Μέσα στο μετρό παρατηρώ απέναντί μου έναν άνδρα γύρω στα 35 που έχει σκύψει με μανία πάνω από το κινητό του· η πλάτη του κυρτή, το αριστερό μπράτσο με το τατουάζ (πάνω σε ένα άλλο παλαιότερο, μισοσβησμένο), τοποθετημένο έτσι ώστε η συσκευή να μένει σταθερή στην παλάμη. Με τρώει η περιέργεια. Γέρνω λίγο μπροστά. Τόση ώρα παρακολουθεί τον εαυτό του στην οθόνη. Δεν τραβάει σέλφι, απλά τον παρατηρεί, εκεί, απορροφημένος από την εικόνα του εαυτού του σε ένα αέναο τώρα.
Ζούμε έναν μεταμοντέρνο παροντισμό. Το άκουσα να το λέει προ ολίγου καιρού ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας του ΕΚΠΑ. Λαχταράμε να ζούμε σε ένα σήμερα που δεν μας αφήνει καλά-καλά να θυμόμαστε ούτε τι φάγαμε χθες. Ο εγκέφαλός μας, έλεγε ο κ. Παναγιωτόπουλος, αρνείται να θυμηθεί και αρνείται να προβλέψει. Ζει στο παρόν. Ποιος θυμάται π.χ. σήμερα την πανδημία; Μοιάζει σαν να μην έγινε ποτέ. Μοιάζει σχεδόν (προσθέτω εγώ) πιο παλιά και από το πρώτο βήμα του ανθρώπου στο φεγγάρι.
Κάποιοι, βέβαια, αποτολμούν να σκαλίζουν μνήμες. Χαζεύω π.χ. έξω από το Μέγαρο το μπάνερ για το ντοκιμαντέρ της Μαρίας Ηλιού για τη γιαγιά της, την παιδαγωγό Αντιγόνη Μεταξά (την περίφημη «θεία Λένα»), που θα προβληθεί στις 18 και 19/10. Σε ένα τραπέζι προχθές κάποιος με ρώτησε αν ξεκίνησα να βλέπω το «Μοnsters» στο Netflix. Από τη διατύπωση και μόνο της ερώτησης κατάλαβα ότι ήμουν κάτι σαν αποσυνάγωγη που δεν το είχα ακουστά. Ομως γιατί στ’ αλήθεια, με τόση ανήλικη βία εκεί έξω, να θέλω να κάτσω στον καναπέ μου να δω την ιστορία του Ερικ και του Λάικ, που το 1989 (σε ηλικία 18 και 20 ετών αντίστοιχα) δολοφόνησαν τους γονείς τους με κυνηγετικά όπλα;
Την περασμένη Τρίτη είδα στον «Δαναό» το talk of the town των ημερών, τους «Αζήτητους» της Μαριάννας Οικονόμου. Ενα ντοκιμαντέρ που έβγαλε στο φως μια άγνωστη τραγωδία της μεταπολεμικής Ελλάδας, τους φυματικούς που νοσηλεύτηκαν (από το 1945 έως το 1975) και πέθαναν στο «Σωτηρία», μακριά από τους οικείους τους, μόνοι, στιγματισμένοι και ξεχασμένοι από τον έξω κόσμο. Οι μνήμες, σίγουρα σκληρές (αλλά όχι μόνο), ξεπήδησαν μετά από μισό αιώνα χάρη στα δέματα των ασθενών που είχαν μείνει πίσω μετά τον θάνατό τους και ήρθαν εντελώς τυχαία στο φως. ΕΔΩ η παρουσίασή του στο Protagon, στις 17 Σεπτεμβρίου.
H σκηνοθέτρια πήρε τα γράμματα, τις φωτογραφίες και τα διάφορα μικροαντικείμενα και έφτιαξε ένα ευαίσθητο αλλά στέρεο κομψοτέχνημα, στο οποίο δεν κυριάρχησε τόσο η ασθένεια (το «χτικιό» που είχε χτυπήσει τόσες ελληνικές οικογένειες τότε). Μέσα κυρίως από την αλληλογραφία των ανθρώπων αυτών με τους συγγενείς τους (μανάδες, πατεράδες,, συζύγους, αδέλφια, παιδιά) ξεπετάχτηκαν ανθρώπινες σχέσεις μιας άλλης εποχής.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η μνήμη ήρθε να αποτινάξει επιτέλους και το στίγμα. Οπως θα πει η ίδια η Μ. Οικονόμου σε πρόσφατη συνέντευξή της («Το Βήμα» 23/9, στον Γιάννη Ζουμπουλάκη): «Πέρα από το να γίνει γνωστή μια ιστορία που επί δεκαετίες έμεινε θαμμένη κάτω από ένα πέπλο σιωπής, μυστικότητας και ενοχής, στόχος της ταινίας είναι να αναδείξει τη σημασία της μνήμης και τη σχέση της με τη συλλογική ευθύνη».
Να πω βέβαια ότι ο κινηματογράφος ήταν γεμάτος. Στη συζήτηση που ακολούθησε στο τέλος του ντοκιμαντέρ, παρουσία της σκηνοθέτριας και της Λίνας Νικολακοπούλου, σηκώθηκαν πολλά χέρια θεατών μέσα στην αίθουσα. Και επιβεβαιώθηκε η υποψία που είχα πηγαίνοντας εκεί. Αρκετοί είχαν έρθει κάποιες μνήμες να σκαλίσουν.
Μια κυρία π.χ. δύο σειρές μπροστά –είχε έρθει με την υπερήλικη μητέρα της και τον γιό της, ο οποίος δεν θα ήταν πάνω από 10 ετών–εκμυστηρεύθηκε σε όλους εμάς ότι στο «Σωτηρία» είχε μείνει έτσι «αζήτητος» ο παππούς της και ότι στο ίδιο νοσοκομείο νοσηλεύθηκε, πολλά χρόνια αργότερα, για τέσσερις εβδομάδες και η ίδια με Covid-19.
[the_ad id=”44343012746“]
Και κάμποσοι άλλοι κάτι προσωπικό είχαν έρθει να ανασκάψουν ή να επουλώσουν. Και εγώ, που δεν μίλησα, είχα έρθει μάλλον για να θυμηθώ την αδελφή της μητέρας μου, που δεν γνώρισα ποτέ. Πέθανε στο άνθος της ηλικίας της, σίγουρα όχι αζήτητη όπως οι πρωταγωνιστές της ταινίας. Τα γράμματά της υπάρχουν ακόμα, φυλαγμένα σαν θησαυρός μέσα σε ένα συρτάρι, ενθύμια ενός οικογενειακού τραύματος αλλά και πειστήρια αδελφικής αγάπης.
Η εποχή του παροντισμού σε κάνει να ζεις το σήμερα, και μόνο για το σήμερα. Ενα σήμερα βραχύβιο, που αύριο πρέπει να έχει γρήγορα γρήγορα ξεχαστεί. Το σήμερα που πέθανε ο Αλεν Ντελόν ή που η Ματούλα Ζαμάνη έβγαλε επί σκηνής την μπλούζα της. Την επόμενη μέρα, με τη μνήμη χρυσόψαρου, πας για το επόμενο σήμερα. Απληστος για το καινούργιο, το οποίο θα σε απαλλάξει από τις δύσπεπτες μνήμες που κάθε χρόνο συσσωρεύονται, και από ένα μέλλον που δεν ξέρεις –και δεν σε νοιάζει– τι θα φέρει.
Ισως σε τέτοιους καιρούς η μνήμη να γίνεται ακόμη πιο πολύτιμη. Φτάνει βέβαια να την αντέχεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News