Περάσαμε δύο δύσκολα χρόνια από την έναρξη της καταστροφικής πανδημίας και ένα χρόνο από την εισαγωγή των εμβολίων. Οι αρνητικές επιπτώσεις στο σύστημα Υγείας είναι πολλές και σοβαρές, αλλά υπάρχουν και κάποιες θετικές εξελίξεις, που αν τις αξιολογήσουμε σωστά και τις εκμεταλλευθούμε, ίσως φανούν πολύ χρήσιμες στην αντιμετώπιση της πανδημίας που θα συνεχισθεί, αλλά και στον σχεδιασμό των υπηρεσιών υγείας.
Σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν ότι μετά την πανδημία οι υπηρεσίες υγείας θα αλλάξουν, ότι εισήλθαμε σε νέα εποχή. Αλλάζει το μοντέλο παροχής των υπηρεσιών, ή επιταχύνονται ήδη δρομολογημένες αλλαγές. Αλλάζουν επίσης οι προτεραιότητες με έμφαση στην προαγωγή υγείας και την πρόληψη, ενώ διαμορφώνονται νέες σχέσεις γιατρού – ασθενούς. Η τεχνολογία εξοικειώνει τους πολίτες και τους ασθενείς με νέες πρωτόγνωρες υπηρεσίες –που προκαλούν θετικές εμπειρίες– που αλλάζουν το παρόν και διαμορφώνουν το μέλλον των υπηρεσιών.
Η πρώτη θετική εξέλιξη είναι ότι αναγνωρίστηκε καθολικά η αξία του ΕΣΥ. Αποκαταστάθηκε εν μέρει το κύρος και η εμπιστοσύνη των πολιτών στον θεσμό, οι οποίες είχαν μειωθεί τα προηγούμενα χρόνια από τις κυβερνητικές αστοχίες, την εγκατάλειψη, τις λειτουργικές δυσλειτουργίες, τις κακές επιδόσεις, και τις παραβατικές συμπεριφορές. Αναγνωρίστηκε η μεγάλη προσφορά όλων των εργαζομένων στο ΕΣΥ, όχι μόνο των γιατρών. Αλλά δεν φροντίσαμε όσο έπρεπε αυτούς που μας φροντίζουν, ούτε βέβαια αντιμετωπίστηκαν τα δομικά προβλήματα του ΕΣΥ.
Ψηφιακή μετάβαση
Ανοιξε ο δρόμος για την γενικευμένη χρήση της τεχνολογίας και της ψηφιακής ιατρικής στο Σύστημα Υγείας και αναγνωρίστηκε η χρησιμότητα της και από τους λειτουργούς υγείας και τους πολίτες. Πριν την έλευση της πανδημίας, το Σύστημα Υγείας και η φροντίδα των ασθενών παρουσίαζαν χαμηλό βαθμό χρήσης της ψηφιακής ιατρικής. Οι υπηρεσίες Υγείας για να ανταποκριθούν στην πανδημία, εφάρμοσαν γρήγορα νέα εργαλεία, κυρίως βασιζόμενα στην τεχνολογία, που επέτρεπαν την παροχή υπηρεσιών υγείας όταν η φυσική παρουσία ήταν αδύνατη. Λόγω της τεχνολογίας άρχισαν να αλλάζουν οι σχέσεις γιατρών- ασθενών.
Οι πολίτες απέκτησαν θετικές εμπειρίες από την διενέργεια των self και rapid tests, από την διαδικασία του εμβολιασμού, και από την επικοινωνία με τους γιατρούς τους μέσω του διαδικτύου. Στις ΗΠΑ, (JAMA) οι tele-επισκέψεις από 206 το 2005, αυξήθηκαν σε 202.300 το 2017. Τον καιρό της πανδημίας (2020) εκτοξεύτηκαν σε 200 εκατ. και προβλέπεται να φθάσουν στο 1 δισ. Εκτιμάται ότι το 25-50% των επισκέψεων εκτός νοσοκομείων μπορεί να είναι ψηφιακές. Αυτό σημαίνει για τους ασθενείς (και το ΕΣΥ) εξοικονόμηση χρημάτων και χρόνου, εύκολη πρόσβαση και απόκτηση θετικών εμπειριών.
Γενικεύτηκε και η χρήση ιατρικών συσκευών για την εκ του μακρόθεν παρακολούθηση των ζωτικών λειτουργιών των ασθενών ή/και εκτέλεσης σημαντικών εργαστηριακών εξετάσεων. Οι νέες τεχνολογίες τροποποιούν την συμπεριφορά των ασθενών και συμβάλλουν στην καλύτερη έκβαση της κατάστασης τους, όπως η τηλεϊατρική, οι συνδεδεμένες συσκευές, οι διαγνωστικές συσκευές που τώρα βρίσκονται στα νοσοκομεία και θα γίνουν φορητές για να χρησιμοποιούνται στο σπίτι. Επίσης η χρήση της έξυπνης τεχνολογίας επιτρέπει στους χρόνιους ασθενείς ή/και ανθρώπους με αναπηρία να εκτελούν δραστηριότητες που πριν δεν μπορούσαν, όπως και οι συσκευές που εμφυτεύονται για την σωστή παροχή φαρμάκων συμβάλουν στη συμμόρφωση τους στην θεραπεία.
Τα wellness devices, οι virtual machines, οι εφαρμογές, τα smartphones (η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών κατέχει τουλάχιστον ένα) επίσης τροποποιούν την συμπεριφορές των υγιών πολιτών με στόχο την ευζωία και την πρόληψη βλαβερών καταστάσεων. Η χρήση τους αυξάνεται ολοένα και περισσότερο και αναγνωρίζεται η αξία τους. Πίσω από όλες τις τεχνολογίες υπάρχουν οι άνθρωποι. Η τεχνολογία διευκολύνει την δημιουργία πολλών κοινοτήτων και δικτύων, φέρνοντας κοντά ανθρώπους με κοινές παθήσεις, κοινά ενδιαφέροντα για την υγεία, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Η ατομική ευθύνη
Συνειδητοποιήθηκε σε μεγαλύτερο βαθμό ότι υπάρχει και η ατομική ευθύνη των πολιτών στα θέματα της υγείας. Οι επικίνδυνες και ανεύθυνες συμπεριφορές μπορεί να έχουν δραματικές συνέπειες για τον ίδιο, αλλά και για τα αγαπημένα πρόσωπα και για τους συμπολίτες.
Σε κυβερνητικό επίπεδο, αποδείχθηκε η αποτελεσματικότητα της ταχείας λήψης των αποφάσεων. Για πρώτη φορά οι κυβερνητικές αποφάσεις λαμβάνονταν έχοντας υπόψιν τις εισηγήσεις της επιστημονικής επιτροπής. Αναδείχθηκε η αξία του συντονισμού και της διατομεακής συνεργασίας για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ενισχύθηκε –αν και με προβλήματα– η συνεργασία του ιδιωτικού τομέα με το ΕΣΥ.
Αλλά το σημαντικότερο για το μέλλον είναι ότι αυξήθηκε στην κοινωνία η πίστη και η εμπιστοσύνη στην επιστήμη. Αναδείχθηκε η ανάγκη της κατανόησης των επιτευγμάτων της επιστήμης, της ιατρικής και της τεχνολογίας από τους πολίτες. Αλλά για να κερδηθεί η εμπιστοσύνη απαιτείται η σωστή επικοινωνία που δυστυχώς δεν υπάρχει πάντα. Απαιτείται επίσης, ενιαία –επεξεργασμένη– κυβερνητική πολιτική, δίχως διαφορετικές φωνές που προκαλούν σύγχυση. Ενα από τα μεγαλύτερα εμπόδια του χαμηλού ρυθμού εμβολιασμού και στην χώρα μας, οφείλεται σε αυτά τα δύο γεγονότα: στην έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στα επιτεύγματα της επιστήμης και στην έλλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος, στην κυβέρνηση.
Ενα σημαντικό μέρος του πληθυσμού που δεν εμβολιάστηκε δεν εμπιστεύεται την επιστήμη και φοβάται. Οι στρατηγικές επικοινωνίας που υιοθετήθηκαν από την κυβέρνηση δεν έπεισαν όσους μπορούσαν και έπρεπε να πειστούν, ούτε βοήθησαν πολύ αυτούς που ήθελαν να πειστούν, διότι δεν ήταν αρκούντως εστιασμένες και ταυτόχρονα υπάρχει σύγχυση και κυκλοφορούν αρνητικές φήμες. Είναι γνωστό από την θεωρία (Rogers, Diffusion of Innovation Theory) ότι μόνο το 2,5% του πληθυσμού αποδέχεται άμεσα την καινοτομία και την υιοθετεί, ένα 13,5% θα την υιοθετήσει σχετικά νωρίς, ενώ το 34% θα ακολουθήσει αργότερα. Από τον υπόλοιπο πληθυσμό, το 34% χρειάζεται πολύ περισσότερο χρόνο για να πεισθεί (άλλες στρατηγικές), ενώ υπάρχει και ένα 16% που πολύ ποιο δύσκολα θα ακολουθήσει.
Η κυβερνητική στάση
Η κυβέρνηση στην αρχή της πανδημίας, εκφράστηκε ενιαία, και κέρδισε την εμπιστοσύνη των πολιτών, οι οποίοι και πειθάρχησαν σχεδόν στο σύνολο τους. Η επιστημονική άποψη έγινε σεβαστή, σοβαροί επιστήμονες ανέλαβαν την επικοινωνία, ενώ δεν υπήρξε μεγάλη διακίνηση ψευδών ειδήσεων και έντονη αμφισβήτηση, ούτε καλλιεργήθηκε σύγχυση από τα ΜΜΕ. Το πολιτικό σύστημα επίσης δεν εξέφρασε μεγάλες αντιρρήσεις.
Το δεύτερο κύμα της πανδημίας και η είσοδος των εμβολίων άλλαξε την εικόνα. Ο μη σωστός χειρισμός του εμβολίου της ΑΖ, το ξεστοκάρισμα, η επικέντρωση στις ελάχιστες παρενέργειες των εμβολίων, η αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας τους, η μη συστράτευση του πολιτικού κόσμου, τα αντιφατικά μηνύματα και οι υπερβολές που εξέπεμπαν τα ΜΜΕ, και η διασπορά ψευδών ειδήσεων κυρίως στο διαδίκτυο, συνέβαλαν στην εξασθένιση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τις κυβερνητικές πολιτικές και τα επιτεύγματα της επιστήμης, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση του εμβολιαστικού προγράμματος.
Οι δύο στοχευμένες θετικές προσπάθειες της κυβέρνησης για την αύξηση των εμβολιασμών σε συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, υπέστησαν αδικαιολόγητη κριτική, ιδιαίτερα η δεύτερη. Η πρώτη δίνοντας κίνητρα στους νέους, και η δεύτερη νομοθετώντας αντικίνητρα στους ηλικιωμένους. Γνωρίζοντας behavioral economics η κυβέρνηση σωστά θεωρεί ότι έχει ισχυρότερο κίνητρο κάποιος να πάει να εμβολιασθεί γνωρίζοντας ότι αν δε το κάνει θα πληρώσει πρόστιμο -100 ευρώ το μήνα- από ότι αν του έδινε κάποιο bonus. Η θεωρία επαληθεύθηκε για ακόμη μια φορά και τα αποτελέσματα είναι ορατά.
Ούτε όμως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (και ιδιαίτερα το διαδίκτυο) – ο βασικός βραχίονας επικοινωνίας- προσέφεραν πολλά σε αυτήν την προσπάθεια. Η υπεραπασχόληση τους με ένα τόσο σοβαρό θέμα, νομοτελειακά σημαίνει ρηχές αναλύσεις (από δημοσιογράφους που δεν γνωρίζουν σε βάθος τα θέματα που συζητούν, άρα δεν μπορούν να γνωρίζουν αν οι συνομιλητές τους λένε σοβαρά πράγματα ή όχι) εκπέμποντας και λάθος μηνύματα, γεγονός που οδηγεί σε μεγαλύτερη σύγχυση, μείωση της εμπιστοσύνης, με συνέπεια να προκαλούν περισσότερο κακό παρά καλό.
Οι «ειδικοί» και τα fake news
Η πανσπερμία των «ειδικών» που μονοπωλούν τα Μέσα με αντιφατικά μηνύματα, με καβγάδες, με υπερβολικές προβλέψεις που πάντα πέφτουν έξω, αλλά συνεχίζουν, και ιδιαίτερα τα fake news που διακινούνται σχεδόν ελεύθερα, συμβάλλουν στην μείωση της εμπιστοσύνης προς την επιστήμη και κατά συνέπεια στις κυβερνητικές αποφάσεις. Το ίδιο αποτέλεσμα βέβαια έχουν και οι αντιφατικές δηλώσεις των πολιτικών, αλλά και των κυβερνητικών, οι οποίες προκαλούν σύγχυση και μείωση της εμπιστοσύνης. Η μείωση της εμπιστοσύνης προς την επιστήμη που είναι βασικός παράγοντας μη εμβολιασμού, αφορά κυρίως την κυβέρνηση, αλλά και την αντιπολίτευση, την Εκκλησία, την τοπική αυτοδιοίκηση, και τους επιστήμονες.
Μία επιτυχημένη επικοινωνιακή στρατηγική στοχεύει στην καλύτερη κατανόηση της επιστήμης από τους πολίτες, γεγονός πολύ κρίσιμο για τις υπηρεσίες υγείας. Αλλά και αντιλαμβάνεται ότι όλοι οι πολίτες δεν σκέπτονται, ούτε πείθονται με τον ίδιο τρόπο. Χρειάζονται στοχευμένες στρατηγικές και προικισμένοι επικοινωνιακά επιστήμονες που θα συντονίζονται από την κυβέρνηση. Ιδιαίτερα σημαντικός προς αυτήν την προσπάθεια, εκτός της κυβέρνησης και των πολιτικών κομμάτων, είναι ο ρόλος της Εκκλησίας και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Επιπλέον, θα πρέπει και οι επιστήμονες εκτός των επιστημονικών δημοσιεύσεων να στοχεύσουν μέσω δημοσιεύσεων προς το κοινό στην εξήγηση των επιστημονικών/ιατρικών και των επιτευγμάτων της τεχνολογίας που είναι προς όφελος τους.
Η κυβέρνηση δεν εκμεταλλεύθηκε πλήρως τις δυνατότητες που έχει. Δεν εκπόνησε ένα σχέδιο υποχρεωτικής εκπαίδευσης και οργάνωσης των λειτουργών υγείας που ασχολούνται με την πανδημία. (διάγνωση, αντιμετώπιση, θεραπεία, αποκατάσταση). Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο σήμερα με την πανδημία της Ο που επικρατεί -με πάρα πολλά κρούσματα- και που φαίνεται ότι το κύριο βάρος της πανδημίας θα μεταφερθεί στην πρωτοβάθμια φροντίδα. Η ανάγκη ικανοποιητικής περίθαλψης των ασθενών εκτός των νοσοκομείων είναι τελείως απαραίτητη, ώστε το νοσοκομειακό σύστημα να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε όσους το έχουν ανάγκη.
Αδικη κριτική
Η Ελλάδα είναι σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με άλλες χώρες όσο αφορά την πρωτοβάθμια φροντίδα. Υπάρχουν, ευτυχώς, ακόμη πάρα πολλοί γιατροί, διαφόρων ειδικοτήτων (παρόλο που την περίοδο 2015-19 έφυγαν για το εξωτερικό, μόνο από την Αθήνα, 6.270 γιατροί). Η κριτική που γίνεται, ότι επειδή δεν υπάρχει ανεπτυγμένη πρωτοβάθμια φροντίδα, έχουμε κακές επιδόσεις στην πορεία της πανδημίας είναι άδικη και δεν αποδεικνύεται. Το πρόβλημα μας δεν είναι ότι δεν έχουμε πολλούς οικογενειακούς γιατρούς, όπως κάποιοι πιστεύουν. Είναι γεγονός ότι και οι χώρες που έχουν «αναπτυγμένη» πρωτοβάθμια φροντίδα, στηριζόμενη στον οικογενειακό γιατρό, δεν τα κατάφεραν καλύτερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι μηδενίζουμε την τεράστια προσπάθεια και προσφορά των λίγων –είναι αλήθεια– οικογενειακών γιατρών.
Αντίθετα, αυτό που δεν αναγνωρίζεται, είναι ότι στην Ελλάδα υπάρχουν στην πρωτοβάθμια φροντίδα πολλοί ειδικοί γιατροί και αυτό είναι ευλογία. Δεν μπορεί ένας οικογενειακός γιατρός με ελάχιστη εκπαίδευση στην παιδιατρική, να φροντίσει καλύτερα από ένα παιδίατρο, τα παιδιά που νοσούν από COVID ή να πείσει να εμβολιαστούν. Το ίδιο συμβαίνει με τους παθολόγους, αλλά και με τους γυναικολόγους (μεγάλο πρόβλημα ο εμβολιασμός των εγκύων) τρεις ειδικότητες που σπανίζουν –αν υπάρχουν στην πρωτοβάθμια– στις άλλες χώρες. Η λοίμωξη αφορά, κυρίως στην αρχή της, το αναπνευστικό σύστημα. Είναι ευλογία που μόνο η Ελλάδα έχει μεγάλο αριθμό πνευμονολόγων στην πρωτοβάθμια.
Το ισχυρό θετικό μάθημα από την πανδημία είναι ότι πρέπει να εκμεταλλευθούμε πλήρως το πλήθος των ειδικών γιατρών στην πρωτοβάθμια, που δεν υπάρχει σε καμμιά άλλη χώρα, ώστε να χρησιμοποιηθεί και στο μέλλον. Η πρόκληση είναι το πώς θα μπορέσουν να εκπαιδευτούν, να συντονιστούν, να συνεργαστούν και να συνδεθούν με κέντρα αριστείας (νοσοκομειακά και μη) όλοι οι λειτουργοί υγείας, ώστε να πετύχουμε τα καλύτερα αποτελέσματα.
Ταχύρρυθμο ειδικό σχέδιο εκπαίδευσης
Θα έπρεπε να εκπονηθεί –από την επιστημονική επιτροπή– ένα ταχύρρυθμο ειδικό σχέδιο εκπαίδευσης ανά ειδικότητα των λειτουργών υγείας (και των φαρμακοποιών, να μην τους ξεχνούμε, έχουν πολύτιμο ρόλο) που να περιλαμβάνει την αντιμετώπιση της νόσου εκτός νοσοκομείου. Επιπλέον, εκπαίδευση στις νέες τεχνολογίες που να βοηθήσουν την επικοινωνία με τους ασθενείς και την παροχή υπηρεσιών διάγνωσης, θεραπείας, αξιολόγηση και παρακολούθησης της εξέλιξης της νόσου. Κάθε λειτουργός υγείας θα πρέπει να είναι «συνδεδεμένος» επιστημονικά με ένα κέντρο αριστείας – on line- το οποίο θα είναι διαθέσιμο 24/24 ώρες για να παρέχει τις επιστημονικές συμβουλές. Το κέντρο αριστείας θα στελεχώνεται από επιστήμονες υψηλού κύρους, διαφορετικών ειδικοτήτων, αποδεκτούς από τους λειτουργούς υγείας. Η λειτουργία αυτού του δικτύου αποκτά μεγαλύτερη σημασία λόγω επικράτησης της Ο, αλλά και λόγω της έγκρισης των χαπιών για την αντιμετώπιση της λοίμωξης, η συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών θα μπορεί να νοσηλεύεται με ασφάλεια στο σπίτι.
Ενα ανάλογο σχέδιο θα πρέπει να εκπονηθεί και για την νοσοκομειακή περίθαλψη. Επιφανείς επιστήμονες που ασχολούνται ενεργά με την αντιμετώπιση της λοίμωξης και έχουν τα καλύτερα αποτελέσματα, οι μονάδες τους λειτουργούν άψογα, θα πρέπει να αναλάβουν την επιστημονική, οργανωτική και διοικητική ευθύνη και άλλων κλινικών και ΜΕΘ, πέραν της δικής τους. Με την φυσική τους παρουσία ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά και online σύνδεση θα βοηθήσουν τους συναδέλφους τους να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους στην αντιμετώπιση των αρρώστων με COVID, μειώνοντας τις ανισότητες στην παροχή των υπηρεσιών. Με τον τρόπο αυτό θα μεταλαμπαδευτεί η εμπειρία, η εξειδίκευση και οι καλές πρακτικές σε κλινικές και ΜΕΘ που δυσκολεύονται να παρέχουν υπηρεσίες υψηλού επιπέδου και πάνω από όλα θα εφαρμοσθεί στην πράξη η συνεχής εκπαίδευση του προσωπικού.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ΕΣΥ (πρωτοβάθμια φροντίδα και το νοσοκομειακό σύστημα) θα ήταν λιγότερα, αν το ΕΣΥ είχε την φυσική ηγεσία (διοικητική και επιστημονική) που έπρεπε. Η πανδημία ανέδειξε το μεγαλύτερο πρόβλημα του: την έλλειψη φυσικής ηγεσίας. Το ΕΣΥ στερείται τον ικανό διοικητικό ιστό και την σωστή επιστημονική καθοδήγηση ώστε να υλοποιεί αποδοτικά τις στρατηγικές και τους στόχους που τίθενται από την πολιτική ηγεσία. Υπάρχει η πολιτική ηγεσία –το υπουργείο Υγείας– αλλά δεν είναι αρκετή, δεν μπορεί να αναπληρώσει το έλλειμμα, είναι άλλος ο ρόλος της. Το θετικό μήνυμα της πανδημίας για το ΕΣΥ είναι ότι πρέπει επιτέλους να αποκτήσει πραγματικά ανεξάρτητη διοίκηση, εκτός του υπουργείου Υγείας, όπως συμβαίνει σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες.
Online κατ’ οίκον περίθαλψη
Επίσης, η κυβέρνηση δεν εκμεταλλεύθηκε όσο μπορούσε τις δυνατότητες της τεχνολογίας στη φροντίδα των ασθενών που παραμένουν στο σπίτι τους. Ναι μεν δημιούργησε την τηλεφωνική γραμμή (1135) –όπου πολύ δύσκολα εξυπηρετείσαι–, αλλά δεν είναι αρκετό. Θα έπρεπε να δημιουργηθεί ένα νέο κέντρο που να παρέχει video επισκέψεις (πχ το πρόγραμμα της Mayo Clinic) ώστε οι ασθενείς να λαμβάνουν οδηγίες από εξειδικευμένο προσωπικό ή να παραπέμπονται σε ειδικούς γιατρούς.
Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τους ασθενείς που εξέρχονται από το νοσοκομείο και φυσικά χρειάζονται παρακολούθηση. Θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να εφοδιάζονται δωρεάν με τις απαραίτητες συσκευές που θα τους επιτρέπουν να πραγματοποιούν τις κλίσεις, αλλά και τις ειδικές συσκευές που απαιτούνται για την παρακολούθηση τους και την εκτίμηση της πορείας της νόσου. (οξύμετρο, μετρήσεις αρτηριακής πίεσης, καρδιακού ρυθμού κλπ) με την υποχρέωση -ανάλογα της σοβαρότητας της νόσου- να αναφέρουν σε τακτά χρονικά διαστήματα τα αποτελέσματα των μετρήσεων στο κέντρο. Αν υπάρχει ένα τέτοιο σύστημα σίγουρα η πρόγνωση των ασθενών θα βελτιωθεί, οι εισαγωγές θα μειωθούν, όπως και ο χρόνος νοσηλείας. Καλό θα ήταν να υπάρξει ένα ειδικό πρόγραμμα εκπαίδευσης των πολιτών και ασθενών στην τηλεόραση σε καθημερινή βάση για την αντιμετώπιση της πανδημίας και της χρήσης της τεχνολογίας και τον εμβολιασμό.
Η αποστολή του υπουργείου Υγείας είναι η αξιολόγηση όλων των μονάδων σε τακτά, σύντομα διαστήματα, ώστε να αναγνωρίζονται γρήγορα τα προβλήματα και να λύνονται άμεσα. Αυτό απαιτεί ένα σύστημα μέτρησης της απόδοσης και αξιολόγησης των μονάδων και των υπηρετούντων, βασιζόμενο όχι στο τι είναι εύκολο να μετρηθεί, αλλά στο τι έχει σημασία για τον ασθενή (έκβαση, ασφάλεια, ποιότητα, θετικές εμπειρίες). Ο,τι δεν μετριέται, δεν μανατζάρεται σωστά, δεν αναδεικνύονται τα προβλήματα, δεν βελτιώνεται.
Η εκρηκτική πρόοδος της τεχνολογίας και της επιστήμης, η αποδοχή και η εμπιστοσύνη που έδειξαν οι πολίτες σηματοδοτεί την νέα εποχή στις υπηρεσίες υγείας και διαμορφώνει το μέλλον. Οι νέες τεχνολογίες που ήδη άρχισαν να εφαρμόζονται, θα γενικευθούν και θα επικρατήσουν πολύ σύντομα και θα κάνουν την διαφορά. Η τεχνητή νοημοσύνη, η ψηφιακή φροντίδα, το διαδίκτυο, οι σκεπτόμενες μηχανές, τα big data, και οι τεχνολογίες όπως cloud computing, blockchain θα αλλάξουν ριζικά τα Συστήματα Υγείας. Η τεχνητή νοημοσύνη θα βελτιώσει την έκβαση των υπηρεσιών υγείας κατά 30-40% και θα μειώσει το κόστος των θεραπειών κατά 50% στα επόμενα 7-10 χρόνια, παρέχοντας εξατομικευμένες θεραπείες. Οι καλύτεροι γιατροί μπορούν να διαγνώσουν με ακρίβεια 18,8 περιπτώσεις στις 30, ενώ με την βοήθεια της καλύτερης τεχνητής νοημοσύνης το ποσοστό ανέρχεται στο 25,4%.
Γνωστικό χάσμα
Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι υπηρεσίες υγείας είναι το χάσμα γνώσης που υπάρχει μεταξύ των επιτευγμάτων της επιστήμης/ιατρικής και της υιοθέτησης τους στην καθημερινή ιατρική πράξη. Το χάσμα μπορεί να αυξηθεί εφόσον τόσο η τεχνολογία όσο και η επιστήμη αναπτύσσονται ταχύτατα, ενώ η μεταφορά της γνώσης και η υιοθέτηση από τους ιατρούς υπολείπεται. Στην νέα εποχή που ζούμε, την ψηφιακή, καλούνται και οι πολίτες να συμβάλουν στην γεφύρωση του χάσματος. Αναγνωρίζεται από όλους ότι οι υπηρεσίες υγείας έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη να αλλάξουν, αλλά παρουσιάζουν και την μεγαλύτερη αντίσταση στις αλλαγές.
Το χάσμα όμως μεταξύ της επιστήμης/ιατρικής, (ιδιαίτερα της βιοτεχνολογίας, της γενετικής, της τεχνητής νοημοσύνης, της νανοτεχνολογίας ) και της παροχής των υπηρεσιών υγείας διευρύνεται όλο και περισσότερο. Επιπλέον, οι υλικές τεχνολογίες προηγούνται κατά πολύ των κοινωνικών θεσμών που δημιουργήσαμε για να τις ελέγξουμε. Ο ρόλος του Υπουργείου Υγείας, το σύστημα οργάνωσης και διοίκησης, το μοντέλο αποζημίωσης των υπηρεσιών υγείας, και η εκπαίδευση του προσωπικού, υστερούν αφάνταστα, είναι σχεδόν απαρχαιωμένα. Η χρησιμότητα των θεσμών που δημιουργήσαμε τον προηγούμενο αιώνα, όπως η πρωτοβάθμια περίθαλψη/φροντίδα με τον γενικό γιατρό, η δευτεροβάθμια περίθαλψη του απομονωμένου νοσοκομείου, (δηλαδή το ΕΣΥ), η ασφάλιση υγείας (δηλαδή ο ΕΟΠΥΥ), οι κοινωνικές υπηρεσίες, δεν μπορούν να καλύψουν ικανοποιητικά τις νέες ανάγκες υγείας των πολιτών, ούτε διασφαλίζουν ότι οι πολίτες θα επωφεληθούν όσο πρέπει από την πρόοδο της επιστήμης.
Η πανδημία μας δίνει το έναυσμα να σκεφτούμε και να σχεδιάσουμε ένα πιο ολοκληρωμένο σύστημα που θα υπερβαίνει τις αστοχίες του σημερινού και θα στοχεύει στην ευημερία και ευζωία των πολιτών. Θα λαμβάνει υπ’ όψιν του και θα διαχειρίζεται όχι μόνο την ασθένεια και την πρόληψη, αλλά θα προσπαθεί να εξαλείψει και τους κοινωνικούς παράγοντες που επιβαρύνουν την υγεία των πολιτών, ένα σύστημα που δεν θα είναι ασθενοκεντρικό, αλλά αποκλειστικά ανθρωποκεντρικό.
* Ο Γιώργος Βογιατζής είναι MD, PhD με εξειδίκευση στην διεξαγωγή κλινικών μελετών και στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News