Θυμάμαι την τελευταία φορά που πήγα σινεμά πριν την πανδημία. Hταν τον Φεβρουάριο του 2020, στο «Embassy» της Πατριάρχου Ιωακείμ. Εβλεπα ξανά, μαζί με τα παιδιά μου τώρα, το «Τζοτζο», το παραμύθι με το δεκάχρονο γερμανάκι που λατρεύει τον Χίτλερ αλλά ερωτεύεται την εβραιοπούλα στη σοφίτα.
Οταν επιβλήθηκε το πρώτο lockdown, πάλευα να ανακαλέσω εκείνη την τελευταία φορά του σινεμά της Ζωής Πριν. Το επανέλαβα όταν πέρυσι –μετά από 60 χρόνια ακριβώς– έπεσε το τελικό lockdown και στο ίδιο το «Embassy».
Δεν νοσταλγώ τον κινηματογράφο, απλούστατα γιατί δεν σταμάτησα ποτέ να τον επισκέπτομαι. Είμαι από αυτούς τους κινούμενους αναχρονισμούς που λένε «Εχω σαλόνι. Θέλω να πάω σινεμά» (όπως ο Κουέντιν Ταραντίνο), από αυτούς που παίρνουν τα πόδια τους και φτάνουν αρκετές φορές τον χρόνο (εντάξει, πολύ λιγότερες από παλιά) μέχρι το φουαγέ.
Τυγχάνω, δηλαδή, από εκείνους που πιστεύουν ότι το σινεμά θα αντέξει – όπως επέζησε του βίντεο και της ιδιωτικής τηλεόρασης. Από τους «γραφικούς» που οι ψαγμένοι σινεφίλ με τις 75άρες Smart TV στο σαλόνι «κράζουν» για συναισθηματική προσκόλληση στο παρελθόν. Εχω πάει σινεμά τρέμοντας μην κολλήσω, με αντισηπτικό και με μάσκα. Εχω βγάλει προβολή ακόμα και με λερωμένη KN95 (από κάποιο βουτηγμένο στο τυρί πατατάκι).
Ετσι, τώρα που πήγαν να αρχίσουν τα μοιρολόγια για το «Ideal» (που, για την ώρα, σώθηκε, ως φαίνεται) και οι γλυκές αναπολήσεις για τις προβολές «μέσα στην παλαιότερη κινηματογραφική αίθουσα της Αθήνας», αναρωτιέμαι προς τι όλα τούτα τα κροκοδείλια δάκρυα.
Σύμφωνοι, οι ευθύνες της πολιτείας είναι τεράστιες, η συνολική υποβάθμιση του πολιτισμού βγάζει μάτι και οι επενδυτικοί όμιλοι τρίβουν τα χέρια τους για τα καινούργια ξενοδοχεία. Ομως, καλό είναι κάποια στιγμή τέλος πάντων να αποφασίσουμε αν όντως έχουμε ξεμπερδέψει με τη σκοτεινή αίθουσα ως κοινωνική και πολιτιστική εμπειρία.
Καλό είναι να αναρωτηθούμε αν έχουμε πλέον εξισώσει τη μαζική θέαση μιας κινηματογραφικής ταινίας με τη μονήρη κατανάλωση «περιεχομένου» όπου και όπως να ‘ναι: στην οθόνη του κινητού ενώ περιμένουμε το τραμ ή την πτήση· με την παντόφλα στον καναπέ για να μπορούμε να πατήσουμε το pause όταν χτυπήσει το χρονόμετρο της κουζίνας για το ψητό· στο τάμπλετ τη νύχτα, μέσα από τα σκεπάσματα, ένα μικρό οπτικοακουστικό σφηνάκι που μας βοηθάει τσάτρα πάτρα να αποκοιμηθούμε.
Αιχμάλωτοι του home cinema
Ας μην κοροϊδευόμαστε, η απομάκρυνση είχε ξεκινήσει πολύ πριν την πανδημία. Και η Ζωή Πριν είχε πολύ λίγο σινεμά και τόνους home entertainment. Πολλά τα «καμένα» βράδια μέσα, με streaming. Πολύ πριν τους περιορισμούς στην κυκλοφορία και τα SMS με τον κωδικό 6 στο 13033. Mέναμε σπίτι από μόνοι μας. Το φαινόμενο ήταν, άλλωστε, παγκόσμιο.
Προφανώς, σ’ εμάς εδώ η οικονομική κρίση είχε ήδη προλειάνει το έδαφος, συμβάλλοντας και σε μια πρόωρη φτωχοποίηση της κοινωνικής ζωής. Οι σκοτεινές αίθουσες ήταν πάντα εκεί (μείον δύο, βέβαια, γιατί το 2012 έγιναν στάχτη το «Αττικόν» και το «Απόλλων»). Ηταν εκεί να μας παρηγορούν. Θυμάμαι μια φίλη που σιχαίνεται τα μιούζικαλ, να με προτρέπει το 2016 να πάω να δω το «La La Land». «Μέσα σε όλη αυτή την κατήφεια είναι κάτι feelgood», μου έλεγε.
Η πανδημία ήρθε, βεβαίως, να βάλει την ταφόπλακα. Μόνο τα θερινά επέζησαν (και αυτά περισσότερο στη λογική του «σουβλάκι και μπύρα με ολίγον από ταινία», παρά το αντίθετο).
Κάπου είχα διαβάσει ότι χρειάζεσαι 20 επαναλήψεις για να αποκτήσεις αλλά και για να απωλέσεις μια συνήθεια (καλή ή κακή). Οπότε, αυτή η συγκεκριμένη συνήθεια πάει, καπούτ, πάπαλα.
Και εγώ που υποτίθεται ότι πηγαίνω σινεμά, φέτος έχω παρατηρήσει πόσο πιο συχνά με ενοχλούν πλέον οι άλλοι θεατές στην αίθουσα, με το μασούλημα, τα κινητά, τις ομιλίες τους. Μου πήρε προφανέστατα χρόνο να ξανασυνηθίσω το «συλλογικό» του μεγάλου φορμά (αν και υποψιάζομαι ότι έχει να κάνει και με τη γαϊδουροποίηση του μεταπανδημικού θεατή, που έχει μάθει να βλέπει όλους, ανεξαιρέτως, τους χώρους σαν προέκταση του σαλονιού του).
Πού θα πάνε οι νέοι σινεφίλ;
Προχθές, ο 15χρονος γιός μου με ενημέρωσε ότι η καθηγήτρια των αγγλικών στο σχολείο τούς έδειξε –σε δόσεις– τον «Κύκλο των χαμένων ποιητών». Και αφιέρωμα Μπέργκμαν να είχε δει, δεν θα είχα χαρεί τόσο.
Γιατί περί κινηματογραφικής παιδείας, zero. Είναι τρομακτικό αν σκεφτεί κανείς τι ευκαιρίες έχουν εν έτει 2023 οι λεγόμενοι «Quaranteens» (ή «Zoomers») να απολαύσουν με συνομηλίκους τους μια «καλή» ταινία (ή και ένα μπλοκμπάστερ, δεν πειράζει).
Οι ρεαλιστές λένε ότι το τρένο δεν γυρίζει πίσω και ότι η νέα γενιά οικοδομεί ήδη τη δική της κουλτούρα θέασης. Ισως και να έχουν δίκιο. Εγώ, πάντως, λυπάμαι όποιον δεν θα μάθει ποτέ τι σημαίνει να σε χτυπάει ο κρύος αέρας την ώρα που βγαίνεις λίγο «μουδιασμένος» από την αίθουσα, χαμένος ακόμα ανάμεσα στην ταινία και στην πραγματικότητα.
Και σήμερα; Σήμερα Κυριακή θα πάμε όλοι, μα όλοι, να στηρίξουμε τις αίθουσες «Ιντεάλ», «Αστορ» και «Ιριδα». Να διαμαρτυρηθούμε για την πολιτική ασπλαχνία. Να αναπολήσουμε γλυκερά τις μνήμες μας μέσα σε αυτές τις αίθουσες που, τι κρίμα, κινδυνεύουν να γίνουν τουριστικές κλίνες. Η συγκίνηση βέβαια, το ξέρουμε, θα εξατμιστεί μετά από δύο, άντε τρία on-off στο σαλόνι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News