Ο Αντώνης Σαμαράς πρότεινε τον Κώστα Καραμανλή για την Προεδρία της Δημοκρατίας και ο Κώστας Καραμανλής το υποδέχθηκε με τη φράση: «Ούτε με αφορά, ούτε με ενδιαφέρει».
Ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματα του.
Ενδεχομένως όσοι ενδιαφέρονται, θα αναμένουν και από τους δύο τα επόμενα βήματά τους σε αυτή τη μάλλον συζητήσιμη συμπόρευση των προηγούμενων μηνών. Ενα ερώτημα είναι τι καινούργιο θα μπορεί να προσδώσει ενδιαφέρον στις ενδεχόμενες νέες παρεμβάσεις των πρώην πρωθυπουργών.
Η πολιτική δεν είναι μια άσκηση αγαθών προθέσεων και απλών δηλώσεων. Είναι μια διαδικασία καθημερινής αναμέτρησης με τις επικρατούσες συνθήκες, τις (αν)ισορροπίες, τους συμβιβασμούς και τις δυνατότητες του καθενός να αντιμετωπίσει προβλήματα, να διαχειριστεί κρίσεις και, εντέλει, να πείσει ότι είναι καλύτερος από τους άλλους, ώστε να τον ψηφίσουν για να κυβερνήσει ή να κρίνει αυτόν που οι άλλοι ψήφισαν για να κυβερνήσει.
Τα υπόλοιπα παρέλκουν.
Στο σημείο που βρισκόμαστε όλα κρίνονται και όλοι μετριούνται. Ομως ούτε η κυβέρνηση απειλείται από κάτι, όσο και αν φθείρεται ή αδρανεί, ούτε η αντιπολίτευση έχει κατορθώσει να ξεσηκώσει ένα κύμα αντίδρασης για οτιδήποτε, όση γκρίνια και αν ακούγεται, βασίμως ή μη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, και αφού δύο πρώην πρωθυπουργοί έχουν αυτοεξαιρεθεί ως –αυθαιρέτως– δυνάμει υποψήφιοι για την Προεδρία της Δημοκρατίας, το ερώτημα της επιλογής του πρωθυπουργού για το πρόσωπο που θα προτείνει για να αναλάβει το ύπατο πολιτειακό αξίωμα προσλαμβάνει ιδιαίτερη βαρύτητα.
Οι παράμετροι είναι πολλές και παρ’ όλο που η εκλογή Προέδρου έχει αποσυνδεθεί από την εκλογική διαδικασία, αυτή τη φορά μοιάζει πιο κρίσιμη από ποτέ. Η μία ή η άλλη επιλογή φαντάζει ως συνθήκη διαφύλαξης ή ανατροπής ισορροπιών, ως πολιτικό μήνυμα ή ως κάτι που θα πρέπει να ικανοποιήσει περισσότερους από όσους θα δυσαρεστήσει.
Στον βαθμό που κάποιος μπορεί να προβλέψει οτιδήποτε, υπάρχει μια καθοριστική παράμετρος.
Η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας είναι μια κατ’ εξοχήν πολιτική διαδικασία. Μπορεί να εξυπηρετεί σκοπιμότητες ή να διαφυλάσσει ισορροπίες, αλλά δεν είναι ουδέτερη. Κατά μία έννοια, και αναλόγως της συγκυρίας, προοϋποθέτει διάθεση για συμβιβασμούς ή υπερβάσεις. Κατά μία άλλη, τα επιβάλλει αυτά σχεδόν αυτομάτως.
Σήμερα η εκκρεμότητα αυτή αναδεικνύει και κάτι άλλο κρίσιμο. Η επιλογή ενός προσώπου εξωπολιτικού μπορεί να είναι και ατυχής, ενδεχομένως και προβληματική. Επιπλέον, μπορεί να ερμηνευτεί ως μια ομολογία της παρακμής του πολιτικού προσωπικού της χώρας.
Η συγκυρία ευνοεί την τόλμη και η επιλογή μπορεί κάλλιστα να συμβάλει στην εμπέδωση της πολιτικής σταθερότητας. Απαιτείται «απλώς» ο συνδυασμός ρεαλισμού και στοιχειώδους πολιτικής διορατικότητας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News