Oταν ο Σπύρος Παπαδόπουλος μας κοίταξε από την οθόνη με το διαπεραστικό του βλέμμα και μας είπε «Μένουμε Σπίτι», το μήνυμα πέρασε. Ηταν όμως μια άλλη εποχή, με τον φόβο να ξεχειλίζει από τα μπατζάκια μας. Εικόνες από την Ιταλία, με τους εκατοντάδες νεκρούς ανά ημέρα και νοσοκομεία που έμοιαζαν με πεδία μάχης, αλλά και η δική μας νέα καθημερινότητα, σε καραντίνα και κατάσταση πανικού, έδιναν το απαραίτητο υπόβαθρο για να περάσει μέσα μας το ζητούμενο εκείνου του σποτ. Δεν πέρασε μόνο στους άνω των τριάντα, πέρασε σε όλες τις ηλικίες. Ακόμα και πεντάχρονα έβλεπες να αναμασούν τα λόγια, σαν παπαγαλάκια.
Δεν ξέρω πόσο το μελέτησαν το σποτ με τον Σπύρο Παπαδόπουλο, αν τους έκατσε από τύχη ή όχι, πάντως πέτυχε. Το σποτ εκείνο ήταν εύστοχο. Ναι μεν έλεγε το αυτονόητο με κοινοτοπία, αλλά τη στιγμή που μας απευθύνθηκε, η κοινοτοπία ήταν το λιγότερο που μας ενδιέφερε. Και φυσικά, το γεγονός ότι είχε πρωταγωνιστή έναν από τους πιο αγαπητούς ηθοποιούς της χώρας, που συντροφεύει τα σαββατόβραδα των Ελλήνων εδώ και χρόνια με την εκπομπή που παρουσιάζει, έπαιξε συμπληρωματικά τον ρόλο του.
Αν όμως έβαζαν τον Σπύρο Παπαδόπουλο να μας πει τώρα «μη συνωστίζεστε στις πλατείες είναι κακό», με την ίδια κοινοτοπία, δεν θα περνούσε το μήνυμα ούτε στους πιο φανατικούς θαυμαστές του. Γιατί οι εποχές άλλαξαν και ο φόβος έχει ξεθωριάσει από το άνοιγμα της ζωής προς την κανονικότητα.
Με την ίδια λογική, το αποσυρθέν σποτ με τον Χρήστο Λούλη, σεξιστικό ή μη δεν έχει σημασία τώρα, δεν θα είχε καμία τύχη να περάσει το μήνυμα του στο κοινό. Ούτε στους νέους, στους οποίους απευθυνόταν υποτίθεται (ούτε κατά διάνοια εννοείται), ούτε σε οποιαδήποτε ηλικία. Δυστυχώς το ίδιο θα συμβεί και με το σποτ με την Κατερίνα Λέχου. Γιατί και τα δύο είναι αφόρητα κοινότοπα για τον θεατή που έχει μισο-επιστρέψει στην κανονική ζωή. Κανένα σποτ που μεταφέρει το μήνυμα έτσι, ανιαρά και ανέμπνευστα, κουνώντας σου υπογείως και το δάχτυλο, δεν πρόκειται να πετύχει τον σκοπό του στη φάση όπου βρισκόμαστε.
Είναι σαν να θέλουν να μας πουλήσουν κάτι, ένα γιαούρτι ας πούμε, λέγοντάς μας απλώς «φάτε το, είναι καλό». Και άντε, στην περίπτωση του γιαουρτιού, μπορεί να σου γυαλίσει η συσκευασία και να το αγοράσεις. Στην περίπτωση της συμβουλευτικής οδηγίας όμως, τι να σου γυαλίσει για να την ακολουθήσεις; Αν το γιαούρτι θέλει μια φορά εμπνευσμένη διαφήμιση, το «μη συνωστίζεστε στις πλατείες και τις παραλίες, θα το πληρώσουμε όλοι» θέλει δέκα για να το προσέξεις.
Οι διαφημιστικές καμπάνιες που θα γίνουν από εδώ και στο εξής πρέπει να ξεχειλίζουν από έμπνευση και δημιουργικότητα. Θα πρέπει να είναι δυνατές, ικανές να περάσουν τις ιδέες τους μέσα στη συνείδηση ενός πολίτη που έχει μπουχτίσει απ’ την κλεισούρα, που βλέπει το καλοκαίρι να έρχεται και δεν ξέρει τι να το κάνει, και θέλει να δουλέψει, να ξεσκάσει, να διασκεδάσει. Ενας πολίτης που έχει την τάση να ξεχνιέται, γιατί δεν μπορεί να είναι στην τσίτα συνεχόμενα για μήνες, και που, ως άνθρωπος, έχει την τάση να αναζητά την ανθρώπινη και την κοινωνική επαφή σε πεζούλια, πάρκα και πλατείες.
Μπορεί να φανεί αστείο, αλλά το κράτος θα πρέπει να λειτουργήσει σαν influencer για να καταφέρει να μπολιάσει το μυαλό μας την αίσθηση προσοχής, που η κατάσταση απαιτεί από τον καθένα να έχει στο εξής, και την ενίσχυση της ατομικής του ευθύνης. Ας απευθυνθούν στους ειδικούς, και μάλιστα στους καλύτερους του είδους. Εκείνους που φτιάχνουν διαφήμιση για σερβιέτα και σε κάνουν να συγκινείσαι. Ας απευθυνθεί σε δημιουργούς που θα δώσουν ψυχή στα κείμενα και στη σκηνοθεσία, ας απευθυνθεί ακόμα και σε κωμικούς του stand up, για να βάλουν χιούμορ και ατάκα στο μήνυμα.
Ο θεατής πρέπει να ξαφνιαστεί, να συγκινηθεί, να γελάσει, να νιώσει. Με σποτ από πανέρια δεν θα ιδρώσει το αφτί του. Ούτε καν θα ακούσει.
ΥΓ. Η διαφήμιση είναι τέχνη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News