Λίγοι μπορούν να διαφωνήσουν με το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι ένας ταλαντούχος πολιτικός – τουλάχιστον όσον αφορά τη δημόσια παρουσία του, αλλά και τις δυνατότητες του να αντιπαρατίθεται, είτε στη Βουλή είτε σε οποιαδήποτε μιντιακή αρένα. Αν, δε, πιστέψουμε στη ρητορική του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι μακράν η χειρότερη της Μεταπολίτευσης, τότε θα περίμενε κανείς ότι η νίκη στις κάλπες της 21ης Μαΐου θα ήταν σχεδόν περίπατος για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Τι ακριβώς συμβαίνει όμως; Γιατί ο Τσίπρας υπολείπεται του Μητσοτάκη στην ερώτηση ποιος είναι ο πιο κατάλληλος για Πρωθυπουργός; Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κεφαλαιοποιήσει τις διάφορες ζημιές που έπαθε κατά τη διάρκεια της τετραετίας της η Νέα Δημοκρατία; Είναι απλώς αναξιόπιστες οι δημοσκοπήσεις ή μήπως στην Κουμουνδούρου πιστεύουν ότι θα πάρουν τη μερίδα του λέοντος από τη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη», ανατρέποντας κάθε πρόβλεψη; Τελικά, στο εκλογικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ πιστεύουν ότι η στρατηγική τους είναι άρτια και αυτό που λείπει είναι απλώς να περάσουν οι επόμενες τρεις εβδομάδες;
Είναι, πλέον, χιλιογραμμένο ότι σε συνθήκες δικομματισμού –παλαιού ή καινοφανούς– το αποτέλεσμα των εκλογών κρίνεται κατά κύριο λόγο από το «εκκρεμές του Κέντρου». Ενα ακροατήριο που δεν είναι ταυτισμένο με κάποιο από τα δύο κόμματα εξουσίας, αλλά μπορεί να μετακινηθεί σχετικά εύκολα από τη μία κάλπη στην άλλη. Στον ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι χρειάζεται να «χτυπήσουν» προς αυτήν την κατεύθυνση. Το προεκλογικό μήνυμα, όμως, του Αλέξη Τσίπρα είναι διφορούμενο. Μια κοιτάει προς το κέντρο – την άλλη πάλι προς τα αριστερά. Πρέπει, όμως, να επιλέξει: Περισσότερη μετριοπάθεια ή ξανά ριζοσπαστικοποίηση; Και τα δυο μαζί δεν γίνεται.
Και πάντως, όταν δεν σου βγαίνει η αριθμητική, καλό θα είναι να βρεις το γιατί και όχι να επιχειρείς να εκβιάσεις το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 να δώσουν ανοχή σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας. Πώς ακριβώς θα νομοθετήσεις, μαζί υποτίθεται με το ΠΑΣΟΚ, όταν στηρίζεσαι σε κόμματα με τα οποία οι πολιτικές διαφορές σου είναι παραπάνω από χαοτικές; Εξίσου χαοτικό είναι, εν τέλει, το ίδιο το μετεκλογικό αφήγημα της Κουμουνδούρου, κάτι που βεβαίως λειτουργεί αποτρεπτικά για χιλιάδες εν δυνάμει ψηφοφόρους.
Το μεγάλο πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι, παρότι προσπαθεί να πλήξει ευθέως τη Νέα Δημοκρατία, δεν εισπράττει τις όποιες απώλειες της κυβέρνησης. Πόνταρε πολλά στις υποκλοπές, αλλά η επίκληση των θεσμικών κινδύνων και το σύνθημα «δικαιοσύνη παντού» δεν φαίνεται να συγκινεί – ίσως φταίει ότι τα αιτήματα με ευθείες αναφορές στη δεκαετία του ’60 είναι μεν κοινώς αποδεκτά, δεν είναι όμως κυρίαρχα.
Αντιλήφθηκε ότι αυτό που απασχολεί περισσότερο από κάθε τι άλλο την ελληνική κοινωνία είναι η ακρίβεια – αλλά τόσο τα οικονομικά πεπραγμένα του ως κυβέρνηση το 2015-2019 όσο και οι λύσεις που προτείνει ως αντιπολίτευση λειτουργούν περισσότερο ως αναχώματα στην προσπάθεια διεύρυνσης των ποσοστών του. Και τέλος, αναρωτιέται κανείς: Πόσο εύκολο είναι τα Τέμπη και οι ζωές των συνανθρώπων μας που χάθηκαν σε μια στιγμή τόσο τραγικά να γίνουν σύμβολα του μηνύματος που με κόπο θέλει να επιβάλει στον δημόσιο διάλογο η αξιωματική αντιπολίτευση;
Για την κακοδαιμονία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας φταίει μόνο το επιτελικό κράτος του Μητσοτάκη; Αυτό έγραψε, πάντως, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στην τελευταία «Καθημερινή της Κυριακής»: «Τα Τέμπη ανέδειξαν όλες τις προβληματικές πτυχές του επιτελικού κράτους: έλλειψη διαφάνειας και λογοδοσίας, ελλιπής οργάνωση, πελατειακές σχέσεις, υποστελέχωση και έλλειψη στήριξης των εργαζομένων. Προπαντός την αίσθηση ότι τίποτα δεν σχεδιάζεται με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Αυτή η κατάσταση ανοίγει ένα μεγάλο πεδίο παρέμβασης για την επόμενη προοδευτική κυβέρνηση, με άξονα τη δικαιοσύνη στο κράτος και την εμβάθυνση της δημοκρατίας». Μοιάζει τόσο απλοϊκό στην ολότητά του, καθώς όχι μόνο αγνοεί την ιστορική συνέχεια των παραγόντων που δημιούργησαν το «τέρας», αλλά και αποσείει κάθε πολιτική ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ και της Κεντροαριστεράς γενικότερα. Σαφέστατες οι ευθύνες του Μητσοτάκη –αλλά η Ελλάδα δεν κυβερνήθηκε μόνο από τον Μητσοτάκη.
Στον ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει περισσότερο να αυτοσχεδιάζουν τη στρατηγική εν μέσω προεκλογικής περιόδου – φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της τετραετίας τους στην αντιπολίτευση δεν έθεσαν τις βάσεις ενός στέρεου πολιτικού προγράμματος. Ακόμα και την ευθεία σύγκριση με τον Μητσοτάκη, στην οποία θεωρεί ότι υπερέχει, ο Τσίπρας τη ζητά εκ του πλαγίου: «Μητσοτάκης ή αλλαγή» είναι το σύνθημα – και η εμμονή εμπεριέχεται πλέον σε ένα αμιγώς επικοινωνιακό γεγονός. Ντιμπέιτ ένας εναντίον ενός θέλουν στην Κουμουνδούρου. Προφανώς όχι επειδή πιστεύουν ότι έχουν ισχυρότερες θέσεις. Αλλά επειδή θεωρούν ότι ο Τσίπρας είναι σε θέση να εμφανιστεί πιο ετοιμόλογος, πιο σπιρτόζος και εν τέλει πιο καταφερτζής από τον Μητσοτάκη. Αρκεί, όμως, αυτό για να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές;
Είναι πολλά τα ζητήματα που έχει να αντιμετωπίσει η Νέα Δημοκρατία ενόψει της –μάλλον– διπλής κάλπης. Οσο, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί την πεπατημένη, το μόνο που μπορεί να περιμένει είναι να πέσει η –όποια επόμενη– κυβέρνηση με τη θεωρία του ώριμου φρούτου. Με τι ποσοστό άραγε θα είναι ικανοποιημένος ο Αλέξης Τσίπρας το βράδυ της 21ης Μαΐου; Διότι είναι σαφές ότι το να χάσει η Νέα Δημοκρατία ακόμα και 7 μονάδες σε σχέση με το 2019 δεν είναι νίκη, εκτός κι αν, έστω τις μισές, τις καρπωθεί ο ίδιος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News