Αν και δεν διακρίνομαι για το εκρηκτικό του θυμικού μου, το περασμένο Σάββατο έβαλα τις φωνές σε μια τουρίστρια. Εκεί που έπινα ησύχως τον καφέ μου με την ηλικιωμένη μητέρα μου, μια δεκαμελής παρέα τουριστών ζουζούνιζαν επί πενταλέπτου όρθιοι πάνω από το κεφάλι μας (περιμένοντας να κάτσουν –άγνωστο με ποιο τρόπο– σε ένα τραπέζι για τέσσερις στο οποίο ήδη κάθονταν κάποιοι φίλοι τους). Εξερράγην, λοιπόν, λέγοντας αγγλιστί ότι βρισκόμουν εκεί για να πιω έναν ρημαδοκαφέ.
Τα παιδιά μου σίγουρα θα με αποκαλούσαν «Κάρεν» (όπως αποκαλείται στις ΗΠΑ η λευκή θυμωμένη γυναίκα, συνήθως με αρνητικές συνδηλώσεις), αλλά ένιωθα ότι είχα απόλυτο δίκιο. ‘Η μήπως δεν είχα;
Αναρωτιόμουν μετά τι ήταν αυτό που τελικά πυροδότησε την έκρηξη. Η (προ ακόμη καύσωνος) ζέστη; Η άγνωστης εθνικότητας τουρίστρια με τη σινιέ τσάντα και τον δικαιωματισμό της; Μήπως έχω γεμίσει και εγώ αντιτουριστικό μένος; (θυμήθηκα, χρόνια πριν, στη Βαρκελώνη κάτι γεροΚαταλανούς, πώς σιχτίριζαν εμάς τους τουρίστες). Μήπως ξέσπασα για τις τιμές των ακτοπλοϊκών, για το «χαμένο» για τους Ελληνες ελληνικό καλοκαίρι, για ένα τρομακτικό deadline που έχω στη δουλειά, για την επικράτηση της Λεπέν στη Γαλλία, για τα logistics της μετακόμισης που έχει να κάνει η κόρη μου τον Αύγουστο;
Θυμάστε εκείνο τον ηλικιωμένο στη Λαμία που πυροβολούσε με καραμπίνα τον Θεό; Τέσσερα χρόνια μετά την πανδημία –όταν πολλοί είχαν απασφαλίσει και είχαν γίνει «Pangry», βρίζοντας αδιακρίτως αεροσυνοδούς και εργαζομένους στην εστίαση–, συνεχίζουμε να σιγοβράζουμε. «Η εποχή του παγκόσμιου βρασμού» (όπως τη βάφτισε πέρυσι το καλοκαίρι ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες) δεν έχει να κάνει μόνο με την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Ο θυμός παραμένει κυρίαρχο συναίσθημα παγκοσμίως (σε τροχιά ανόδου από το 2016, σύμφωνα με την έκθεση Global Emotions της Gallup, με το 23% των ερωτηθέντων να δηλώνει ότι νιώθει εκρηκτικό θυμό κάθε μέρα!) Αλλά και ο εθνικός θυμός συνεχίζει να κοκλάζει (τρίτος, με 29,7%, μετά την ανασφάλεια και την απογοήτευση, σύμφωνα και με το φετινό κύμα της έρευνας «Τι πιστεύουν οι Ελληνες» της διαΝΕΟσις).
Πάνω στον θυμό κτίζονται σήμερα ακόμα και οι πολιτικές μας πεποιθήσεις. Ποια μεγαλύτερη απόδειξη για την επικράτησή του, από το επικείμενο comeback του Ντόναλντ-fuckin’-Τραμπ, για τον οποίο ο πρώην συμβουλός του Στίβεν Μπάνον είπε πρόσφατα ότι βρίσκεται –για όποιον δεν το έχει ακόμα καταλάβει– σε «full war mode»;
Οσο για τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υποδαυλίζουν τον θυμό μας με κάθε ευκαιρία (και με σκοπό το κέρδος). Το αποτέλεσμα είναι να τον έχουμε πλέον συνηθίσει.
Οπως έλεγε προ ημερών στα «Νέα Σαββατοκύριακο» (8-9/6) ο κλινικός ψυχοθεραπευτής και ακαδημαϊκός Ααρον Μπάλικ: «Αν κοιτάτε τη ροή ειδήσεων 15 φορές την ημέρα, αντί να κάθεστε το βράδυ και να παρακολουθήσετε τις ειδήσεις, μπορεί να προκληθείτε να αισθάνεστε θυμωμένοι πιο συχνά. Είστε συνεχώς πιο ευαισθητοποιημένοι στον θυμό. Το δεύτερο, το οποίο συχνά δεν αναγνωρίζεται πραγματικά, είναι ότι το να εκφράζεις θυμό είναι σαν απελευθέρωση, νιώθεις πιο ζωντανός. Δεν χρειάζεται να είναι καλή αίσθηση, οι άνθρωποι παρακολουθούν ταινίες τρόμου ή πηγαίνουν στο τρενάκι για να βιώσουν κάτι έντονο. Μπορεί κάποιος να κολλήσει σε αυτό το αίσθημα θυμού. Και μοιάζει να είναι πολύ μεταδοτικό».
Κάποιοι το έχουν πάρει χαμπάρι και μιλούν για «rage exhaustion», για αυτήν την εξουθένωση δηλαδή που νιώθεις μετά από όλη αυτή τη συσσωρευμένη –συχνά «τεχνητή»– οργή.
Αλλοι, πάλι, εφευρίσκουν τρόπους να εκτονώσουν τον θυμό τους – κάπως πιο υγιώς από το να κάνουν μπούλινγκ στον ντελιβερά ή στον δάσκαλο του παιδιού τους. Τα «σπασμάδικα» ή «rage rooms» (χώροι όπου πληρώνεις για να τους κάνεις λίμπα) συνεχίζουν να υπάρχουν (και στην Ελλάδα). Πρόσφατα, δε, στο ΤikTok έκαναν την εμφάνισή τους τα ιδιαίτερα δημοφιλή σε γυναίκες «rage rituals» (πληρώνεις για να πας σε ένα δάσος στη Σκωτία και να ουρλιάξεις σαν μαινάδα, χτυπώντας ξύλα κ.ο.κ.).
Ισως όλος αυτός ο θυμός να είναι η κρούστα που κρύβει αυτό που δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση να δούμε: την απίσχναση της ελπίδας. Πώς να το κάνουμε. Οσο ρίχνεις μπινελίκια, βάζεις θυμωμένα πορτοκαλοκόκκινα emoji, εκρήγνυσαι, τρολάρεις, στάζεις χολή στα σόσιαλ κλπ., νιώθεις ότι κάτι μπορείς ακόμα να αλλάξεις.
Ισως και να φοβόμαστε ότι αν κάποιος αποφασίσει μια μέρα να μας τον κλέψει τον θυμό μας, θα μείνουμε κενοί, τρωτοί, με σπασμένο τον «τσαμπουκά» .
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News