Θυμάμαι κάποτε τον Θόδωρο Πάγκαλο, τέλος της δεκαετίας του ’80 ήταν, που σε μια προεκλογική συγκέντρωσή του, στο τότε υπόλοιπο Αττικής, είχε βρεθεί απέναντι σε κάποιον ασπρομάλλη γέροντα (πιθανότατα Μικρασιάτη) ο οποίος –με άκρα σοβαρότητα και ολίγη ενόχληση– τον είχε ρωτήσει γιατί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν είχε στο πρόγραμμά της να πάρουμε την Πόλη. Δαιμόνιος ως πολιτευτής και με έναν υποδόριο σαρκασμό που έσπαγε κόκαλα, ο Πάγκαλος του είχε δώσει –με εξίσου σοβαροφανές ύφος– την ακόλουθη μυθική απάντηση.
«Ο πόλεμος θέλει λεφτά. Και τα λεφτά του κράτους βγαίνουν από τη φορολογία. Αυτή τη στιγμή, η φορολογία που έχουμε βάλει είναι σχεδιασμένη για να αμυνθούμε στους Τούρκους. Αν τους επιτεθούμε για να πάρουμε την Πόλη, τότε θα χρειαστεί διπλάσια φορολογία, διότι θα πολεμήσουμε εκτός των συνόρων μας και τα έξοδα θα είναι διπλάσια. Αν όμως, αγαπητέ μου, δέχεστε να διπλασιαστεί η φορολογία σας, τότε ευχαρίστως να εισηγηθώ στον Ανδρέα Παπανδρέου την πρότασή σας και να βάλουμε στο πρόγραμμα μας την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Από εσάς εξαρτάται».
Επειδή έτυχε να είμαι μπροστά (πιθανόν να συνέβη στο Κριεκούκι, αλλά δεν είμαι σίγουρος), έμεινα εμβρόντητος από το υπερβατικό περιεχόμενο της συζήτησης που εξελισσόταν μπροστά μου. Κάπου στα βάθη της Αττικής, ένας αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών και ένας ξεμωραμένος υπέργηρος διαπραγματεύονταν σε μια ταβέρνα τους όρους για να πάρουμε την Πόλη, με το κοινό γύρω γύρω να συμμετέχει ενεργά στην κουβέντα, δίχως ούτε ένας να έχει βάλει τα γέλια.
«Δηλαδή, κύριε υπουργέ», τον ρώτησε ο παππούς προβληματισμένος, «με τη σημερινή φορολογία είναι αδύνατο να πάρουμε την Πόλη;». Ο Πάγκαλος με ένα πλατύ σαρδόνιο χαμόγελο και με ύφος ειδήμονος που δεν σήκωνε αμφισβήτηση, είχε ψαλιδίσει κάθε ελπίδα του ψηφοφόρου του. «Αδύνατον, αγαπητέ μου, μετρημένα κουκιά είναι». Ο γέρος έμεινε σιωπηλός μερικά δευτερόλεπτα και μετά έκανε μια χειρονομία παραίτησης. «Ε τότε, αφήστε το. Πληρώνω ήδη πολλά, δεν μπορώ να αντέξω διπλασιασμό της φορολογίας μου». Για όσους δεν το γνωρίζατε, έτσι ακυρώθηκε η απελευθέρωση της Πόλης κάπου το 1988-89 και η συζήτηση πήγε παρακάτω, σε άλλα φλέγοντα ζητήματα της εποχής, όπως το σκάνδαλο Κοσκωτά και η σχέση του προέδρου με την Μιμή…
Θυμήθηκα αυτή την παραπολιτική ιστοριούλα της νεότητάς μου, όχι τυχαία. Τώρα που υπάρχει κρίση με την Τουρκία, συναντώ τακτικά συνέλληνες της ηλικίας μου που η πρώτη τους κουβέντα είναι «σιγά μην τα βάλουν οι πολιτικοί μας με τον Τούρκο, αφού είναι φοβιτσιάρηδες και προδότες». Κανένας από αυτούς που εκστομίζουν τον οργισμένο αφορισμό δεν υπηρέτησε στον καιρό του στις ειδικές δυνάμεις ή στο πεζικό και το πυροβολικό στο Ορμένιο του Εβρου ή στη Λήμνο και τη Λέσβο. Κάτι κολασμένοι που δεν είχαν πού την κεφαλήν κλίνη πήγαιναν εκεί.
Στη μέγιστη πλειοψηφία τους, οι συνομιλητές μου είχαν κάνει –με πολιτικό μέσο– μετάταξη από το Πεζικό στην Αεροπορία ή στο Ναυτικό και είχαν υπηρετήσει στην Ελευσίνα και στο Παλάσκα ή στο ΓΕΑ και στο ΓΕΝ. Οι δε γιοι τους, με παρέμβαση του ακραιφνούς και ανυπότακτου πατριώτη πατέρα τους προς τον βουλευτή του, υπηρέτησαν (ή υπηρετούν) κι αυτοί την πατρίδα στο Πολεμικό Μουσείο στα σύνορα Βασιλίσσης Σοφίας και Ριζάρη ή στο ΑΣΑΕΔ (Ανώτατο Συμβούλιο Αθλητισμού Ενόπλων Δυνάμεων) εκεί στις εσχατιές της λεωφόρου Κηφισίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News