Ευανάγνωστος, έγκριτος και πολύπειρος έλληνας αρθρογράφος έχει διατυπώσει την γνώμη ότι το αποτέλεσμα των εθνικών μας εκλογών διαμορφώνεται πολύ πριν από την προκήρυξη και τη διεξαγωγή τους. Στην προεκλογική περίοδο κρίνονται τα δευτερεύοντα. Η διαφορά του νικητή από το βασικό ανταγωνιστή, ο τελικός αριθμός των κομμάτων που θα υπερβούν το κατώφλι του 3%, η επίτευξη ενός θριάμβου αντί μιας νίκης, η αξιολόγηση των πολιτευτών. Δεν έχει άδικο. Σχεδόν όλες οι εκλογικές αναμετρήσεις της μεταπολίτευσης ήταν προεξοφλημένες.
Η πολιτική ατμόσφαιρα των ημερών δείχνει ότι οι «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» αντιλαμβάνονται πως οι κυρίαρχες τάσεις στο εκλογικό σώμα έχουν διαμορφωθεί ή έστω βρισκόμαστε « εν τω γεννάσθαι». Τι δείχνουν; Πως, το θέλουμε-δεν το θέλουμε, το θέλουν-δεν το θέλουν, οδεύουμε προς κυβέρνηση συνεργασίας. Είτε οι εκλογές γίνουν το Σεπτέμβριο, είτε η σημερινή Βουλή φθάσει έως τον Μάϊο του 2023.
Μήπως πρόκειται για αυθαίρετη πρόβλεψη; Γιατί είναι δύσκολο να κρατηθεί η στρατηγική της αυτοδυναμίας του πρώτου;
Πρώτον, μπορεί η πανδημία να καταχωνιάστηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού μας, λόγω εθισμού και κόπωσης μαζί, αλλά δεν παύει να μας πλήττει και να πληγώνει την κυβέρνηση, που παρά την καλή αρχή στο τέλος χρεώνεται το αρνητικό ρεκόρ του πλέον σκληρού δείκτη. Έχουμε τους περισσότερους θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού στην ευρωζώνη και όχι μόνον.
Δεύτερον, οι γεωστρατηγικές επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία μετέβαλαν τις προτεραιότητες της Δύσης στην περιοχή μας. Τουρκία και Ισραήλ αναδεικνύουν την ισχύ τους ως περιφερειακές δυνάμεις. Αίγυπτος και Ρουμανία επανατοποθετούνται στο χάρτη. Εμείς υποστρεφόμαστε περιστρεφόμενοι σε ανυπόστατα διλήμματα του τύπου « Με την Ανατολή ή με τη Δύση», «Είναι η Ευρώπη Δύση ή όχι», « Είμαστε δομικό στοιχείο της Δύσης ή όχι». Η κυβέρνηση παρασύρθηκε σε μια ανώριμη και άγονη αντιπαράθεση. Δεν μπορεί να συνεχίσει να υπερασπίζεται έμπρακτα το αφήγημα πως είναι ο αποκλειστικός φορέας μετατροπής της Ελλάδας σε μια περιφερειακή δύναμη, χώρα με ισχυρή οικονομία και αποτελεσματική διπλωματία. Οι συμμαχίες μας, η ευρωπαϊκή μας θέση και η ενίσχυση της ένοπλης δύναμής μας επιδιώκονται μειονεκτικά, σαν αιτήματα του πτωχού και αδικημένου συγγενή. Όταν οι άλλοι εξάγουν drones και ηλεκτρικά αυτοκίνητα, κτίζουν πυρηνικά εργοστάσια, εμείς αδυνατούμε να παράγουμε ηλεκτρικές οικιακές συσκευές και συζητάμε για φωτοβολταϊκά στις στέγες!
Τρίτον, οι ανατιμητικές τάσεις στην ενέργεια και σε βασικά αγαθά έχουν ήδη πλήξει ακόμη και μεσαία εισοδήματα. Τα περιθώρια παρεμβάσεων για την άμβλυνση των οικονομικών επιπτώσεων του πολέμου που αθροίστηκαν με εκείνες της πανδημίας, είναι περιορισμένα για την κυβέρνηση που επιπρόσθετα πληρώνει για τη γαλαντόμα δημοσιονομική οικονομική πολιτική της, με νέα δανεικά, κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Με απλά λόγια οι καιροί είναι δύσκολοι, οι απαιτήσεις πολλές, τα προβλήματα δύσκολα και οι λύσεις σύνθετες. Αποδείχθηκε, πλέον, ότι καμιά πολιτική δύναμη δεν σηκώνει το βάρος των ευθυνών μόνη της. Χρειάζονται συναινέσεις , συνεννοήσεις , συνεργασίες, σχέδιο και πρόγραμμα για τα αυτονόητα.
Τέταρτον, από την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα προκύπτει ότι η αριστερίστικη και λαϊκιστική συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ δεν τροφοδοτεί τον ίδιο, που είναι πλέον συστημικός, ούτε άλλους «αριστερόστροφους» σχηματισμούς, που είναι γερασμένοι. Ενισχύει τη λαϊκιστική Δεξιά και την ακροδεξιά που διαθέτουν περισσότερο αντι-συστημικό στίγμα. Αυτοί οι χώροι είναι, εκλογικά, συγκοινωνούντα δοχεία με τη Νέα Δημοκρατία.
Πέμπτον, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επανακάμπτει. Αν κατορθώσει να τριγωνοποιήσει την πολιτική εκπροσώπηση είναι άλλο θέμα , γιατί χρειάζεται σαφή λόγο και επιχειρήματα καθώς και σημαντική αύξηση ποσοστών. Πάντως η ενδυνάμωσή του επιφέρει ταυτόχρονα και σχεδόν ίση αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ.
Η γλώσσα των αριθμών
Ας έλθουμε, λοιπόν, στον πυρήνα της συγκυρίας. Πέντε τελευταίες δημοσκοπήσεις καταλήγουν στα ίδια συμπεράσματα. Σχετική εξαίρεση η έκτη της Pulse.Υπολογίζοντας με συντελεστή στο ιστορικό ελάχιστο των αδιάθετων ψήφων (8%), από αυτή προκύπτει ότι με τον ισχύοντα νόμο της απλής αναλογικής η ΝΔ θα είχε (32%) 104 έδρες, ο ΣΥΡΙΖΑ (23,5%) 76 και το ΠΑΣΟΚ (14%) 45. Με όποιο αποτέλεσμα με καλύτερες επιδόσεις για τη ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ, ή και τους δύο και με λογικά μεγαλύτερο ποσοστό αδιαθέτων ψήφων προκύπτει άθροισμα εδρών ΝΔ-ΠΑΣΟΚ μεγαλύτερο του 151. Αν ισχύουν οι προβλέψεις της MRB ή της METRON Analysis που σχεδόν συμπίπτουν τότε η ΝΔ (34,9%) θα είχε 116 έδρες, ο ΣΥΡΙΖΑ (25,9%) 76 και το ΠΑΣΟΚ (16,5%) 54.
Σε επαλήθευση του σεναρίου αθροίσματος 170 εδρών ποιος σοβαρός παράγων της χώρας, με πρώτους τους ίδιους τον κ. Μητσοτάκη και τον κ. Ανδρουλάκη, θα άφηνε να πάμε σε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση; Με ποιο διακύβευμα; Την αυτοδυναμία της ΝΔ; Τι περισσότερο θα μπορέσει καταφέρει ένα απόλυτα πρωθυπουργικο-κεντρικό σύστημα που δεν το κατόρθωσε την πρώτη τετραετία και μάλιστα με μια ισχνότερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά με προφανή ισχυρότερη εσωκομματική αντιπολίτευση;
Ο δεύτερος γύρος εξυπηρετεί αποκλειστικά καμιά τριανταριά πολιτευτές της ΝΔ να εκλεγούν βουλευτές και την τελική προσπάθεια του Πρωθυπουργού να κρατήσει τον θώκο του. Το δεύτερο εξασφαλίζεται και από τον πρώτο γύρο αν το αποτέλεσμα είναι καλό για τους κυβερνώντες. Μια διαφορά από το ΣΥΡΙΖΑ μεγαλύτερη του 5-6% και μια αναλογία μεγαλύτερη του δύο προς ένα με το ΠΑΣΟΚ δεν θέτει σε αμφισβήτηση ότι πρωθυπουργός θα είναι ο αρχηγός του πρώτου κόμματος.
Δεν συζητώ καν τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε οικουμενική κυβέρνηση. Μακάρι να άλλαζε, θα ήμασταν η ευτυχέστερη χώρα, αλλά πιστεύω πως η αντιπαλότητα και ο μανιχαϊσμός είναι σύμφυτα της προσωπικότητας του κ. Τσίπρα και του κόμματός του.
Αν επιδίωξη του κ. Μητσοτάκη, με την αλλαγή της ρητορικής του, ήταν να φέρει σε δύσκολη θέση το ΠΑΣΟΚ, μάλλον απέτυχε. Από εδώ και πέρα θα πληθαίνουν οι φωνές που θα απαιτούν συγκεκριμένες απαντήσεις και λύσεις στα μεγάλα θέματα και όχι κοκορομαχίες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News