Ο καφές είναι μια αγαπημένη συνήθεια του Ελληνα και το κάθε είδος καφέ που κατά καιρούς κυριαρχούσε, μας θυμίζει ένα κομμάτι του παρελθόντος μας. Ο ελληνικός καφές είναι το χαρμάνι που φέρνει μνήμες από τα σπίτια των παππούδων και των γιαγιάδων μας, είναι η μυρωδιά της νοσταλγίας. O φραπές με τη σειρά του συνδέθηκε με μια ολόκληρη εποχή. Την τρέλα της δεκαετίας του ’80 και του ’90, την ανεμελιά των αρχών της νέας χιλιετίας. Νομίζω ότι και η λέξη «φραπεδιά» αντανακλά την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής, όπου ατενίζαμε τον κόσμο σαν άρχοντες, με τα πόδια επάνω στο τραπέζι.
Οι αλλοτινοί άρχοντες του σύμπαντος με τις γεμάτες τσέπες, ωστόσο, έπιναν λιγότερο καφέ από τον σημερινό Ελληνα, εμάς που μετράμε τα ευρώ στο πορτοφόλι μας και ποτέ δεν μας φτάνουν. Τώρα έχουμε περάσει στη φάση του «barista», που ξεφυτρώνει κάθε πέντε μέτρα σαν μανιτάρι. Αλλά και ειδικός να μην είσαι, έναν εσπρέσο φρέντο μπορείς να τον φτιάξεις στον φούρνο και στο τυροπιτάδικό σου. Κοινώς, ο έτοιμος καφές σήμερα πουλιέται σχεδόν παντού. Και πουλιέται γιατί τον καταναλώνουμε.
Γενικώς, αγαπάμε καφέ, όπως διαπίστωσε και η πανελλαδική έρευνα της Kάπα Research για λογαριασμό της Ελληνικής Ένωσης Καφέ. Σύμφωνα με τα ευρήματά της, το 95% των Ελλήνων αγοράζουν καφέ. Ένα 84% πίνει καφέ σε καθημερινή βάση, ενώ και το 66% όσων δεν πίνουν, αγοράζουν για το νοικοκυριό τους. Οι μισοί από τους ερωτηθέντες απάντησαν ότι θα καταναλώσουν πάνω από έναν καφέ την ημέρα και περισσότεροι από τους μισούς δήλωσαν ότι δεν θέλουν να κόψουν αυτή τη συνήθεια.
Ως προς το αν προτιμάμε να τον πίνουμε στην καφετέρια ή takeaway, το 62% θέλει τραπεζοκάθισμα, ενώ το 33% θα αγοράσει καφέ έτοιμο στο χέρι. Ξέρω ανθρώπους που δεν μπορούν να ξεκινήσουν τη μέρα τους χωρίς να πιουν έναν, έστω, έτοιμο καφέ και που δεν διανοούνται να φτιάξουν σπίτι τους. Ξέρω άλλους τόσους που στην πορεία της ημέρας θα αγοράσουν και δεύτερο. Γενικώς, αν ο σύγχρονος Ελληνας γίνει άγαλμα, θα πρέπει ο γλύπτης να του βάλει κι ένα χάρτινο ποτήρι καφέ στο χέρι.
Δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο της ελληνικής κοινωνίας αυτό, είναι χαρακτηριστικό του δυτικού πολίτη. Πηγαινοερχόμαστε στη ζωή κρατώντας καφέδες. Μέχρι πρότινος τουλάχιστον, ήταν μια προσιτή πολυτέλεια. Ήταν τα ένα-δύο ευρώ που επέλεγες να ξοδέψεις για να ευχαριστηθείς κάτι μέσα στη μέρα του. Τώρα, όμως, που ο έτοιμος καφές ξεπερνάει συχνά και τα τρία ευρώ, θέλεις ένα ικανό ποσό για να συνεχίσεις αυτή τη συνήθεια.
Ίσως, βέβαια, είναι και μια ευκαιρία να την αναθεωρήσεις. Και να σκεφτείς πόσους έτοιμους καφέδες έχεις ανάγκη να αγοράζεις κι αν η συχνότητα με την οποία το έκανες έως τώρα ήταν λογική ή ήταν, τελικά, μια υπερβολή. Και επειδή διαβάζω ότι το 38% των ερωτηθέντων της εν λόγω έρευνας είπαν ότι το να κόψουν αυτή τη συνήθεια θα σήμαινε αυτομάτως και τον περιορισμό των κοινωνικών τους συναναστροφών, αναρωτιέμαι τι είδους κοινωνική συναναστροφή σού προσφέρει το να παίρνεις έναν και δύο έτοιμους καφέδες κάθε μέρα. Εκτός από τη μηχανική επικοινωνία που θα έχεις με τον άνθρωπο που σου τον φτιάχνει και την καλημέρα που ίσως πεις με τους υπόλοιπους που περιμένουν βιαστικά να παραγγείλουν το δικό τους.
Αν το φιλοσοφήσουμε, η συνήθειά μας είχε μετατραπεί εδώ και καιρό σε μια ανώριμη υπερκατανάλωση. Και δεν εννοώ το να καθίσεις σε μια καφετέρια με παρέα. Αυτό τουλάχιστον εμπεριέχει την επικοινωνία και είναι πράγματι ανακουφιστικό για την καθημερινότητά σου. Εννοώ την κατανάλωση έτοιμου καφέ, την οποία έχουμε αναγάγει σε απαραίτητο συστατικό της ημέρας μας. Μια υπηρεσία που την αγοράζουμε σε καθημερινή βάση γιατί βαριόμαστε να φτιάξουμε εμείς έναν καφέ, γιατί μας αρέσει να μας τον φτιάχνει κάποιος άλλος, γιατί η καταναλωτική κοινωνία έτσι μας θέλει. Να ξοδεύουμε σε πράγματα που δεν χρειαζόμαστε και τόσο.
Δεν λέω ότι δεν χρειαζόμαστε τον καφέ. Τον αγαπάμε και τον θέλουμε, κι ας έχει πάει στα ουράνια η τιμή του. Αρνούμαστε να βγάλουμε αυτή τη συνήθεια από τη ζωή μας και καλά κάνουμε. Αλλά ας φτιάξουμε και κανέναν καφέ μόνοι μας, δεν θα πάθουμε και τίποτα!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News