενδεχόμενο να βρεθεί ξανά η χώρα με εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες στο έδαφός της. Κάτι που, παρά τις αυξανόμενες αφίξεις των τελευταίων μηνών δεν φαίνεται, τουλάχιστον προς ώρας, τόσο πιθανό. Η σκληρή αλήθεια, όμως, είναι ότι σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο θα καταγραφεί έξαρση της μεταναστευτικής κίνησης, τόσο από την Υποσαχάρια Αφρική, όσο και αργότερα, εξαιτίας της κλιματικής και της –εξαρτώμενης από αυτήν– επισιτιστικής κρίσης. Αρα το βάρος θα πέσει ξανά στη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων: στους «γνωστούς υπόπτους» Ελλάδα, Κύπρο, Ιταλία, Μάλτα, Ισπανία.
«Οι δυνατότητες στη θάλασσα είναι συγκεκριμένες» προειδοποιεί ο κ. Καιρίδης, προσθέτοντας στη συζήτηση την ανάγκη διακρατικών δράσεων: «Η συνεργασία των όμορων χωρών, όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος ή ο Λίβανος, είναι εξαιρετικά σημαντική» τονίζει. Σύμφωνα, πάντως, με το ρεπορτάζ του Σταύρου Τζίμα στην «Καθημερινή», η κυβέρνηση σχεδιάζει ήδη την ενίσχυση των μπλόκων στον Εβρο, αλλά και στον άξονα της Εγνατίας Οδού έως τη Θεσσαλονίκη.
Το έτερο αίτημα όσων αντιδρούν με την πολιτική του Βερολίνου είναι η εφαρμογή του Συμφώνου για τη Μετανάστευση. Απολύτως λογικό, καθώς πρόκειται για αποτέλεσμα αλλεπάλληλων συμβιβασμών, όπου ελήφθησαν υπόψη οι προβληματισμοί του ευρωπαϊκού Νότου περί της απαιτούμενης αλληλεγγύης. Ομως τα θεμέλια του οικοδομήματος τρίζουν ήδη. Η Ολλανδία του Βίλντερς ζήτησε εξαίρεση από την εφαρμογή των διατάξεων του Συμφώνου, πολλοί δε από τους σκληροπυρηνικούς της κεντρικής Ευρώπης, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, δεν πρόκειται να δεχθούν μετεγκαταστάσεις «ούτε ενός» πρόσφυγα.
«Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να υπάρξει εξαίρεση από το Σύμφωνο», μας λέει πρώην υψηλόβαθμος κυβερνητικός αξιωματούχος που υπηρέτησε επί σειρά ετών στο υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, σπεύδοντας πάντως να προσθέσει ότι η εφαρμογή του θα είναι εξαιρετικά δύσκολη. «Οσο αυξάνονται οι ροές, αυξάνεται η πίεση, άρα και οι δεύτερες σκέψεις στις κυβερνήσεις» επισημαίνει.
Υπάρχουν, άραγε, περιθώρια για την Ευρώπη να ανατρέψει ή να αντικαταστήσει το Σύμφωνο; «Ακόμα και με όλες αυτές τις δυσκολίες, το Σύμφωνο θα πρέπει να εφαρμοστεί. Ναι, να πάμε βήματα παρακάτω, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι υπάρχουν ήδη πάρα πολλές διαφωνίες για να συνεχίσουμε» υπογραμμίζει ο κ. Καιρίδης. Οσο, λοιπόν, και αν το Μεταναστευτικό διχάζει –θεσμικά, ηθικά ή φιλοσοφικά– την Ευρώπη, όσο και αν η ελευθερία μετακίνησης των πολιτών μεταξύ των 27 αποτελεί ένα από τα κύρια επιτεύγματα της ενοποίησης, στο τέλος της ημέρας η κοινή απαίτηση των Ευρωπαίων θα είναι μία: Περισσότεροι και αυστηρότεροι έλεγχοι στις πύλες εισόδου. Ωστε το πρόβλημα να παραμείνει, κατά το δυνατόν, εκτός συνόρων.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News