Για να λέμε την αλήθεια, είναι μάλλον πρόχειρο να επιμείνει κανείς στο ότι δεν τρέχει και τίποτα στο εσωτερικό της ΝΔ. Τα πράγματα δεν είναι όπως ήταν και δεν θα γινόταν και να είναι, έπειτα από πέντε χρόνια στη διακυβέρνηση και οκτώ με τον Μητσοτάκη αρχηγό.
Με την πάροδο αυτού του διαστήματος, όλα κάπως και για πολλούς λόγους είτε ξεθωριάζουν, είτε σχετικοποιούνται. Η κυβέρνηση υφίσταται μία φθορά, είναι πλέον αντιμέτωπη με προβλήματα και όχι με έκτακτες συνθήκες, οι οποίες από πολιτικής απόψεως είναι προνομιακές για κάποια κυβέρνηση, εφόσον υπάρχει στοιχειώδης επάρκεια και όχι τυχοδιωκτικές διαθέσεις – μη λέμε ονόματα τώρα.
Οι εκλογές της 9ης Ιουλίου, κατά τα λοιπά ανέξοδες, έδειξαν ότι και ο Μητσοτάκης μπορεί να φθαρεί, αλλά έδειξαν και άλλα. Ότι για παράδειγμα, σε μία αναμέτρηση με τέτοια χαρακτηριστικά κάποιοι έχουν την πολυτέλεια να μην «τρέξουν» και πολύ, αφού δεν έχουν να χάσουν ή να κερδίσουν και πολλά. Ίσα – ίσα, ορισμένοι ίσως και να προτιμούσαν να έχουν μία αιτία να γκρινιάξουν, παρά να συνεχίσουν να ακούνε και να διακηρύττουν μονότονα τα περί πολιτικής ηγεμονίας.
Και επιπλέον, όταν δεν έχεις απέναντι έναν πολιτικό αντίπαλο να σε απειλεί, νιώθεις ότι έχεις και την ελευθερία να πεις και μία κουβέντα παραπάνω.
Αν αφήσει κάποιος κατά μέρος τα κίνητρα του καθενός και τις ιδιαιτερότητες της γκρίνιας του, πολλά από αυτά που άκουσε ο Μητσοτάκης στην συνεδρίαση της ΚΟ της Τετάρτης, έχουν κάποια βάση. Πλην όμως, αν τα συνθέσει κανείς και επιχειρήσει να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, θα δει ότι οι επιλογές για το εξής δεν είναι και πολλές.
Το να περιμένει κανείς ότι ο Πρωθυπουργός θα γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι, προφανώς και δεν στέκει και πολύ. Όπως δεν στέκει και ότι έπαθε ό,τι έπαθε (αν έπαθε) η ΝΔ, επειδή αλλοιώθηκε η ιδεολογική της ταυτότητα.
Ό,τι συνέβη έχει συγκεκριμένους λόγους και ο γάμος των ομοφύλων είναι ίσως ο λιγότερο σημαντικός από αυτούς. Το έλεγαν όλες οι δημοσκοπήσεις και το ξέρει ο καθένας: Αν ο κόσμος έβλεπε πραγματική αξία στα πορτοφόλια του, ασφάλεια στη γειτονιά του, κάποια βελτίωση στην Υγεία και κάτι διαφορετικό από το ξεχαρβάλωμα στην Παιδεία, δεν θα είχε και πολλούς λόγους να διαμαρτυρηθεί ή να αδιαφορήσει.
Και επειδή ισχύει πάντοτε και αξιωματικά ότι στις εκλογές οι πολίτες δεν επιβραβεύουν, αλλά εκδηλώνουν προσδοκίες, τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Κανένας άλλος δεν γεννά προσδοκία για κάτι καλύτερο και ο Μητσοτάκης καλείται να ξαναφέρει το τρένο στις ράγες – ατυχής παρομοίωση για την κυβέρνηση, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η συνέχεια είναι μάλλον μονόδρομος για τον Μητσοτάκη, όχι όμως και εύκολη. Το 41% μπορεί να μην το ξαναδεί, αλλά το πέτυχε με τις διευρύνσεις και την πολιτική φυσιογνωμία που εμφύσησε στη ΝΔ. Αν πάει να κάνει κάτι άλλο, και σπασμωδικό θα είναι και τα νούμερα δεν θα βγαίνουν.
Και αν δεν βγαίνουν, πολλοί από τους σημερινούς 158 (ή προσεχώς 157, αν συνεχίσει το τροπάρι ο Σαλμάς) βουλευτές, δεν θα δουν έδρανο μετά τις επόμενες εκλογές. Συνεπώς, τα μαθηματικά είναι με τον Πρωθυπουργό, αρκεί να δει ότι έχουν δυσκολέψει κάπως. Θα δυσκολέψουν κι άλλο, αφού από το 2025 έρχεται και το νέο δημοσιονομικό «ζωνάρι».
Την εξίσωση καλείται να λύσει ο Μητσοτάκης και μάλλον ξέρει πώς. Μπορεί να του πέσει λίγο δυσκολότερο από ό,τι ήταν μέχρι τώρα και να χρειαστούν προσαρμογές. Η βασικότερη από αυτές είναι να λύσει κάποια από τα σημαντικά εκκρεμή θέματα. Δεν είναι δα και πυρηνική φυσική, μπορεί όμως να γίνει, με τη βοήθεια της αδράνειας, που ως γνωστόν έχει διαλυτική επίδραση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News