Βρισκόμαστε στον δρόμο προς εξερεύνηση της ορεινής Θράκης, εκεί που σμίγει με τη Βουλγαρία. Διασχίζουμε με το αμάξι μικρούς δρόμους που μπαίνουν μέσα σε δάση, τα οπoία συναγωνίζονται τα ονειρεμένα τοπία του Aρχοντα των Δαχτυλιδιών. Οι πινακίδες γράφουν ονόματα χωριών, κρυμμένων μέσα στην απάτητη φύση, ξεκομμένων λες από τον υπόλοιπο κόσμο.
Απέχουμε μόλις δύο χιλιόμετρα από το τελευταίο χωριό πριν τα σύνορα, η επιθυμία να φτάσουμε στην άκρη, να δούμε αυτό το μέρος, μας έχει κυριεύσει, ο μικρός δρόμος γίνεται σταδιακά όλο και πιο στενός μέχρι που καταλήγει σε χωματόδρομο. Προχωράμε, μας μένει λιγότερο από ένα χιλιόμετρο πια, περιμένουμε το χωριό να φανεί μπροστά μας.
Πριν απ’ αυτό όμως, μπροστά μας φανερώνεται ένα δύσβατο πέρασμα. Ο χωματόδρομος, που στο μεταξύ έχει στενέψει τόσο ώστε να χωράει μετά βίας το πλάτος του αμαξιού, περνάει από ένα σημείο που από τη μια έχει βουνό, από την άλλη γκρεμό. Ο πιο φοβητσιάρης (και λογικός, να προσθέσω) της παρέας, που δεν έχει σταματήσει να γκρινιάζει λέγοντας ανά τρίλεπτο «..που στο διάολο πάμε; », μόλις βλέπει το πέρασμα, φωνάζει «..ως εδώ, έλεος! » Ο οδηγός υπακούει και οπισθοχωρεί και όλοι συμφωνούμε ότι είναι προτιμότερο να μη δούμε ποτέ το χωριουδάκι στην άκρη του θρακικού σύμπαντος και να κατηφορίσουμε στον πολιτισμό της ασφάλτου και της λεωφόρου.
Θα μπορούσαμε να κατηφορίσουμε στον γκρεμό σαν πετραδάκια, αν οι Σειρήνες της αδρεναλίνης μας μάγευαν και ζυγώναμε εκείνο το επικίνδυνο πέρασμα. Δεν είναι δύσκολο να αφεθεί ο ταξιδιώτης στο τραγούδι τους, όταν είναι σε διακοπές και τα σκηνικά της φύσης τον περικυκλώνουν. Παράδεισοι επί γης με λίγο πολιτισμό στα σημεία τους. Σε ξεγελά το ειδυλλιακό τους περίβλημα, θες να τους εξερευνήσεις, τους νιώθεις οικείους. «Eνα μονοπάτι είναι, τι θα πάθω; », λες.
Πολλά μπορείς να πάθεις. Να ζαλιστείς, να χαθείς, να πάθεις ηλίαση, να γλιστρήσεις, να πέσεις, να γκρεμοτσακιστείς, να σου επιτεθεί κανένα ζώο, να μείνεις αβοήθητος σε σημεία που δεν θα σε βρούνε εύκολα, παρά μόνο, ίσως, όταν το νήμα της ζωής σου έχει πια κοπεί.
Ο Μάικλ Μόσλεϊ, ο παρουσιαστής του BBC, έφυγε από παραλία στη Σύμη, όπου βρισκόταν με τη σύζυγο του κι ένα φιλικό ζευγάρι, μόνος, πεζός, χωρίς κινητό. Διένυσε τέσσερα χιλιόμετρα σε βραχώδη περιοχή του νησιού, και η διαδρομή του έχει καταγραφεί από κάμερα ξενοδοχειακής μονάδας εκεί κοντά. Φαίνεται εξαντλημένος, κάποιες φορές χάνει την ισορροπία του και πέφτει, ξανασηκώνεται, μέχρι τη στιγμή που καταρρέει πάνω στα βράχια, δίπλα στο φράχτη ενός beach bar.
Ένα σώμα άψυχο δίπλα σε μια παραλία όπου ανέμελοι παραθεριστές λιάζονται κάτω από τον ήλιο, απολαμβάνοντας το ελληνικό καλοκαίρι. Λίγες ώρες πριν χάσει τη ζωή του, ο Μόσλει ήταν μέρος της παρέας τους. Θέλησε να περπατήσει, θεώρησε ότι δεν χρειάζεται μαζί το κινητό, ή το ξέχασε, ίσως, δεν φαντάστηκε ότι η διαδρομή θα τον δυσκολέψει. Ο παράδεισος τον μάγεψε, δεν αντιλήφθηκε το ρίσκο της φύσης γύρω του, δεν μέτρησε σωστά τις δυνάμεις του.
Στην Αμοργό, ακόμα ένας τουρίστας αναζητείται εδώ και αρκετές μέρες. Τα ίχνη του Αμερικανού Έρικ Κάλιμπεκ, συνταξιούχου αστυνομικού, χάθηκαν την 11η Ιουνίου, όταν ξεκίνησε νωρίς το πρωί για πεζοπορία από την Αιγιάλη, με κατεύθυνση προς Κατάπολα. Ακολούθησε ένα χαρακτηρισμένο μονοπάτι, το οποίο διανύεται σε περίπου τέσσερις ώρες και όπως λένε κάτοικοι της περιοχής, το γνώριζε καλά μιας και είχε επισκεφτεί ξανά το νησί.
«9.30 με 10 ήρθε και πήρε ένα νερό. Είχε και μαζί του ένα νερό, που το είχε πιει. Είχε καπέλο και δεν φορούσε μπλούζα. Μου είπε πως θα πάει στη Χώρα. Του είπα είναι μεγάλη η διαδρομή και έχει και ζέστη. Του είπα αν θέλει ταξί, αλλά μου είπε όχι», ανέφερε σε εκπομπή του Mega η γυναίκα που τον είδε τελευταία φορά.
Αυτή η ηλικιωμένη κυρία, κάτοικος του νησιού, τα είπε όλα μέσα σε τρεις φράσεις. Γιατί ξέρει ότι ο παράδεισός της έχει αγκάθια. «Πού πάτε με τόση ζέστη, βρε άνθρωποι;», απορεί, βλέποντας ανέμελους τουρίστες να διασχίζουν μονοπάτια χιλιομέτρων χωρίς να μετράνε το ρίσκο. Και έχει δίκιο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News