Η τραγωδία στα Τέμπη και τα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα που τη συνοδεύουν δημιουργούν ένα νέο πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα βαδίσει η χώρα στην προεκλογική περίοδο.
Πρώτα από όλα, οι πολίτες περιμένουν ουσιαστικές απαντήσεις που θα βασίζονται σε πραγματική έρευνα και θα λένε τεκμηριωμένα την αλήθεια για τους υπεύθυνους αυτής της τραγωδίας, οι οποίοι και θα πρέπει να κληθούν να λογοδοτήσουν για τις ευθύνες τους. Κομματικές σκοπιμότητες και προσπάθειες πολιτικής εκμετάλλευσης της τραγωδίας θα βρουν αντίθετη τη συντριπτική πλειοψηφία.
Δεύτερον, τα προεκλογικά διλήμματα που έμπαιναν μέχρι χθες μοιάζουν πια σε μεγάλο βαθμό ξεπερασμένα. Το προεκλογικό αφήγημα της ΝΔ για τη μεταρρύθμιση του κράτους επί των ημερών της, με έμφαση στο επιτελικό κράτος και την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών, είναι πια αδύναμο, μπροστά σε μια τραγωδία που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν πράγματι είχε προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός σε βασικές υποδομές, όπως οι σιδηροδρομικές συγκοινωνίες. Επίσης, αδυνατίζει το δίλημμα της αυτοδυναμίας όταν μέσα από ένα τέτοιο τραγικό γεγονός προκύπτει ότι μια μονοκομματική κυβέρνηση δεν παρέχει κατ’ ανάγκη εχέγγυα αποτελεσματικότητας.
Από την άλλη μεριά, και τα διλήμματα του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζουν ξεπερασμένα: Το «δημοκρατία ή εκτροπή» –βασισμένο στην υπόθεση των παρακολουθήσεων– ή το «Δικαιοσύνη παντού» ακούγονται πια εκτός επικαιρότητας, ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον δυο πρώην υπουργούς του (Παππά, Παπαγγελόπουλο) αμετάκλητα καταδικασθέντες από Ειδικά Δικαστήρια και τον έναν εξ αυτών (Παππά) υποψήφιο βουλευτή και αρμόδιο για την άσκηση αντιπολίτευσης στο ζήτημα της σιδηροδρομικής τραγωδίας.
Τρίτον, η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και κυρίως των κομμάτων που έχουν ασκήσει εξουσία μπαίνει και πάλι στο στόχαστρο. Η ΝΔ, ως κυβέρνηση, είναι η πρώτη που ελέγχεται για λάθη και παραλείψεις, για τα οποία θα πρέπει να υπάρξουν απαντήσεις και απόδοση ευθυνών. Η παραίτηση του υπουργού Μεταφορών Κώστα Καραμανλή ήταν μια ασυνήθιστη κίνηση για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα, που λειτούργησε σε έναν βαθμό εκτονωτικά, αλλά δεν φτάνει. Η διερεύνηση των ευθυνών –διαχρονικά– πρέπει να φθάσει «μέχρι τέλους». Είναι ο μόνος δρόμος για να μη δοθεί χώρος για την ενίσχυση «αντισυστημικών» δυνάμεων, που όπως έχει φανεί στο πρόσφατο παρελθόν λειτουργούν διαλυτικά για τους δημοκρατικούς θεσμούς και την κοινοβουλευτική ομαλότητα.
Από την άλλη πλευρά, τα κόμματα οφείλουν να σεβαστούν τη σοβαρότητα του θέματος και τη μνήμη των νεκρών, αποφεύγοντας τον εύκολο λαϊκισμό. Δεν έχει νόημα και τελικά δεν θα βοηθήσει κανέναν να αρχίσουν οι γνωστοί συμψηφισμοί – «τι κάνατε στο Μάτι, τι κάναμε στα Τέμπη». Οι πολίτες θυμούνται, βλέπουν και κρίνουν. Θυμούνται τι συνέβη στο Μάτι, ποιος και πότε παραιτήθηκε τότε, αν ήταν ή δεν ήταν υποψήφιος στις επόμενες εκλογές και αν θα είναι ή δεν θα είναι τώρα. (Παραιτήθηκε ο Νίκος Τόσκας μία εβδομάδα μετά την τραγωδία και κατέβηκε υποψήφιος στον δυτικό τομέα στην Αθήνα – δεν παραιτήθηκε η περιφερειάρχης Ρένας Δούρου και κατεβαίνει τώρα στον δυτικό τομέα στην Αθήνα). Ο όποιος συμψηφισμός, όμως, συνιστά προσβολή της νοημοσύνης των πολιτών και πολύ περισσότερο ασέβεια στις οικογένειες των νεκρών, και τότε και τώρα.
Ολο αυτό το βαρύ σκηνικό μέσα στο οποίο θα κινηθεί η χώρα προεκλογικά δεν μπορεί παρά να επηρεάζει και τις τελικές αποφάσεις για τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών. Ψάχνοντας να βρει κανείς ποια θα είναι η ημερομηνία που θα επιλέξει ο Πρωθυπουργός, συνειδητοποιεί ότι οι απαντήσεις κινούνται πάντα μέσα στο πλαίσιο του παραδοσιακού πολιτικού κυνισμού: «όποτε τον συμφέρει καλύτερα». Ετσι σκέφτονται και οι κυβερνητικοί παράγοντες και οι αντιπολιτευόμενοι. Κυνικό μεν, πολιτικά αφελές δε, για όποιον αντιλαμβάνεται πραγματικά τι συμβαίνει σε μια κοινωνία που έρχεται αντιμέτωπη με μια τέτοια τραγωδία.
Η επιλογή του χρόνου διεξαγωγής των εκλογών –το αν δηλαδή θα διεξαχθούν την Κυριακή των Βαΐων (9 Απριλίου, μια εβδομάδα μετά τα μνημόσυνα των νεκρών των Τεμπών), την Κυριακή του Θωμά (23 Απριλίου) ή κάποια από τις επόμενες Κυριακές (30/4, 7/5, 14/5, 21/5 ή 28/5)– είναι μια δύσκολη απόφαση, δεδομένου μάλιστα ότι πιθανόν θα χρειαστούν δεύτερες εκλογές, που θα πρέπει να γίνουν είτε πριν είτε μετά τον Ιούνιο, που είναι ο μήνας των πανελληνίων εξετάσεων. Για να λάβει κανείς τη σωστή απόφαση, δεν μετράνε ούτε οι καλοί σύμβουλοι, ούτε οι δημοσκόποι, ούτε οι επικοινωνιολόγοι. Απαιτείται υψηλό επίπεδο συναισθηματικής νοημοσύνης. Αυτό σημαίνει δυνατότητα να αντιληφθείς το κοινό αίσθημα μέσα σε συνθήκες εθνικού πένθους, με πολλά αναπάντητα ερωτηματικά και συλλογική απογοήτευση που εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε οργή, σε ένα κράτος που έχει διαψεύσει πολλές φορές τις προσδοκίες των πολιτών.
Αυτή η κρίση, που σοβεί εν μέσω προεκλογικής περιόδου, έχει έντονα συναισθηματικά στοιχεία. Γι’ αυτό οι πολιτικοί αρχηγοί και τα κόμματά τους θα κριθούν στη διαχείριση της, κυρίως από τη δυνατότητα τους να αντιληφθούν, να επηρεάσουν και να εκφράσουν το λαϊκό αίσθημα. Αυτό θα κρίνει τελικά σε μεγάλο βαθμό νικητές και ηττημένους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News