Οι αθλητικές εκπομπές στο ραδιόφωνο είναι ο καθρέφτης των προσεγγίσεων των ΠΑΕ για την αντιμετώπιση ενός φαινομένου που πρώτες θα έπρεπε να επιδιώκουν να λύσουν. Ακόμη και για να προστατεύσουν οι ιδιοκτήτες την επένδυσή τους:
Αν ο σταθμός σχετίζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την ομάδα της οποίας οι οπαδοί ευθύνονται για ένα επεισόδιο βίας, η κουβέντα συνήθως πάει στον ρόλο του σχολείου και στην ανατροφή που λαμβάνουν τα παιδιά από το σπίτι. Παράλληλα, τονίζεται σχεδόν πάντα ότι «η βία είναι ένα ευρύτερο φαινόμενο».
Στην αντίπερα ραδιοφωνική όχθη, οι ακροατές απαιτούν ότι ήρθε η ώρα να τιμωρηθεί -«επιτέλους!»- η αντίπαλη ομάδα για όσα έκαναν οι οπαδοί της. Συνήθως η απαίτηση συνοδεύεται από την παραδοχή πώς και οι οπαδοί της δικής τους ομάδας έχουν προκαλέσει μεν επεισόδια, αλλά ποτέ τόσο σοβαρά. Ενώ για τα «λίγα» που έκαναν θυμίζουν ότι η ομάδα τους τιμωρήθηκε εξοντωτικά (συνήθως γιατί θέλει να την αφανίσει η κυβέρνηση).
Γιατί σε ένα πρόβλημα που μας απασχολεί εδώ και δεκαετίες κυριαρχούν κάθε φορά επιχειρήματα επιπέδου παιδιών της Πρώτης Δημοτικού;
Γιατί οι πρόεδροι των ομάδων δεν τα βρίσκουν ποτέ μεταξύ τους για να αντιμετωπίσουν ένα φαινόμενο που πλήττει τις επιχειρήσεις τους;
Γιατί οι κυβερνήσεις δεν τους πιέζουν να εγκαταστήσουν κάμερες και να εκδίδουν αυστηρώς ελεγχόμενα ονομαστικά εισιτήρια όπως ακούμε εδώ και 20 χρόνια και ήδη δύο φορές από την παρούσα κυβέρνηση;
Λίγο πολύ, επειδή η ιστορία είναι παλιά, κοντά σαράντα χρόνια μας απασχολεί, έχουν ειπωθεί όλα και όλοι καταλαβαίνουν. Κάπως έτσι φτάσαμε στην απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να μαζέψει όλα τα στοιχεία για τις εγκληματικές συμμορίες που –στον ελεύθερό τους χρόνο– πλακώνονται και στο γήπεδο, και να τα πάει στη Δικαιοσύνη. Πρόκειται για ένα μοντέλο αντιμετώπισης σαν κι αυτό που ακολούθησε η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου για τη Χρυσή Αυγή, μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβριο του 2013.
Κάπως έτσι μάθαμε από διαρροές τα στοιχεία που δείχνουν πως μπαμπάδες, μαμάδες και παιδιά κάθονταν στην ίδια ή στη διπλανή κερκίδα με κάτι καλούς κυρίους –και αφοσιωμένους οπαδούς, αυτούς που συνήθως παίκτες και παράγοντες εξυμνούν ως «ο υπέροχος κόσμος της ομάδας μας», ο «12ος παίκτης μας»– που ήταν διακινητές ναρκωτικών ή επικεφαλής σε σπείρες εκβιαστών και ληστειών. Και ότι οι καλοί κύριοι είχαν καταφέρει να προσηλυτίσουν νέα παιδιά στο πακέτο έγκλημα-οπαδισμός δελεάζοντάς τα με ένα εισιτήριο ή μια θέση στο πούλμαν για το Αγρίνιο, τις Σέρρες ή τα Γιάννενα.
Τώρα που μάθαμε τα στοιχεία, πόσοι οικογενειάρχες ανυπομονούν να ανοίξουν ξανά τα γήπεδα για να κάτσουν δίπλα σε αυτούς τους κυρίους και να ανοίξουν κουβέντα αν φυσάει ή σέρνεται το δεξί μπακ;
Μήπως η παρέμβαση ήρθε αργά; Μα φυσικά: όπως και τότε, στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής. Η κριτική ότι πριν από τον τραυματισμό του αστυνομικού που παλεύει για τη ζωή του, η κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε ήδη κινηθεί μετά την άγρια δολοφονία του Αλκη Καμπανού στην Θεσσαλονίκη ή του Μιχάλη Κατσουρή στη Νέα Φιλαδέλφεια, είναι σωστή.
Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η παρέμβαση είναι απολύτως αναγκαία και ότι γίνεται σε ένα χώρο με ισχυρά συμφέροντα που πάντοτε είχαν και εξακολουθούν να έχουν τον τρόπο να πλήξουν, ακόμη και να γονατίσουν, την οποιαδήποτε κυβέρνηση. Αλλωστε αυτός ήταν και παραμένει ο λόγος για κάποιους ώστε να αγοράσουν μια ομάδα: για να προστατεύει ένας στρατός τους ίδιους και τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους.
Η λογική λέει πως αν δεν πιάσεις πρώτα αυτούς που ξέρεις ότι μόλις «σχόλασαν» από μια ληστεία, μια μεταφορά ναρκωτικών (ή ένα ξυλοδαρμό ιδιοκτήτη μαγαζιού που δεν πλήρωσε προστασία) για να πάνε στο ματς, δεν νοείται να ανοίξεις ξανά τα γήπεδα. Το ερώτημα εδώ δεν είναι γιατί έκλεισαν τα γήπεδα στερώντας από τον κόσμο το ποδόσφαιρο, που είναι «θέαμα και γιορτή», αλλά γιατί άργησαν τόσο πολύ να τα κλείσουν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News