1108
| Creative Protagon

Τα μπλε και πράσινα αρνιά

Δημήτρης Ευθυμάκης Δημήτρης Ευθυμάκης 20 Απριλίου 2025, 00:45
|Creative Protagon

Τα μπλε και πράσινα αρνιά

Δημήτρης Ευθυμάκης Δημήτρης Ευθυμάκης 20 Απριλίου 2025, 00:45

Ήταν το ωραιότερο Πάσχα που έχω ζήσει στη ζωή μου. Καλύτερο κι από τότε που πήγα στην Κέρκυρα με τις μνημειώδεις φιλαρμονικές και τα κανάτια που σπάνε, ωραιότερο κι από τότε που αξιώθηκα να βρεθώ στο Άγιον Όρος όπου η κατάνυξη και το βυζαντινό τελετουργικό σε καθηλώνουν. Ε ναι λοιπόν, εκείνη η Πασχαλιά  του 1985 ήταν η πιο υπέροχη, η πιο διαδραστική, η πιο λαμπρή και γιορτινή που έχω περάσει ever. Και δεν είχε ξεκινήσει με προδιαγραφές ισχυρού βιώματος, για ένα απλό και συνηθισμένο Πάσχα στην επαρχία είχαμε πάει. Έλα όμως που αλλιώς τα ‘φερε η κατάσταση…

Η κωμόπολη που επισκεφτήκαμε για το διήμερο της Λαμπρής, δεν είχε τίποτα το εξαιρετικό ή το αξιοθαύμαστο πλην του μεγάλου πατρικού σπιτιού του φίλου μας. Στέγαζε άνετα τρεις οικογένειες κι είχε μια ωραία άνετη αυλή για σούβλισμα και γιορτινό τραπέζωμα. Είχαμε ξανακάνει Πάσχα εκεί, μόλις δυο ώρες απόσταση απ’ την Αθήνα ήταν, ο καιρός προβλεπόταν ζεστός, η παρέα ήταν καλή, ο σπιτονοικοκύρης ήταν πρόθυμος ψήστης και με περγαμηνές, τι άλλο θέλαμε;

Όταν όμως μεσημέρι Μεγάλου Σαββάτου φτάσαμε, μάθαμε ότι είχε γίνει μια αλλαγή στο πρόγραμμα που ξέραμε. Δεν θα σουβλίζαμε στην αυλή του σπιτιού, αλλά στην πλατεία. Ο δήμαρχος λέει, προέτρεπε τους δημότες, αντί να γιορτάζει ο καθένας ξεχωριστά στο σπίτι του, να σουβλίσουν όλοι μαζί στην πλατεία και να γλεντήσουν οι γείτονες και οι φίλοι μαζί σ’ έναν ενιαίο χώρο. Προς τούτο, είχε κινητοποιήσει όλο τον μηχανισμό του δήμου.

Τα συνεργεία του είχαν σκάψει δυο μεγάλα σκάμματα των 25 αρνιών το καθένα στις δυο πλευρές της πλατείας, είχαν φέρει δωρεάν κάρβουνα, είχαν βάλει μεγάλα τραπέζια δίπλα στα σκάμματα για να κάτσουν οι παρέες, είχε βάλει από πάνω πρόχειρες τέντες για να μην χτυπά ο ήλιος τους γλεντζέδες κατακούτελα, είχε και νταμιτζάνες με κρασί δωρεάν για όποιον ήθελε. Το βασικότερο όλων όμως, ήταν ότι θα υπήρχε μουσικό συγκρότημα, οπότε ο χορός και το γλέντι θα άναβε. «Ωραία θα ‘ναι, πάμε» συμφωνήσαμε όλοι.

Χα! Καλά είναι τα σχέδια, αλλά πότε το ωραίο μετατρέπεται σε μπέρδεμα, κανένας δεν μπορεί να το προϋπολογίσει. Διότι το Πάσχα του 1985 ήταν δυο μόλις μήνες πριν τις βουλευτικές εκλογές  και το κλίμα στην χώρα ήταν κομμάτι πολωμένο και αντιπαραθετικό. Ο Ανδρέας Παπανδρέου τέλειωνε την πρώτη τετραετία του και πήγαινε για δεύτερη, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που είχε αναλάβει μισό χρόνο νωρίτερα, τον κόντραρε στα ίσα. Η χώρα, οι πόλεις και τα χωριά είχαν γίνει δυο κομμάτια.

Τα μπλε και τα πράσινα καφενεία ήταν στο φόρτε τους. Οι Πασόκοι και οι Νεοδημοκράτες με το παραμικρό έσπαζαν τα κεφάλια τους στις συζητήσεις και στις αφισοκολλήσεις, οι Τοπικές Οργανώσεις έβγαζαν τα μεγάφωνα και φλόμωναν, οι μεν τις δε, με το «θα τον μεθύσουμε τον ήλιο» και το «ζήτω η πατρίδα, ζήτω η θρησκεία, ζήτω η Νέα Δημοκρατία»… γενικώς ήμασταν όλοι μια πολύ ωραία ατμόσφαιρα. Μπορεί ο κακόμοιρος ο δήμαρχος να είχε καλές προθέσεις, αλλά ποιος τον ρωτούσε αυτόν;

Οπότε νωρίς-νωρίς την Κυριακή πήγε ο πρώτος νοικοκύρης το αρνί του, το βαλε στο ένα σκάμμα, ήταν Πασόκος αυτός. Ο δεύτερος που έτυχε να είναι Νεοδημοκράτης, έβαλε την σούβλα του στο απέναντι σκάμμα. Οι δυο επόμενοι έκαναν το ίδιο, οπότε μέσα σε μια ώρα, τα από δω είκοσι αρνιά ήταν των Πασόκων και τα από κει άλλα είκοσι ήταν των Νεοδημοκρατών. Μετά άρχισαν να έρχονται οι παρέες, καθόταν η κάθε μια στο τραπέζι που ήταν δίπλα στο αρνί της, χωρίστηκε η πλατεία σε δυο μακρόστενα μέρη. Από δω οι μπλε, απέναντι οι πράσινοι.

Ως τις δέκα-έντεκα όλα κύλησαν ήρεμα, αρμονικά και Πασχαλιάτικα, αλλά μετά άρχισαν οι πρώτες μπηχτές, τα πειράγματα, τα γέλια, που όσο περνούσε η ώρα γίνονταν και πιο έντονα. Είχαν αρχίσει και τα τσίπουρα από νωρίς, μετά έπιασαν τα  κρασάκια, ύστερα τα ανακάτωσαν, είχαν καταφθάσει από τα σπίτια κάτι τηγανητά συκωτάκια και καθαρισμένα κόκκινα αυγά με λαδάκι και ρίγανη, βγήκαν λίγο αργότερα τα πρώτα κοκορέτσια, έφαγε και ήπιε η πλατεία, λύθηκαν οι γλώσσες.

Κατά τη μία το μεσημέρι που είχαν κατέβει τα αρνιά και τα κατσίκια από την φωτιά, το πράγμα άρχισε να μυρίζει μπαρούτι. Εκατό Παπανδρεϊκοί από δω και εκατό Μητσοτακικοί από κει, έτρωγαν και τους έτρωγε η θέα των απέναντι. Τα πειράγματα πολλαπλασιάστηκαν, άρχισαν οι ευθείες προσβολές και οι χοντράδες, η μισομεθυσμένη πλατεία άρχισε να δείχνει σημάδια πολεμικού πυρετού αντί για την Πασχαλινή αγάπη και την αγαλλίαση για την οποία στήθηκε. Δεν κατάλαβα ποια ήταν η αφορμή που ξεκίνησε την σύρραξη, πάντως ήταν ακριβώς την ώρα που η ορχήστρα έπαιζε τον πρώτο της Καλαματιανό.

Αρχισε από δυο τραπέζια θερμόαιμων νεαρών, μπλε και πράσινων, που είχαν πιει και πιο πολύ απ’ τους υπόλοιπους. Δεν ξέρω επίσης αν το πρωτοξεκίνησαν Πασόκοι ή Νεοδημοκράτες, η ουσία είναι ότι κάποια στιγμή έφυγε το πρώτο πλαστικό ποτήρι γεμάτο κρασί και έσκασε στο απέναντι τραπέζι. Εκείνο ανταπέδωσε ακαριαία με δυο ποτήρια γεμάτα μπίρα. Αυτό ήταν. Μέσα σε ένα λεπτό, εκατό άνθρωποι από δω και άλλοι εκατό από ‘κει, άρχισαν να πετάνε στους συγχωριανούς και στους γειτόνους τους ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.

Μέσα σε μια απερίγραπτη οχλοβοή, είδα κατάπληκτος να εξακοντίζονται τα πάντα. Κοψίδια και αρνίσια ποδαράκια, σπάλες και κομμάτια από κοκορέτσια, κόκκινα αυγά και τυροκαυτερές, μπριζολάκια και ντοματοσαλάτες, κουτιά με αναψυκτικά, λουκάνικα, μισοφαγωμένες συκωταριές, μέχρι ένα αρνίσιο κεφαλάκι με την γλώσσα έξω είδα να υψώνεται στον ουρανό και να σκάει πάνω σε μια κανάτα με καρασί. Ήταν βέβαια κάτι γεροντότεροι που φώναζαν «τι είναι αυτά ρε παιδιά, ντροπή», αλλά οι περισσότεροι είχαν αφιονιστεί κι έπαιρναν μέρος στην σύρραξη όλο και πιο εξαγριωμένοι, υπό τους ήχους μάλιστα της ορχήστρας, που αντί να σταματήσει το ‘χε γυρίσει  από τα χορευτικά Καλαματιανά, στα πιο πολεμικά Τσάμικα.

Μέσα σε δέκα λεπτά έγινε η πλατεία κεραμιδαριό. Απορώ πως δεν άνοιξε κανένα κεφάλι με τα γεμάτα κουτιά των αναψυκτικών που έφευγαν ένθεν κακείθεν ή πως κανένας εξαγριωμένος δεν άρπαξε καμιά χρησιμοποιημένη σούβλα να καρφώσει άνθρωπο απέναντι. Έμειναν μόνο στις φωνές, στις βρισιές και στον κοψιδοπόλεμο, που μετέτρεψε εκείνο το Πάσχα μας σε ταινία του Βέγγου που τελειώνει με τουρτοπόλεμο μέσα σε ζαχαροπλαστείο. Ήρθε και το «100», τράκαρε μάλιστα και κάτι λαμαρίνες στην φούρια του να μπει μέσα στην πλατεία ανάμεσα στα στρατόπεδα, βγήκε ο αστυνομικός με μια ντουντούκα κι άρχισε να μας ουρλιάζει να σταματήσουμε, αλλιώς θα μας συλλάμβανε όλους. Δυο αστυνομικοί ήταν στο περιπολικό κι ήμασταν διακόσιοι. Μεγάλη πλάκα.

Φύγαμε τρισευτυχισμένοι από τον χαβαλέ, λουσμένοι με κρασιά και διάφορες αλοιφές και σάλτσες που είχαν καταλήξει πάνω μας, εκτονωμένοι και χαρούμενα ζαλισμένοι. Είχαμε ζήσει το μοναδικό «Ελλήνων Πάσχα», το λαμπρό, το υπέροχο, το ανεπανάληπτο. Κρίμα που η πολιτειούλα δεν ήταν τουριστική να το ζήσουν αυτό και αλλοδαποί συνάνθρωποι μας, κρίμα που τότε δεν υπήρχαν social media να μοιραστούμε την εκπληκτική εμπειρία μας με όλη την υφήλιο. Ήταν το πιο όμορφο, το πιο κατανυκτικό και αξέχαστο Πάσχα που έζησα ποτέ. Ήταν το  1985 των μπλε και πράσινων καφενείων, που έγιναν μπλε και πράσινα αρνιά.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...