Η γιαγιά μου έφτιαχνε τα μελομακάρονα την προπαραμονή των Χριστουγέννων. Το μέλι το είχε βάλει από βδομάδες σε ειδικό βάζο και στο ψηλότερο ράφι του ντουλαπιού της κουζίνας, απαγορεύοντας αυστηρά στα μέλη της οικογένειας να το ακουμπήσουν. Ούτε η εξοικονόμησή του ήταν εύκολη εκείνους τους καιρούς της μαύρης φτώχειας ούτε υπήρχε πιθανότητα να περισσέψει μέλι για τα μελομακάρονα αν καθένα από τα έξι παιδιά της οικογένειας έτρωγε έστω και μια κουταλιά από το βάζο.
Τα καρύδια ήταν ευκολότερα, τρυγούσαμε απλώς την πελώρια καρυδιά που υπήρχε στην αυλή του σπιτικού μας. Το μεγαλόπρεπο δέντρο είχε έναν θηριώδη κορμό και κλαδιά που σκέπαζαν όλη την αυλή και τη μισή στέγη. Τροφοδοτούσε με καρύδια όχι μόνο το οικείο νοικοκυριό, αλλά και όλο το συγγενολόι, ενώ το καλοκαίρι μπορούσαν κάτω από τον παχύ ίσκιο του να καθίσουν ίσαμε δέκα νοματαίοι. Αμέτρητα ήταν τα σπουργίτια που τιτίβιζαν στα κλαδιά της καρυδιάς, τρεις κούνιες από σχοινί είχαμε δέσει στα κλαδιά της για να κουνιόμαστε πέρα-δώθε.
Η γιαγιά μου διάλεγε τα μεγαλύτερα καρύδια και τα έσπαγε για να φτιάξει τα μελομακάρονα. Το σπάσιμο των καρυδιών ήταν μια πραγματική ιεροτελεστία, διότι η γριά φρόντιζε να μην της ξεφεύγει ούτε ένα τόσο δα κομματάκι από τσόφλι. Με την ίδια ευλάβεια που συγκέντρωνε από εδώ την ψίχα του καρυδιού με την οποία θα κατασκεύαζε το γλυκό, συγκέντρωνε και παραδίπλα τον σωρό από σπασμένα τσόφλια. Και όταν τέλειωνε το σπάσιμο των καρπών, δεν πετούσε τα τσόφλια στα σκουπίδια ή στην άκρη του κήπου ή οπουδήποτε αλλού. Ανοιγε έναν μικρό λάκκο στον κήπο, τα έριχνε μέσα και τα σκέπαζε προσεκτικά, πατώντας καλά-καλά το χώμα από πάνω τους.
Οχι, δεν το έκανε για να φτιάξει κοπριά, το χωριό ήταν γεμάτο από λογής λογής κοπριές που έζεχναν. Η γιαγιά μου έθαβε τα καρυδότσουφλα διότι δεν ήθελε να διευκολύνει τα καλικαντζάρια. Σύμφωνα με την πεποίθησή της, που προερχόταν από μεταφορά προαιώνιων γνώσεων της αγροτικής μας κοινότητας, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα τα καλικαντζάρια ανέβαιναν από τον κάτω κόσμο στον απάνω, χρησιμοποιώντας πρόχειρα και πρωτόγονα πλεούμενα που ακολουθούσαν τη ρότα των υπόγειων ποταμών, από τα έγκατα της οικουμένης προς την επιφάνεια της Γης.
Οι καλικάντζαροι ήταν τόσο δαιμόνιοι και καταφερτζήδες που, όταν εύρισκαν τσόφλια σπασμένων καρυδιών, ήταν η καλύτερή τους. Ετσι ελαφρά και κυρτά που είναι τα τσόφλια, τα καβαλούσαν δεξιοτεχνικά όπως τα ξυπόλυτα ναυτόπουλα τις παλιές σκούνες και σέρφαραν σαν δαίμονες πάνω στα αφρισμένα υπόγεια νερά, ορμώντας προς την επιφάνεια της Γης. Πετάγονταν ξαφνικά και κατά χιλιάδες στις πηγές των ποταμών και των ρυακιών, ξεπέζευαν στο λεπτό και έτρεχαν προς τα μέρη όπου έβλεπαν καπνό να βγαίνει από καμινάδες.
Η γιαγιά μου θεωρούσε χρέος της να μη διευκολύνει την έλευση αυτών των δαιμονίων που βασάνιζαν τους ανθρώπους και μαγάριζαν τα σπίτια τους καθ’ όλη τη διάρκεια των εορτών. Γι’ αυτό, όχι μόνο έθαβε τα τσόφλια που περίσσευαν από την παρασκευή των μελομακάρονών της, αλλά κοίταζε και με μισό μάτι τις γειτόνισσες από τα γύρω σπίτια που άφηναν ξέμπαρκα τα δικά τους τσόφλια, λάφυρα στην υπηρεσία των κακών ξωτικών του κάτω κόσμου. Τις κοίταζε η γριά πίσω από το παράθυρο, κουνούσε το κεφάλι της γεμάτη επιτίμηση και έλεγε: «Ανεπρόκοπες… γρουσούζες…».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News