Το τριήμερο συζήτησης της πρότασης δυσπιστίας τεσσάρων κομμάτων της αντιπολίτευσης κατά της κυβέρνησης στη Βουλή μόλις και μετά βίας ξέφευγε από την πεπατημένη των ανιαρών εντάσεων που κατά κανόνα χαρακτηρίζουν τέτοιες διαδικασίες. Αν δεν είχε χάζι να παρακολουθεί κανείς τους νυν και τους πρώην του ΣΥΡΙΖΑ (συμπεριλαμβανομένης της Ζωής Κωνσταντοπούλου, που θυμήθηκε τις παλιές χρυσές μέρες της και δεν σταμάτησε ποτέ να φωνάζει) να προσπαθούν να διαχειριστούν την αναγκαστική προσωρινή σύμπραξή τους και δεν υπήρχε και η μάλλον κορυφαία κοινοβουλευτική στιγμή στη θητεία του Νίκου Ανδρουλάκη, δεν θα είχε μείνει τίποτα αξιοσημείωτο ή ασυνήθιστο να θυμάται κανείς.
Είναι μάλλον σαφές ότι περισσότερο ενδιαφέρον είχαν όσα συνέβαιναν παράλληλα εκτός Βουλής, όπου οι διασταυρούμενες σχέσεις μεταξύ των κομμάτων έφτασαν κάποια στιγμή να θυμίζουν μυθιστόρημα του Πιερ Σοντερλό ντε Λακλό, όπου αυτά που πρέπει να συμβούν και αυτά που συμβαίνουν είναι δυο ολότελα διαφορετικές ιστορίες. Προκαλώντας, όπως και στα έργα του τελευταίου, το ερώτημα αν τα παράδοξα συμπλέγματα που δημιουργούσε η συγκυρία μπορούσαν με οποιονδήποτε τρόπο να αποκτήσουν μόνιμα χαρακτηριστικά.
Βέβαια, η ίδια η κίνηση να υπογράψουν τέσσερα κόμματα της αντιπολίτευσης την πρόταση δυσπιστίας αποτελούσε έναν νεωτερισμό στο πολιτικό κλίμα των τελευταίων χρόνων. Το ερώτημα είναι σε ποιον βαθμό αυτή η κίνηση δημιουργεί μια νέα σταθερά και σε ποιον βαθμό αποτελεί μια ad hoc συνεργασία χωρίς συνέχεια.
Παρατηρώντας κανείς τις διαρροές και τις δηλώσεις που συνόδευσαν το τριήμερο στη Βουλή, θα δει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο: Η κυβέρνηση «κατηγορούσε» τα κόμματα της αντιπολίτευσης ότι βρίσκονται σε ανοιχτή συνεννόηση μεταξύ τους. Το ΠΑΣΟΚ αρνιόταν κατηγορηματικά ότι κάτι τέτοιο ισχύει, παρουσιάζοντας τον κυβερνητικό ισχυρισμό ως σενάριο συνωμοσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιθέτως, διά των στελεχών του, αποδεχόταν εμμέσως ή ευθέως ότι αυτή η συνεργασία υπάρχει. Ο πρόεδρός του Στέφανος Κασσελάκης όμως, με τις πολλές διαδικτυακές ή άλλες παρεμβάσεις του από τη Θήβα όπου υπηρετούσε τη σύντομη θητεία του, δεν ήταν στην πραγματικότητα εξίσου θερμός.
Για να λέμε την αλήθεια, η «κατηγορία» αυτή της κυβέρνησης ήταν κάπως παράδοξη. Στις δημοκρατίες τα κόμματα της αντιπολίτευσης δικαιούνται να συνεννοούνται, είναι κομμάτι της θεμιτής πολιτικής διαπάλης. Η διαμαρτυρία για το γεγονός ότι όλη η αντιπολίτευση συνεργάζεται είναι συνήθως ίδιον κυβερνήσεων σε πολύ δύσκολη θέση– οι παλιοί θα θυμούνται τον Ανδρέα Παπανδρέου να κάνει λόγο για «ανίερες συμμαχίες από ανιστόρητες ηγεσίες». Ομως εδώ τα πράγματα ήταν μάλλον πιο απλά.
Η Νέα Δημοκρατία ήθελε να τονίσει ότι το ΠΑΣΟΚ εγγράφεται σε ένα λαϊκιστικό και πάντως αριστερόστροφο τόξο και να το πλήξει στο πεδίο εκείνο όπου το ανταγωνίζεται: τους ψηφοφόρους του Κέντρου. Ηταν άλλωστε εμφανές και από την τοποθέτηση του Πρωθυπουργού στη Βουλή ότι το σενάριο ενός ισχυρού ΠΑΣΟΚ με πρόσβαση σε συστημικούς ψηφοφόρους είναι αυτό που πρωτίστως ήθελε να αποφύγει – εξ ου και το παράδοξο πανηγυρικό σχόλιο ότι στις ευρωεκλογές το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη θα είναι κάτω από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα μιας ενδεχόμενης ανάκτησης της δεύτερης θέσης από το ΠΑΣΟΚ, για τη ΝΔ δεν θα ήταν μόνο ότι σήμερα αποτελεί σχεδόν όμορο χώρο με τον άλλοτε άσπονδο εχθρό του. Είναι επίσης το γεγονός ότι εάν το ΠΑΣΟΚ ήταν δεύτερο, οι προοπτικές για τη σύγκλιση ευρύτερων δυνάμεων της Κεντροαριστεράς θα ήταν μάλλον πιο ορατές – ιδίως αν οι διαφορές ήταν μικρές και το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ χαμηλό.
Αν, από την άλλη, επιβεβαιωθεί η τάση που δείχνει σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ να σταθεροποιείται στη δεύτερη θέση και με ποσοστά σχετικά υψηλά (δηλαδή όχι πολύ μακριά από το 17,8% που συγκέντρωσε ο Αλέξης Τσίπρας τον περασμένο Ιούνιο), είναι εύλογο ο Στέφανος Κασσελάκης να αξιώσει να τον αφήσουν να ξεδιπλώσει το σχέδιό του μέχρι –τουλάχιστον– τις επόμενες εθνικές εκλογές. Την ίδια ώρα, όμως, ένα μεγάλο μέρος στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα όχι αναγκαστικά αυτών που αμφισβήτησαν ευθέως τον πρόεδρό του, θεωρεί ότι μόνο η συνεργασία μπορεί να κρατήσει ζωντανή την ιδέα της εξουσίας.
Κάπως έτσι, αυτό που εξέπεμπε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά το τριήμερο της συζήτησης διακρινόταν από διαφορετικές αποχρώσεις. Οι τοποθετήσεις των εκπροσώπων του έκαναν ανοιχτά λόγο για συνεργασία των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων. Οι παρεμβάσεις του Στέφανου Κασσελάκη, ωστόσο, δεν επέμειναν πολύ σε αυτό. Στην πρώτη παρέμβασή του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ζητούσε παραίτηση του Πρωθυπουργού και εκλογές με διεθνείς παρατηρητές –αίτημα που δεν συντονίζεται ακριβώς με την πρόταση δυσπιστίας– αρκούμενος να πει ότι «δεν θα μπει εμπόδιο» στη συνεργασία των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων.
Σε δεύτερο χρόνο, απαξίωνε τη διαδικασία, κάνοντας λόγο για «κοκορομαχίες». Και σε γενικές γραμμές παρουσίαζε την πτώση της κυβέρνησης ως έναν στόχο αποκατάστασης των θεσμών – άρα όχι ως κάτι που μπορεί να επιχειρηθεί μέσα από τους θεσμούς όπως είναι. Μπορεί λοιπόν οι τοποθετήσεις του Σωκράτη Φάμελλου, της Βούλας Κεχαγιά ή άλλων στελεχών να καλούσαν την κυβέρνηση να «συνηθίσει τη συνεργασία της αντιπολίτευσης», όμως αυτή η συνήθεια δεν έδειχνε στην πραγματικότητα τόσο έντονη.
Πόσο μάλλον που ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, σε μια εμφανή απόπειρα να παρουσιάσει εικόνα αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, απέφυγε να αναφερθεί στην ομιλία του στον ΣΥΡΙΖΑ, έστω ως δυνητικό σύμμαχο.
Ετσι κι αλλιώς, η συγκρότηση ενός μπλοκ αυτή τη στιγμή είναι απαγορευτική για τα δύο κόμματα. Απομένουν 70 ημέρες μέχρι τις ευρωεκλογές, η μεταξύ τους διαφορά μετριέται στην πρόθεση ψήφου στα όρια του στατιστικού λάθος, οι χώροι συγγενεύουν και ψηφοφόροι μπορούν να μετακινηθούν εύκολα από το ένα στο άλλο. Καμία στρατηγική συμμαχίας δεν μπορεί να δημιουργηθεί υπό αυτές τις συνθήκες πριν από τις κάλπες. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένοι να ανταγωνιστούν για το ίδιο πάνω-κάτω κοινό, έχοντας μάλιστα από κοντά και τη Νέα Αριστερά, η οποία δίνει τη μάχη του 3%.
Ολες οι σχετικές εξελίξεις, επομένως, μετατίθενται για μετά τις 9 Ιουνίου. Και τότε ακόμα, οι προβλέψεις θα είναι εξαιρετικά δύσκολες. Αν η δυναμική της Κεντροαριστεράς συνολικά βρίσκεται κοντά σε αυτήν της κυβέρνησης (τον Ιούνιο το άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ υπολειπόταν 11 μονάδων της ΝΔ) και αν δεν υπάρχει ξεκάθαρος νικητής ανάμεσα στους δύο που να αξιώνει να είναι αυτός ο εκφραστής του αντικυβερνητικού μετώπου, τότε οι εξελίξεις είναι ανοιχτές. Αλλά τα «αν» είναι παραπάνω από ένα και μέχρι τώρα οι επαφές μεταξύ στελεχών των δύο κομμάτων δεν έχουν βρει αντιστοίχιση στην κορυφή τους.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση έχει να ανησυχεί από το ενδεχόμενο σταθεροποίησης μιας εικόνας «όλοι εναντίον της ΝΔ» – δεν πέρασαν άλλωστε πολλά χρόνια από τότε που το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» οδήγησε το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα σε καθίζηση. Αλλά δεν έχει να ανησυχεί ούτε για το αν αυτοί οι «όλοι» μπορούν σύντομα να είναι «μαζί», ούτε για το αν κάποιος ανάμεσά τους μπορεί άμεσα να την απειλήσει. Και αυτός είναι ο ασφαλής χώρος στον οποίον η κυβέρνηση μπορεί να δοκιμάσει ελιγμούς που θα αναστρέψουν το κλίμα σε βάρος της.
Στα μυθιστορήματα του Σοντερλό ντε Λακλό, πάντως, στο τέλος την πατάνε όλοι – καλοί και κακοί. Αυτή είναι μια οψιόν που στην πολιτική δεν υπάρχει ή, αν υπάρχει, βγάζει στο προσκήνιο δυνάμεις που δεν θα έπρεπε…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News