Στις 4 Σεπτεμβρίου 2016, ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος Βέλιος πέθανε σε ηλικία 63 ετών με «μη υποβοηθούμενη ευθανασία». Ο ίδιος πίστευε ότι η δημοσιοποίηση της απόφασής του να δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του, ύστερα από μάχη με τον καρκίνο, θα «άνοιγε για τα καλά την κουβέντα για την ευθανασία στην Ελλάδα». Δεν τα κατάφερε. Η ευθανασία παραμένει παράνομη στη χώρα μας, όπως και στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, η οποία δεν έχει ενιαία νομοθεσία για το θέμα.
Ενα θέμα ταμπού, το οποίο έχουν σπάσει μόνο οι χώρες της Μπενελούξ. Στο Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία η ευθανασία επιτρέπεται, υπό όρους. Ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας Ντρις φαν Αχτ και η σύζυγός του Εζενί επέλεξαν να πεθάνουν «χέρι χέρι» στα 93 χρόνια τους με υποβοηθούμενη ευθανασία, φέρνοντας το ζήτημα και πάλι στα πρωτοσέλιδα.
Οι Φαν Αχτ ήταν μαζί περισσότερα από 70 χρόνια και στη δύση της ζωής τους αντιμετώπισαν ένα ενδεχόμενο που για τους ίδιους ήταν πιο τρομακτικό από τον θάνατο: να «φύγει» ο ένας και να αφήσει τον άλλον μόνο του. Δεν ήξεραν πώς να ζήσουν ο ένας χωρίς τον άλλον, δεν το είχαν κάνει ποτέ· ο Ντρις φαν Αχτ αποκαλούσε την Εζενί «το κορίτσι μου» ακόμη και στα βαθιά τους γεράματα. Δεν ήθελαν να ζήσουν μαζί «έως ότου τους χωρίσει ο θάνατος». Ηθελαν να βαδίσουν μαζί και σε αυτόν, αποδεικνύοντας ότι η αγάπη τους μπορούσε να τον νικήσει. Και το έκαναν.
Μπορεί κανείς να φανταστεί τους δύο αυτούς ανθρώπους να ξεκινούν μαζί και με κοινή απόφαση το ταξίδι τους στην ανυπαρξία, να αποχαιρετιούνται ήρεμοι και ευτυχείς, ο ορισμός του «πλήρης ημερών», σε μια εικόνα που θα έκανε ακόμη και τον θάνατο να φαίνεται σχεδόν ρομαντικός.
Ο Φαν Αχτ, που υπήρξε συντηρητικός ως πολιτικός, υιοθέτησε πολύ πιο προοδευτικές θέσεις όταν έφυγε από την πολιτική και είχε ιδρύσει μια ΜΚΟ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ηταν φανατικά υπέρ του δικαιώματος στην ευθανασία, αλλά και εναντίον του Ισραήλ για τη σφαγή που διεξάγεται στη Γάζα. Ηταν επίσης τυχερός που ζούσε σε μια από τις μόλις πέντε χώρες στον κόσμο που επιτρέπουν στους ανθρώπους να αποφασίσουν πώς και πότε θα πεθάνουν. Εκτός από τις Κάτω Χώρες, η Ιαπωνία και η Κολομβία επιτρέπουν την ευθανασία.
Μιλάμε πολύ για τα δικαιώματα που έχουμε ή πρέπει να έχουμε όσο βρισκόμαστε εν ζωή, αλλά σχεδόν καθόλου για το δικαίωμά μας στον θάνατο.
Η ευθανασία είναι ένα ακανθώδες θέμα, όπως εξάλλου ο θάνατος γενικότερα, και δεν μπορεί να το προσεγγίσει κανείς με ελαφρότητα. Και είναι ένα ζήτημα που, εκτός από την ιατρική πλευρά του, ακουμπάει πολλές λεπτές, ηθικές, κοινωνικές και νομικές πτυχές. Γι’ αυτό και η συζήτηση που πρέπει να γίνει επ’ αυτού οφείλει να είναι πάρα πολύ σοβαρή και ανοιχτή στην κοινωνία.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η συζήτηση αυτή χρειάζεται να γίνει.
Είναι εύκολο να πάρεις θέση υπέρ ή κατά της ευθανασίας, εάν προσεγγίσεις το θέμα καθαρά συναισθηματικά: Κανείς δεν θέλει να βλέπει τους ανθρώπους –ιδιαίτερα τους δικούς του ανθρώπους– να υποφέρουν «άδικα». Υπάρχουν και άλλοι που επιμένουν να ελπίζουν ακόμη και όταν είναι δεδομένο ότι η μάχη για τη ζωή έχει χαθεί. Δεν υπάρχει «άσπρο και μαύρο» στα ανθρώπινα συναισθήματα.
Η περίπτωση των Φαν Αχτ φαντάζει σχεδόν ως ο ιδανικός τρόπος να τελειώσεις τη ζωή σου, αλλά δεν είναι μονοσήμαντη.
Η διαμάχη για την ευθανασία ξεκίνησε από την αρχαιότητα. Η επίσπευση του θανάτου με κώνειο υποστηριζόταν από τον Σενέκα τον Πρεσβύτερο, ενώ ο Ιπποκράτης ήταν αντίθετος.
Ο ιατρικός κόσμος διχάζεται και βρίσκεται μπροστά σε ένα ηθικό παράδοξο. Από τη μία εκφράζεται η θέση ότι οι ηθικές αρχές που δικαιολογούν την παθητική ευθανασία (χορήγηση φαρμάκων για την ανακούφιση του πόνου, τα οποία επισπεύδουν τον θάνατο) μπορούν να επεκταθούν στην ιατροϋποβοηθούμενη αυτοκτονία. Ο Ορκος του Ιπποκράτη, από την άλλη, είναι κατηγορηματικά αντίθετος: «Οχι θανάσιμο φάρμακο για οποιονδήποτε ασθενή», δηλώνει.
Περίπου το ίδιο παράδοξο συναντάται και στη χριστιανική πίστη. Από τη μία, κατά τη χριστιανική αντίληψη, δεν έχει κανείς το δικαίωμα να προκαλέσει ή να ζητήσει από τους άλλους τον θάνατό του (η αυτοκτονία είναι «αμαρτία»), αλλά από την άλλη έχει το δικαίωμα να πεθάνει με ηρεμία, ειρήνη και αξιοπρέπεια: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά».
Η αναβίωση της ιδέας της ευθανασίας στη Γερμανία του 1920 τροφοδότησε με επιχειρήματα όσους είναι εναντίον της, και ορθώς. Δύο καθηγητές εξέδωσαν το σύγγραμμα «Αδεια για καταστροφή της ανώφελης ζωής», σύμφωνα με το οποίο, άνθρωποι διανοητικά ανάπηροι, με ανίατες ασθένειες ή παραμορφωμένα παιδιά, ζουν μια ανώφελη ζωή. Η θεωρία έγινε μέρος της προπαγάνδας των ναζί, οι οποίοι προχώρησαν σε μαζικές εκκαθαρίσεις όλων αυτών των ανθρώπων.
Η εμφάνιση στη σύγχρονη εποχή αρκετών περιστατικών, κατά τα οποία γιατροί και νοσοκόμοι σκότωναν αυτοβούλως ασθενείς για να τους «ανακουφίσουν» από τους πόνους τους, έκανε τα όρια ανάμεσα στην αγαθοεργία και το έγκλημα ακόμη πιο δυσδιάκριτα. Και βέβαια είναι πολύ γνωστή η περίπτωση του Τζακ Κεβόρκιαν, του αμερικανού γιατρού που δικάστηκε τέσσερις φορές (καταδικάστηκε μόνο τη μία) για υποβοηθούμενους θανάτους ασθενών.
Η συζήτηση σήμερα έχει πολωθεί μεταξύ όσων υποστηρίζουν την ευθανασία και των αρνητών της. Τα επιχειρήματα εκατέρωθεν είναι λίγο-πολύ γνωστά. Οι μεν μιλούν για αυτεξούσιο του ανθρώπου, οι δε για έγκλημα και μια πολιτική που υποσκάπτει τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους ασθενείς και τους γιατρούς.
Βεβαίως, προκύπτουν και ερωτήματα θεμελιώδη ως προς το λειτούργημα των γιατρών: και αν έχει γίνει λάθος στη διάγνωση; Και αν ο ασθενής, παρά τις προβλέψεις, αναρρώσει; Τι δικαίωμα έχει ο γιατρός, που ορκίστηκε να κάνει τα πάντα για να σώσει τον ασθενή, να του αφαιρέσει τη ζωή;
Η νομική επιστήμη, από την πλευρά της, στέκει εξίσου αμήχανη μπροστά στο θέμα. Η θεσμοθέτηση της ευθανασίας είναι ένα δύσκολο εγχείρημα· μπορεί ο νομοθέτης να είναι σίγουρος ότι έχει δημιουργήσει το τέλειο νομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο η ευθανασία θα εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις απόλυτης αναγκαιότητας;
Σε κοινωνικό επίπεδο, οι φόβοι είναι επίσης πολύ μεγάλοι: Μήπως ο ασθενής επιζητήσει την ευθανασία για να μην επιβαρύνει οικονομικά και συναισθηματικά τους οικείους του; Μήπως η ευθανασία επικεντρωθεί στις τάξεις των κάθε είδους αδυνάμων, που είναι απομονωμένοι από το Σύστημα Υγείας; Μήπως η νομιμοποποίησή της επεκταθεί σε διανοητικά ασθενείς, σε ασθενείς σε κώμα, σε ανάπηρους και ψυχοπαθείς;
Δεν μπορούν να δοθούν σαφείς απαντήσεις εάν δεν δημιουργηθεί ένα αδιάβλητο πλαίσιο. Και έτσι οδηγούμαστε σε ένα ευρύτερο ζήτημα: Η ευθανασία οφείλει να είναι μια ανθρωπιστική πράξη και μόνον. Αποκομμένη εντελώς από τα κοινωνικά, ιδεολογικά και οικονομικά δεδομένα της κάθε εποχής και του κάθε κράτους, προστατευμένη από κάθε είδους εκμετάλλευση.
Πόσο εύκολο είναι να το διασφαλίσουμε αυτό;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News