Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιος με τις ιδιαίτερες δυνατότητες του ψυχρού και ανεπηρέαστου παρατηρητή της νεοελληνικής πολιτικής παραδοξότητας. Τι θα έβλεπε αυτές τις ημέρες και σε τι συμπέρασμα θα κατέληγε;
Από τη μία θα παρακολουθούσε την εχθροπάθεια να φουντώνει. Τους μεν να κάνουν ό,τι μπορούν ώστε να υποβαθμίσουν ή και να υπονομεύσουν την κοινοβουλευτική λειτουργία. Τους δε να μην είναι σε θέση να αποδεχθούν ότι κάποιος σαν τον Βαγγέλη Βενιζέλο συμμετέχει με τη σύνθετη πολιτικο-επιστημονική του ιδιότητα σε μια εκδήλωση με έναν (ατυχή) τίτλο που δεν τους αρέσει.
Οι ίδιοι «μεν», παράλληλα, εν όψει εκλογών στήνουν ένα σκηνικό ώστε να έχουν πάτημα αμφισβήτησης του αποτελέσματος ή καλλιέργειας του γνωστού εμφυλιοπολεμικού κλίματος σε περίπτωση που σχηματιστεί μια κυβέρνηση συνεργασίας, όπου κάποιοι άλλοι θα έχουν προσχωρήσει σε αυτήν με τη ρετσινιά των τάχα εκβιαζόμενων. Και οι ίδιοι «δε» συνεχίζουν να σφυρίζουν αδιάφορα για μια υπόθεση όπως αυτή των υποκλοπών.
Ολα αυτά εκτυλίσσονται πασπαλισμένα καθημερινώς με θλιβερές τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές κλοτσοπατονάδες, κραυγές, χειρονομίες και προσεχώς ποιος ξέρει τι άλλο. Και την ίδια στιγμή εξελίσσεται ένας βομβαρδισμός ειδήσεων και πληροφοριών για τη δράση εφηβικών συμμοριών, την έξαρση σεξουαλικών διαστροφών, την κακοποίηση παιδιών και γυναικών.
Αυτά και πολλά άλλα, πώς θα αξιολογούνταν από τον ψυχρό παρατηρητή; Είναι ή δεν είναι στοιχεία που, σωρευτικά αθροιζόμενα και μέσα από την αλληλεπίδρασή τους, συμβάλλουν στη συνολική απαξίωση της πολιτικής και στη στροφή σε ακραίες, λιγότερο ή περισσότερο φασίζουσες ομάδες και οργανώσεις – κομματικές ή μη;
Σε αυτό το περιβάλλον, και ενώ δημοσκοπικά παρατηρείται μια αυξητική τάση των ποσοστών της Ακροδεξιάς, έρχεται μια εσπευσμένη/βεβιασμένη νομοθετική ρύθμιση, ώστε να εμποδιστεί η συμμετοχή στις εκλογές του διαδόχου σχήματος της Χρυσής Αυγής. Υπό μία έννοια, θα έλεγε και ο παρατηρητής μας, καλύτερη καμπάνια για τον φυλακισμένο πρώην χρυσαυγίτη δεν θα μπορούσε να γίνει.
Και μένει να φανεί αν ο Αρειος Πάγος θα θεωρήσει χρήσιμο το νομοθετικό εργαλείο της απαγόρευσης, με τους συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις που περιλαμβάνει. Κατά βάση, δηλαδή, τη διαπίστωση και τεκμηριωμένη απόδειξη ότι η πραγματική ηγεσία του υπό απαγόρευση κόμματος είναι άλλη από αυτήν που θα παρουσιάζεται και ειδικότερα, συγκεκριμένα ο καταδικασμένος για τη συμμετοχή του στην προηγούμενη εγκληματική οργάνωση, που είχε περιβληθεί με έναν κομματικό μανδύα.
Εν αναμονή αυτών, υπάρχουν κάποιες κρίσιμες και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Για παράδειγμα:
♦ Αν έχεις να κάνεις με μια εγκληματική οργάνωση, την εντοπίζεις και την εξαρθρώνεις με αστυνομικά μέσα και ξεμπερδεύεις (θεωρητικά). Αυτό ίσχυε και για την περίπτωση της Χρυσής Αυγής, που όλοι ήξεραν επί δεκαετίες περί τίνος πρόκειται αλλά τίποτε δεν έπραξαν μέχρι να δολοφονηθεί ο Φύσσας.
♦ Ομως, το ότι η Χρυσή Αυγή ήταν εγκληματική οργάνωση δεν σημαίνει –μας αρέσει, δεν μας αρέσει– ότι αυτομάτως ισχύει το ίδιο και για το κόμμα του Κασιδιάρη. Εκτός αν ξέρουν κάποιοι κάτι και πάλι δεν κάνουν τίποτε γι’ αυτό.
♦ Ενα ερώτημα που δεν θα απαντηθεί ποτέ, έστω και αν πολλοί κάνουν τις βάσιμες υποθέσεις τους: Θα ερχόταν η ρύθμιση της απαγόρευσης σε περίπτωση που δεν υπήρχε η βάσιμη ανησυχία ότι ενδεχόμενη είσοδος του ακροδεξιού/νεο-νεοναζιστικού κόμματος στη Βουλή θα εκμηδένιζε τις πιθανότητες αυτοδυναμίας;
Ως προς αυτό το τελευταίο, κάτι όχι και τόσο έλασσον: Το θέμα με την Ακροδεξιά δεν είναι τόσο η ύπαρξη του κόμματος ή των κομμάτων. Είναι κατά μείζονα λόγο η ύπαρξη των ψήφων. Και ως προς το τι θα γίνουν αυτές οι ψήφοι αν το κόμμα δεν ανακηρυχθεί υποψήφιο στις εκλογές, κανένας δεν είναι σε θέση να δώσει κατηγορηματική απάντηση.
Θα όφειλαν, πάντως, όλοι να γνωρίζουν ότι το θέμα της αυτοδυναμίας δεν κρίνεται από τον αριθμό των κομμάτων που μπαίνουν στη Βουλή, αλλά από το ποσοστό των ψήφων που μένει δίχως κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Οσο μεγαλύτερο ποσοστό μένει εκτός Βουλής, τόσο ευκολότερα και με μικρότερο ποσοστό εξασφαλίζει ο πρώτος τις 151 έδρες.
Κοινώς, αν το κόμμα του Κασιδιάρη τελικά αποκλειστεί από τις εκλογές, αλλά οι ψηφοφόροι του στραφούν μαζικά κάπου αλλού, μπορεί να έχουμε άλλου τύπου δυσάρεστες εκπλήξεις και «τζίφο».
Κατά τα λοιπά, το πιο αποκαρδιωτικό από όλα και καθώς θα φουντώνει η συζήτηση τις ερχόμενες ημέρες, είναι ότι όλα αυτά δείχνουν κάτι απογοητευτικό: ότι η πομποδώς αποκαλούμενη Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία συμπεριφέρεται σαν να φοβάται ένα (1) συγκεκριμένο πρόσωπο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News