Η αναταραχή που δημιούργησε η έλλειψη συντήρησης στο στέγαστρο του Ολυμπιακού Σταδίου έδειξε για άλλη μια φορά πώς η κακή ή ελλιπής διαχείριση κατάφερε να εξαφανίσει την αίγλη που θα έδινε μακροπρόθεσμα στη χώρα η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Και είναι «άλλη μια φορά», καθώς το πρόβλημα με τα έργα της Ολυμπιάδας έχει αναδειχθεί από παλιά.
Στις 13 Αυγούστου του 2014, στην επέτειο των 10 ετών από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα, ορισμένες σημαντικές ευρωπαϊκές εφημερίδες είχαν ως ένα από τα κύρια θέματά τους την Αθήνα σε σχέση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. «Επιτέλους», θα μπορούσε να σκεφθεί κάποιος που δεν παρακολουθεί ξένο Τύπο, αν το κείμενο τελείωνε εδώ, «τόσα λεφτά δώσαμε τότε ως χώρα, να αποδώσουν κάτι ακόμη».
Δυστυχώς, αυτά θα ήταν τα καλά νέα. Τα κακά νέα ήταν ότι όλες αυτές οι εφημερίδες δημοσίευσαν αναλυτικά φωτογραφικά ρεπορτάζ για την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα οι πανάκριβες τότε ολυμπιακές καταστάσεις της Αθήνας (όπως άλλωστε και ο ελληνικός Τύπος).
Οι τίτλοι πανομοιότυποι: «Αθήνα του 2004 Ερείπια, χρέη, έριδες» – «Δέκα χρόνια μετά από την έναρξη των Αγώνων στις 13 Αυγούστου του 2004, αντί της νέας εποχής που υποτίθεται πως ξεκινούσε στην Ελλάδα και παρά τα κάπου 5 (ή και 10) δισ. ευρώ που δαπανήθηκαν, τίποτα δεν θυμίζει τη λάμψη εκείνων των ημερών». Και ακολουθούσαν οι φωτογραφίες με τα σπασμένα καθίσματα στα στάδια, «που δεν περιμένουν πλέον άλλους θεατές», «ερειπωμένες εγκαταστάσεις που σε ορισμένες περιπτώσεις λειτουργούν ως σκουπιδότοποι» και το συγκρότημα του Φαλήρου, όπου «τώρα στο γήπεδο του Μπιτς Βόλεϊ, αντί για αθλητές, αγωνίζονται μεταξύ τους διάφορα φυτά στην άμμο».
Και τέλος, μια φωτογραφία με ένα σταματημένο ρολόι μέσα σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο, όπου ο χρόνος «αντί να σταματήσει, δείχνει τα δόντια του». Αντίστοιχα, στην Ελλάδα η «Καθημερινή της Κυριακής» παρουσίασε το πρόβλημα στο πρωτοσέλιδο της υπό τον τίτλο «Ολυμπιακές εγκαταστάσεις, από τον θρίαμβο στην εγκατάλειψη».
Βέβαια υπήρχε το αρνητικό κλίμα για τον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα διαχειριζόταν τα οικονομικά της, που δημιουργήθηκε το 2010 – και στο οποίο δυστυχώς βοήθησαν οι άστοχες δηλώσεις του τότε πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, ο οποίος έλεγε στο εξωτερικό πόσο διεφθαρμένη χώρα είναι η Ελλάδα (!) (θυμάμαι τον αείμνηστο Παύλο Τζερμιά να μου λέει πόσο άσχημα τον είχαν εκπλήξει αυτές οι δηλώσεις, που έκαναν τόσο κακό στην εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό).
Ηταν τόσο αρνητικό τότε το κλίμα, ώστε στη μετάδοση της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2012 ο εκφωνητής παρατήρησε με το γνωστό αγγλικό μαύρο χιούμορ, καθώς κατά παράδοση μπαίνει πρώτη στην παρέλαση η ελληνική αποστολή, «βλέπω ότι φέτος οι χώρες παρελαύνουν κατά σειρά δημοσίου χρέους»(!).
Σε αυτό το κλίμα εξηγείται και το σχόλιο της Αυστριακής Die Presse, που έγραφε πως «Η Ελλάδα δεν έχει ούτε χρήματα για τη συντήρηση των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων, ούτε ίσως και ανάγκη γι’ αυτό. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι απλώς ένα βάρος του παρελθόντος».
Και όμως, το παρελθόν της Ελλάδας σε τόσες περιόδους της Ιστορίας, όχι μόνο δεν ήταν βάρος, αλλά αποτελούσε πηγή αναστοχασμού και δημιουργίας, όπως και τα ερείπια που το συμβόλιζαν. Ετσι, τα «Ερείπια των Αθηνών» (σε αντίθεση με τα σημερινά Ολυμπιακά) είχαν παρουσιαστεί στην Ευρώπη κάπου 200 χρόνια πριν.
Το 1811 ο Μπετόβεν, που βρισκόταν τότε στη Βιέννη, ανέλαβε να γράψει τη μουσική για μια θεατρική παράσταση με την οποία θα εγκαινιαζόταν έναν χρόνο μετά το αυτοκρατορικό θέατρο στην Πέστη (μέρος της σημερινής Βουδαπέστης) σε κείμενο του Αύγουστου φον Κάτσεμπου. Ο επίλογος της παράστασης είχε τίτλο «Die Ruinen von Athen» (Τα ερείπια των Αθηνών) και τα δύο πιο γνωστά του μέρη είναι η εισαγωγή και το τουρκικό εμβατήριο (έχει και ο Μπετόβεν «αλά Τούρκα», όχι μόνο ο Μότσαρτ).
Το έργο ήταν προς τιμήν του αυτοκράτορα Φραντς και η υπόθεσή του ήταν περιληπτικά η εξής: η Αθηνά, κόρη του Δία, ξυπνάει μετά από έναν ύπνο 2.000 χρόνων και έρχεται στην Αθήνα για να δει τον Παρθενώνα κατεστραμμένο και την πόλη της κατακτημένη από τους Τούρκους. Ο πολιτισμός και η φιλοσοφία, οι βασικές συνιστώσες του αρχαίου ελληνικού κόσμου, δεν κατοικούν πια σε αυτά τα μέρη, όμως, σύμφωνα με το μήνυμα του έργου, διαφυλάχθηκαν στην πεφωτισμένη δεσποτεία της Αυστρίας, έργο της οποίας ήταν και το εγκαινιαζόμενο θέατρο.
Σε αυτό το έργο διαφαίνεται η εκτίμηση που έδειξε ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, όσο και η οικειοποίηση του, ταυτόχρονα με τον διαχωρισμό του ένδοξου παρελθόντος (που θεωρείται πλέον κοινό ευρωπαϊκό κτήμα) από τη σύγχρονη, τότε, (προεπαναστατική) κατάσταση του ελληνικού χώρου, δίνοντας προκαταβολική απάντηση στις κομπλεξικές διαμαρτυρίες ορισμένων συμπατριωτών μας για τους Ευρωπαίους που «μας πήραν τον πολιτισμό μας».
Δεν είναι όμως μόνο αυτή η σχέση του παρελθόντος με το παρόν την οποία μας υποβάλλουν «Τα ερείπια των Αθηνών». Το ίδιο εκείνο σχήμα στο έργο (η αναφορά στη λάμψη εκείνων των ημερών, που πια έχει σβήσει και έχουν μείνει τα ερείπια) επανέρχεται με τη χαμένη λάμψη των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 και τις ασυντήρητες εγκαταστάσεις που άφησε πίσω της.
Τι να πεις τώρα για τη σχέση της τέχνης με την πραγματικότητα όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση την περιγράφει 200 χρόνια μετά; Θα μπορούσε να έχει δίκιο ο Αριστοτέλης, κατά τον οποίο η τέχνη μιμείται την πραγματικότητα, όχι ως ακριβής καταγραφή λεπτομερειών, αλλά ως ανάδειξη του ουσιώδους σε αυτήν. Και εδώ το ουσιώδες είναι η παρακμή που διαδέχεται ημέρες δόξας, σε ένα επαναλαμβανόμενο σχήμα στην ελληνική ιστορία (και όχι μόνο σε αυτήν, βέβαια).
Με τη διαφορά ότι στην εποχή του Μπετόβεν πάνω στα ερείπια των Αθηνών χόρευαν ακόμα οι νικητές Τούρκοι, δείχνοντας συμβολικά ότι η καταστροφή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού ήταν αποτέλεσμα εχθρικών (υπέρτερων) δυνάμεων, ενώ τώρα αποδείξαμε ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε και μόνοι μας. (Επειδή για άλλη μία φορά είχαμε τη μεταφυσική ελπίδα να κάνει τη δουλειά το περίφημο αόρατο χέρι –βλ. σχετικό άρθρο στο Protagon– το οποίο δεν ασχολείται με αυτά.)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News