«Εγώ αυτό το κόλπο το έμαθα πριν από 20 χρόνια φίλε μου. Εσύ ήσουν ακόμα με τις πάνες». H πλάκα του Τζόκοβιτς στον Τσιτσιπά πριν από λίγες μέρες είχε κάτι από το κλασικό μπλαζέ μεσήλικο πατρονάρισμα (αν και ο Τζόκοβιτς είναι μόλις 32). «Καλοπροαίρετο» αλλά με ικανές δόσεις bitchiness. Μου θύμισε την αντίδρασή μου στο γραφείο προ ετών, όταν μία πολύ νεαρή συνάδελφος δήλωσε ότι είχε και αυτή πανηγυρίσει παρακολουθώντας στην τηλεόραση το Eurobasket του’87. «Δηλαδή τι έκανες, σου έπεσε η πιπίλα;» την είχα ρωτήσει (σημειώνω ότι το σχόλιο ήταν λιγότερο δηλητηριώδες από ό,τι φαίνεται, δεδομένου ότι η συνάδελφος είχε όντως γεννηθεί το 1987).
Eυρισκόμενη η ιδία στο κατώφλι των 50, έχω προφανώς γίνει πολύ πιο ευαίσθητη στα διάφορα σήματα διαγενεακής αντιπαλότητας (σαν και το αντίστροφο « ΟΚ boomer» δηλ. «ΟΚ μπάρμπα, ό, τι πεις» που εκπέμπουν χαιρέκακα οι γεννημένοι κοντά στο 2000 σε όλους εμάς τους προηγούμενους). Το ίδιο ευαίσθητη έχω γίνει και στα αχνιστά πιάτα «αθνητότητας» (amortality) που μου σερβίρονται καθημερινά από παντού. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις αντιγηραντικές.
Προ ημερών π.χ. βρέθηκα με την έφηβη κόρη μου στο Musical Tribute για τον Τζορτζ Μάικλ, σε ένα κατάμεστο Christmas Theater. Κάποια στιγμή –νομίζω ήταν στη μέση του «Club Tropicana»–κοιτάζω γύρω μου και συνειδητοποιώ τι συμβαίνει. Εγώ η «μεσήλικη» παρακολουθώ με μια 14χρονη έναν άγνωστης ηλικίας νεαρό Βρετανό που υποδύεται πάνω στην σκηνή τον αποδημήσαντα στα 53 του Τζορτζ Μάικλ (θυμίζω οι μεταθανάτιες συναυλίες είναι το must της νέας χιλιετίας). Ο δε (ομολογουμένως επιτυχής) σάρκινος Τζορτζ με το δερμάτινο τζάκετ που έχω μπροστά μου –θα κατέβει μάλιστα για λίγο από τη σκηνή για να χορέψει με μια «σιτεμένη» αλλά σούπερ fit φαν με ασημί σακάκι με παγέτες– είναι της εποχής του «Faith» (να το πάλι το 1987),όταν δηλαδή ο Τζορτζ Μάικλ ήταν 24!
Φεύγοντας από τη συναυλία, νιώθω αυτό που κατακλύζει, υποθέτω, πολλούς όταν κοντεύουν (ή έχουν ήδη καβατζώσει) τα 50: Καταλαβαίνω ότι εγώ έχω μεγαλώσει αλλά για κάποιο λόγο ο χρόνος έχει μείνει στάσιμος, καθηλώνοντάς με μια παρατεταμένη και κάπως αναξιοπρεπή εφηβεία.
Η αλήθεια είναι ότι τα 50 είναι η ηλικία της δεύτερης εφηβείας (ο καθρέφτης του μπάνιου είναι ο μεγαλύτερος εχθρός σου, δεν αναγνωρίζεις το βλέμμα των άλλων πάνω σου, κοκ). «To πρόβλημα δεν είναι απλώς η χαμένη ωραία εμφάνιση… Η γήρανση αποτελεί σωματικό σύμβολο της προοδευτικής μείωσης προοπτικών» γράφει ο Κιεράν Σετίγια του ΜΙΤ σε ένα φιλοσοφικό εγχειρίδιο επιβίωσης της μέσης ηλικίας που κυκλοφόρησε πρόσφατα («Στα μισά της ζωής», εκδ. Ποταμός)
Γι΄αυτό άλλωστε τα 50 είναι η ηλικία του «ανταγωνιστικού ηλικιακού ρατσισμού» (τρελαίνεσαι να πηγαίνεις σε reunion παλιών συμμαθητών και να ανακαλύπτεις ότι με τόσο πιλάτες δείχνεις τζόβενο μπροστά στη «θείτσα» συμμαθήτρια σου με τα τρεμάμενα, σαν ζελέ, μπράτσα) αλλά και της απροκάλυπτης ικανοποίησης από Ντόριαν Γκρέι συνομηλίκους (αρκεί ασφαλώς να ζουν έτη φωτός μακριά σου, όπως ο 56χρονος Μπραντ Πιτ στο «Μια φορά και έναν καιρό στο Χόλιγουντ» και η απαστράπτουσα πρόεδρος των φετινών Βενετίας Κέιτ Μπλάνσετ, «θεάρα στα 50» ).
Είναι βέβαια και η ηλικία που μετράς τις χαμένες ευκαιρίες σου. Που είσαι πια πεπεισμένος ότι τελικά δεν θα διασχίσεις τις ΗΠΑ με ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο. Που αγωνιάς γι’ αυτό το ένα μεγάλο που θέλεις να αφήσεις πίσω σου (αλλά δεν το κάνεις γιατί το βράδυ είσαι πολύ κουρασμένος και τελικά «σαπίζεις» βλέποντας Netflix).
Είναι ακόμα η εποχή που ανακαλύπτεις ότι τα παλιά σου διαβατήρια γεμίζουν ένα ολόκληρο κουτί και ότι σου ξεφεύγει η λέξη «γουόκμαν», που θυμάσαι καλά το Τσερνόμπιλ (όχι τη σειρά) και το Τσάλεντζερ, που δεν θυμάσαι αν μια ανάμνηση είναι με τον τωρινό σου σύντροφο (ή κάποιο φλερτ των 30). Που ξέρεις επίσης καλά ότι σε όποια δουλειά και να πας, πρέπει να κάνεις υπερπροσπάθεια για να μην φανεί το χάσμα σου με τους millennials, οι οποίοι παίζουν τους αλγόριθμους (και το Instagram) στα δάχτυλα.
Eίναι επίσης η ηλικία των διαζυγίου (τα γκρίζα διαζύγια « θερίζουν»). Είναι η πρώτη φορά που αισθάνεσαι πια για τα καλά ενήλικας (διότι ξέρεις π.χ. ότι αν δεν αγοράσεις χαρτί τουαλέτας, κανείς άλλος δεν θα το κάνει για σένα). Είναι η ηλικία της ευθύνης (φροντίζεις παιδιά ή/και υπερήλικους γονείς), των πρώτων απωλειών (γονέων αλλά και συνομηλίκων), της εμμηνόπαυσης ή και του πρώτου παιδιού (για τις γυναίκες), της πρεσβυωπίας και της μειωμένης λίμπιντο (για όλους ανεξαιρέτως).
Είναι επίσης η ηλικία που τρως ένα κάποιο «κόλλημα» με την υγεία σου (βελτιώνεις τη διατροφή σου ή γίνεσαι αρρωστοφοβικός, σκέφτεσαι να κάνεις τσεκ απ, δεν αντέχεις τη σκέψη ότι θα αναγκαστείς να κόψεις το μπάσκετ κτλ). Αλλωστε, η θνητότητα δεν είναι πια μια αόριστη, επικρεμάμενη απειλή· σίγουρα ήδη έχεις φάει ένα γερό στραπάτσο (εσύ ή κάποιος πολύ δικός σου).
Οσον αφορά όμως την περίφημη κρίση μέσης ηλικίας, ίσως οι πενηντάρηδες στην σημερινή Ελλάδα να είναι τυχεροί! Διότι δεν προλαβαίνουν να βιώσουν τη συνήθη ψυχική καταβύθιση (θυμίζω ότι στο σχήμα U που χρησιμοποιούν τα τελευταία χρόνια οι έρευνες όταν μιλούν για την ευτυχία, οι δύο κορυφές είναι η νεαρή ηλικία και τα γεράματα, με χαμηλότερο σημείο το μέσο!). Μια τέτοια κρίση προϋποθέτει εφησυχασμό, ασφάλεια, σταθερά δεδομένα.
Σε αυτή τη χώρα οι δοκιμασίες (αν δεν σε έχουν καταστρέψει ολοσχερώς) σε έχουν ενδυναμώσει, σαν λυτρωτικές ενέσεις ενέσεις ψυχικού μπότοξ. Σε έχουν αναγκάσει ενδεχομένως να επανεφεύρεις εαυτόν πχ ψάχνοντας για νέα δουλειά ή χαράζοντας, έστω με το ζόρι, μια καινούργια προσωπική πορεία. Κάτι τέτοιο σε εμποδίζει να πλαδαρέψεις, να αρχίσεις να ονειρεύεσαι την απόσυρση και το γκολφ.
Αυτό με έκανε να το συνειδητοποίησω ένας 52χρονος αγγλοκινέζος φίλος μου που ζει στη Σιγκαπούρη. Καθώς μου περιέγραφε στο τηλέφωνο «την κακή υπαρξιακή φάση» που περνάει (παρότι έχει μια καλή δουλειά, μία ιδεώδη σύντροφο, δύο εξαιρετικά παιδιά, πιστούς φίλους, κοτσονάτους γονείς, σούπερ υγεία κοκ), με συνέλαβα να λέω μέσα μου: «Ασε μας ρε φίλε εσύ και τα προβλήματα του πρώτου κόσμου!» .
Σύμφωνοι, αντιλαμβάνεσαι ότι νομοτελειακά μια ψιλοκρισούλα θα την περάσεις, όταν τα γενέθλια των πρώτων -ήντα αρχίσουν να πλησιάζουν (τι νομίζετε άραγε ότι κρύβεται πίσω από το παρόν κείμενο;). Διότι μέσα σου ξέρεις καλά ότι έχεις φτάσει στην κορυφή του λόφου και από κάτω απλώνεται η κατηφόρα με το τέλος του δρόμου ορατό πλέον. Μόνο που μπορείς πάντα να παραστήσεις τον έφηβο, να βάλει το Spotify στο κινητό (και όχι την κασέτα στο γουόκμαν) και να κάνεις ότι δεν βλέπεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News