Ας αρχίσουμε από τα τελευταία νέα, τα τοπικά νομίσματα. Αδικώντας ίσως και τον ίδιο τον εαυτό του, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, που μάζεψε το χάος του Βαρουφάκη στο υπουργείο Οικονομικών το καλοκαίρι του 2015 και στο φινάλε άφησε και γεμάτα ταμεία, συνυπέγραψε τον περασμένο Μάρτιο κείμενο στελεχών της συνιστώσας «Ομπρέλα» του ΣΥΡΙΖΑ (εδώ στο commonality.gr) που μιλάει για «συμπληρωματικά νομίσματα».
Στο κείμενο της «Ομπρέλας» αναφέρεται πως «σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση της περιφερειακής ανάπτυξης σε όλους τους τομείς, θα υιοθετηθεί η χρησιμοποίηση τοπικών μέσων πληρωμής (τοπικά, συμπληρωματικά νομίσματα), έτσι ώστε να καλυφθούν τα κενά διαθέσιμων τραπεζικών χρηματοδοτήσεων, για την αύξηση της παραγωγής αγαθών, τις νέες υποδομές παραγωγής ηλεκτρισμού και προστασίας από ακραία φαινόμενα και την προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών».
Ακούγεται γλυκούτσικο αλλά δεν είναι. Αλλά για χάρη της συζήτησης ας το αφήσουμε προς το παρόν.
Αναζητώντας περισσότερες λεπτομέρειες για την ιδέα αυτή (που δεν μπήκε τελικά στο επίσημο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ) συναντά κανείς στην ίδια ιστοσελίδα της κομματικής τάσης ένα κείμενο του 2017 με τίτλο «Τοπικά συμπληρωματικά νομίσματα: Πώς μπορούν να γίνουν μοχλοί εναλλακτικής χωρο-τοπικής ανάπτυξης», αναδημοσιευμένο από την εφημερίδα «Η Εποχή». Στο κείμενο αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «τέτοιου τύπου πειράματα έρχονται –ακόμα και όταν οι εμπνευστές τους αποφεύγουν να τα χαρακτηρίσουν ως νομίσματα– να λειτουργήσουν παράλληλα ή συμπληρωματικά προς το επίσημο εθνικό (ή υπερεθνικό) νόμισμα».
Ο κ. Τσακαλώτος απάντησε τη Δευτέρα στην επίθεση της ΝΔ, που ανακάλυψε το πρώτο πόνημα, μιλώντας για «συλλογικά θεωρητικά κείμενα» και άφησε αιχμές κατά του Γιάνη Βαρουφάκη. Ο οποίος καλωσόρισε ασμένως από την πλευρά του τα τοπικά νομίσματα, προσθέτοντας βέβαια ότι προϋπόθεση είναι οι δικές του «Δήμητρες» – με τ’ όνομα. «Για να στηθεί ένα τοπικό νόμισμα –που δεν είναι κακή ιδέα, το έχουμε και εμείς στο πρόγραμμά μας– χρειάζεται το “Δήμητρα”, γιατί κάπου πρέπει να θεμελιωθεί» εξήγησε.
«Ασήμωσαν» τη σταθερότητα
Γιάνης και Ευκλείδης «ασήμωσαν» έτσι, πετώντας ιδέες για νομίσματα, ακόμη περισσότερο την ανάγκη για σταθερότητα. Και η αλήθεια είναι ότι πολυτιμότερα δώρα από τις «Δήμητρες» του Βαρουφάκη και τα «συμπληρωματικά» του Τσακαλώτου θα ήταν δύσκολο να δεχτεί ο Μητσοτάκης στην προεκλογική περίοδο.
Γιατί, πολύ απλά, όταν το σύνθημά σου είναι «Oχι δεύτερη φορά στη συμφορά», η υπενθύμιση του 2015 από τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ και από το ΜέΡΑ25 είναι ανεκτίμητη.
Διότι τελικά, όπως έγιναν τα πράγματα, στο παραβάν ψηφίζεις και νόμισμα. Ιδίως όταν η κοινωνία είναι ακόμα λαβωμένη από τον υπερ-δεκαετή αγώνα της για να παραμείνει στο ευρώ, για να σώσει το διαβατήριο που εξασφαλίζει τη συμμετοχή στον σύγχρονο κόσμο —έστω αγκομαχώντας, με όλα τα προβλήματα, τις πίκρες και τις απογοητεύσεις που «προσφέρει» αυτή η χώρα, η ακόμα και η ατελής ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ και στην ΕΕ είναι η άγκυρα που μας κρατάει στις 50 πλουσιότερες χώρες του κόσμου (με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ) σε έναν πλανήτη που γύρω μας τυλίγεται από τη φτώχεια.
Οσοι αψήφιστα λοιπόν μιλούν για «Δήμητρες» και «τοπικά νομίσματα», μπορεί να θαυμάζουν επιμέρους παραδείγματα ή μικρά θαύματα στη Λατινική Αμερική ή στην Αφρική, αλλά δυστυχώς μοιάζουν να το κάνουν αφ’ υψηλού. Παραβλέπουν τη σκληρή πραγματικότητα της φτώχειας, της ανασφάλειας και του πολέμου στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Λένε ότι ο καλός ιστιοπλόος δεν πρέπει να ξέρει κολύμπι. Ως Ελληνες, όχι επειδή «έχουμε τη ναυτοσύνη στο αίμα μας», όπως λέμε ολίγον αυτοθαυμαζόμενοι, αλλά επειδή έχουμε νιώσει πρόσφατα τον κρύο ιδρώτα που σε λούζει όταν μπατάρει το σκάφος, το καταλαβαίνουμε ίσως καλύτερα.
Το νόμισμα είναι σαν το σκαρί που πατάμε. Δεν σηκώνει δεύτερη κουβέντα. Είναι αυτό και μετά τέλος. Δεν υπάρχει ο χώρος για δημιουργικές και ρομαντικές ιδέες, ούτε για τριτοκοσμικές μικρογραφίες που συγκινούν αριστερούς –εύπορους κατά κανόνα– οικονομολόγους. Αν έχεις μπατάρει, δε, μια φορά, δεν συζητιέται οτιδήποτε άλλο πέρα από την ασφάλεια του σκάφους.
Ηταν ωραίες, πράγματι, αυτές οι συζητήσεις. Σε σκιερές βεράντες στην Αντίπαρο. Καλοκαιράκι, εποχή αστακομακαρονάδας. Τότε που ο ναρκισσισμός και η πόζα έμοιαζαν πράγματα ακίνδυνα. Με αέρινα καφτάνια των 1.000 ευρώ και ανοιχτόχρωμα έπιπλα από το «Νέο Κατοικείν». Χαλαρωτικές ίσως και σήμερα -για κάποιους- οι κουβέντες αυτές. Με τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο και βιολογικές ντομάτες. Στην Αίγινα. Αλλά μέχρι εκεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News