Παγώσαμε. Ηταν εκείνο το αδιαμφισβήτητα ζεστό χαμόγελό της που έσβησε. Είναι και η φράση που σημαδεύει κατάκαρδα, αυθόρμητα, «Τα παιδιά;». Διαρκείας παύση. Κι ας γνωρίζεις την απάντηση. Τα παιδιά τα γραπώνει η ζωή και τα τρέχει. Ολους τους τρέχει η ζωή. Εν κινήσει βγάζουν κακάδι οι πληγές. Σιγά μη θεραπεύονται έτσι!.. Αλλά έτσι νομίζεις, για να προχωρήσεις.
Τι να έγινε ο γιος της Ρίκας; Σκέφτομαι συχνά. Ετσι!.. Μια ριπή σκέψης στο πουθενά μιας στιγμής, τόσο «στο πουθενά», που κι εγώ απορώ με τον εαυτό μου. Τι να έγινε ο γιος της Μαλβίνας; Να έχει από το ευφυές μυαλό της; Να έχει τα σβέλτα μάτια της; Τα παιδιά της Φώφης; Και παγώνεις. Λες και τα γνώριζες.
Τα παιδιά θα αποκτήσουν τη σοφία της φθαρτότητας, την πληγή μιας σοφίας. Πόσο θα τριβέλιζε το μυαλό της η σκέψη τους! Τα έφτασε «μεγάλα». Τι «μεγάλα»; Για έναν άνθρωπο με τη γνώση μιας αναχώρησης, κάθε μέρα ανάπτυξής τους θα μετράει αλλιώς. Με τι μονάδα μέτρησης μετρούσε τον χρόνο; Αλλά είναι και όλες εκείνες οι στιγμές που δεν θα ζήσεις να τις δεις. Ισως πιο αγκάθια από αγκάθια εκείνες που φαντάζεσαι.
Να παίρνουν το πτυχίο τους, να πιάνουν το χέρι ενός συντρόφου, παιδιά, εγγόνια. Να είσαι να παρηγορείς τον όποιο μικροπόνο τους που θα τον περιγράφουν σαν να είναι ο πιο μεγάλος. Θα σε θυμούνται; Τι θα θυμούνται από εσένα; Πόσο πολύ με διαμόρφωσε ο θάνατος του πατέρα μου στα δεκατέσσερά μου χρόνια! Πού να φανταζόταν ότι θα βούρκωνα στη λέξη «Τζιν φις»; Τι περίεργο casting κάνει το μυαλό στις αναμνήσεις!
Κοιτάζοντας προς τα πίσω, του χρωστάω πολλά. Πόσο ένιωθα δυο φτερά προστασίας στην πλάτη, ενώ έπρεπε να κάνω τα δικά μου και μόνο βήματα! Τι ωραία αυτονομία! Πόσο αντίστοιχα έδινα αναφορά στον ουρανό, λες και η συνείδησή μου ήταν εκεί πάνω. Με έναν μαγικό τρόπο τον είχα, πιο πολύ από ό,τι τον είχα. Και θυμάμαι μια συζήτηση με την κόρη μου που με ξάφνιασε ευχάριστα. Πόσο σημαντικό ήταν και για εκείνους, για τη διαμόρφωση και του δικού τους χαρακτήρα και των ηθικών αξιών τους, η γνώση του θανάτου. Ο σεβασμός στη σύμβαση της ζωής. Την «ύπαρξη» του θανάτου.
Με το που άκουσα το τραγικό νέο… Νοητά κατέβηκα και πάλι σε εκείνο το δωμάτιο του μείον δύο. Εκεί είσαι εσύ και το ταβάνι. Εσύ και οι ιλιγγιώδεις σκέψεις σου. Ξέρετε κάτι; Ποτέ δεν έφερνα στο μυαλό μου τα παιδιά. Δεν έβγαζα πέρα τέτοιο φορτίο. Κι άλλωστε μέσα μου ήξερα ότι θα τα βγάλουν πέρα. Ετσι γίνεται με τη ζωή. Ολα θα πάρουν τον δρόμο τους. Γι’ αυτό η σκέψη μου έτρεχε αλλού. Σ’ εκείνη τη θάλασσα και στα φύλλα του φθινοπώρου. Εταζα στον εαυτό μου να γίνω καλά για να την κολυμπήσω όλη, μα όλη!
Και μετά με σκεφτόμουν να πατάω τα φύλλα του φθινοπώρου σε κείνα τα τοπία των Ζαγοροχωρίων. Να τα πατάω και να κάνουν κριτς κριτς. Τα πορτοκαλί, τα κίτρινα, τα καφέ. Εδώ που είμαι τώρα που γράφω. Κύκλος ζωής. Το φθινόπωρο και η πιο γλυκιά μελαγχολία. Η γνώση της φθαρτότητας. Ετσι θέλω να αποχαιρετήσω μια γυναίκα που δεν γνώρισα, αλλά και κάπως τη γνώρισα. Η ζωή θα τρέξει… Για όλους. Για όλα. Για τα παιδιά. Αλλά τι κρίμα! Τι απέραντο κρίμα! Τόσο πολλά φύλλα φθινοπωρινά… Τόσα μαγευτικά χρώματα… Τόση θάλασσα… Αντίο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News